“Θέλου να γένου άφαντ’, να πάνου στου χουριό μ’!” γράφει η γκουστιρίτσα
“Θέλου να γένου άφαντ’, να πάνου στου χουριό μ’!”
Κίντσα να γένου άφαντ’
να πάνου στου χουριό μ’
σν ύπιθρο ν’ αναστήσου
μαζί μι του δισμό μ’.
Α, κο, μι λιέει η αγάπη μ’
ξαράχνιασι του ριζιρβουάρ
τόσουν κιρό στ μπινζίνα
ελιγάμι … οριβουάρ!
Καλιέ, μ’ έρχητι σι λιέου
όλα να τα πάρου σβάρνα
δυο χρουνάκια έχουν να δγιω
άι, μωρέ, τ’ δόλια μάνα!
Μιτρώ τα φραγκουδίφραγκα μ’
κι είμι … ρέστη κι ταπί
κο, φέτου του αντιλήφθην
τι θα πει Σαρακουστή!
Άιντις μι ψόφσαν οι αυξήσεις
απ’ του ιπιτιλικό του κράτους
δυο δλειες, σι λιέου, φκιάνου
κο, μι έχ’ βγει ι πάτους.
Α, ρε μάνα, θα σι δγιώ
φέτου, πάντους, ιξαπάντους
κι ας είντους ου κυρ – Κούλς
μάνα μ’, τόσου πουλύ σκάρτους.
Αγάπη, λιέου στου δισμό μ’
κάτ πρέπ’ να συσκιφτώ
για να πιράσουμι του Πάσχα
φέτου, αγάπη, στου χουριό.
Ααχ! μι τούτ’ τν εκτίναξ’
τουν φιτινών τιμών
δε ψέλνου του «Χριστός Ανέστη»
μα, «ου Κύριους μιθ’ ημών».
Όσο κι να σταυρουκουπιούμι
κο, είνι δώρο άδωρου
κι για να πάνου στου χουριό μ’
μ’ έρχιτι να ζιέψου γάιδαρου!
Σιγά μην κάτσου, κο, στου σπίτ’
ιγώ κι η αγάπ’
κι ας γιόμσι του ριζιρβουάρ
αντί μπινζίνα αράχν’.
Παίρνου, καλνώ κι τ’ μάνα
τ’ φκιάνου βιντιουκλήσ’.
Έρχουμι, καλιέ, τ’ λιέου
μπουτί*, κο, θα μι στρίψ’!
Κι τα να φκιάσου – τι να φκιάσου
απού τα ψιε σκουτίσκα
αφού τ’ μπινζίνα απ’ τ’ αρνί
πιότιρου τ’ λιμπίσκα.
Αμέτ μουχαμέτ*του έβαλα
να ταξιδέψου μι τ’ αμάξ’
σχέδιου έχου πουνηρό
κι ι Θιός να μας φλάξ’.
Αγάπη, λιέου στου δισμό μ’
απόψι ιτοιμάισ’
ιδέα μι σφηνώθκιν
φτύσι μι, μη μι ματιάισ’!
Αφού έτσ’ κυρ – Κούλη μ’
τα χς καταφέρ’
κι γω, πήγα κι κουτσάρσα
του αμάξ’ στου τρακτέρ.
Ι γείτουνας ι Τάκης
σο λιέου, μι του δάντσι
Αγάπη, για του χουριό μ’
ι δρόμους, πάει, άνξι!
Κότσαρα του αμάξ’
κι τό ‘δισα ριμούλκα
αφού ι καλός προυθυπουργός
μας έκαψι, κο, τ’ γούνα.
Αγάπη, λιέου, τράβα
κι ουδήγα του τρακτέρ
κι ιγώ μέσα στ’ αμάξ’
θα φκιάνου του σουφέρ.
Ιγώ, κο, δεν ξέρου να ουδηγώ
μα το πιζα Σουμάχιρ
κι όλου κόλπα έφκιανα
κο, λιες κ’ είχα μάστιρ!
Πήγαμι απ’ του χουματόδρουμου
διόδια δεν πληρουσάμι
κι σ’ όλ τ’ διαδρουμή
τουν κυρ – Κούλ μνημόνιβάμι!
Μέρα που είντιν σήμιρις
τα 12 ιβαγγέλια
να σι καλά, κυρ Κούλη μ’
τά ‘φκιασις όλα τέλεια!
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’
προς τουν ουβιλία
που φέτου δε θα ψήσου
γιατί δεν έχου μία!
Η γκουστιρίτσα
……………….
μπουτί*: γιατί
Αμέτ μουχαμέτ*: πάση θυσία