Πανάρχαιο το έθιμο της κούνιας έχει τις ρίζες του στα μυθικά χρόνια με το όνομα αιώρα (από το ρήμα αιωρούμαι = κρέμομαι και κινούμαι στον αέρα) . Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε ξεχωριστή γιορτή, τα Ανθεστήρια κατά πάσα πιθανότητα, κατά την οποία οι κοπέλες κάνανε κούνιες, τραγουδούσαν ερωτικά τραγούδια, προσφέρανε θυσίες στους θεούς και παραθέτανε πλούσια γεύματα.
Υπάρχει και ο σχετικός, θλιβερός μύθος της καημένης της Ηριγόνης, που έγινε η αφορμή για την τέλεση αυτού του εθίμου.
Από το έθιμο της αιώρας, φτάνουμε στο ανοιξιάτικο έθιμο της κούνιας.. Ο Γ.Α. Μέγας αναφέρει πως οι κούνιες «γίνονται για το καλό, για υγεία, δηλαδή και ευτυχία». Οι περιγραφές του εθίμου παραπέμπουν στο έθιμο της «αιώρας». Ακόμη και το πώς φτιάχνεται η κούνια δεν διαφέρει πολύ από τις αιώρες της αρχαιότητας.
Κάθε χρόνο την Κυριακή του Πάσχα σε πολλά μέρη της Ελλάδας στην Ήπειρο Μακεδονία Θράκη και πολλά άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας κι όχι μόνο στα νησιά, τελούνταν το έθιμο της αιώρας.:. Σήμερα κυρίως στα νησιά των Κυκλάδων και του Β. Αιγαίου γίνεται η αναβίωσή του.
Η κούνια ήταν και είναι ένα ανοιξιάτικο παιχνίδι των παιδιών.
Ποιος από τους παλιούς τις θυμάται; Και ποιος από τους νεότερους τις έχει γνωρίσει ;
Κι όμως πριν από λίγες δεκαετίες οι κούνιες αποτελούσαν μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές εκδηλώσεις, που έδιναν στους νέους την ευκαιρία να συναντηθούν, να γνωριστούν, ν’ αγαπηθούν.
Τα κορίτσια λοιπόν του χωριού περίμεναν πώς και πώς να έρθουν οι μέρες της Λαμπρής και του Αϊ – Γιωργιού να κρεμάσουν τις κούνιες, να στολιστούν, να κουνηθούν, να τραγουδήσουν, ν’ ανταλλάξουν ματιές και γνεψίματα με τα παλικάρια. Αποβραδίς οι νέες μαζεύονταν στο σπίτι μιας φίλης τους και συμφωνούσαν για την ώρα που θ’ άρχιζε η κούνια, για τα τραγούδια που θα έλεγαν, για τη σειρά που θα μπαίνανε στην κούνια και για κάθε άλλη λεπτομέρεια. Σ’ ένα γερό κλαδί ενός θαλερού δέντρου, κυρίως από πλάτανο, στερέωναν δυο σκοινιά και στο κάτω μέρος τους τοποθετούσαν ένα πλατύ σανίδι με μαξιλάρια…
Τραγούδια όμορφα και αστεία λέγονταν για τις πλούσιες, τις φτωχές, τις όμορφες, τις παχουλές, τις ξανθές, τις μελαχρινές, τις μαυρομάτες… Κι ανέβαζε η κούνια τα κοριτσόπουλα στον Έβδομο Ουρανό, να γλυκοκοιτάζουν τα παλικάρια και να κάνουν όνειρα για το μέλλον…
Τα τραγούδια της κούνιας ήταν συνήθως αργόσυρτα δίστιχα.
Όπως:
«Κούνια μπέλα, έπεσε η κοπέλα, χτύπησε το γόνατό της μέσα στη Βαρέλα
Κούνια μπέλα έπεσε η κοπέλα, χτύπησε το γόνατό της και φωνάζει η νόνα της.(νόνα είναι η γιαγιά)
Κούνια μπέλα έπεσε η κοπέλα και έσπασε τα πιάτα, λουκούμια ζαχαράτα»
Και πολλές άλλες εκδοχές που οι γιαγιάδες μάθαιναν κυρίως στις εγγονές τους.
Επί 40 ημέρες μετά το Πάσχα υπήρχε το έθιμο να κουνιούνται τα κορίτσια, σε κρεμαστές κούνιες. Όλη την άνοιξη σχεδόν.
Η θεία Ολυμπία, μου είπε, πως μόλις άνοιγε ο καιρός την άνοιξη, ξεκινούσαν οι κούνιες στο Δάσκιο…
«Πρωί πρωί τα παιδιά, πήγαινάμι στην κούνια…
Φτιάχνονταν σε δέντρα γερά. Στα πλατάνια, στις τζιρνικιές, στις γκουρτσιές…
Αυτό ήταν το παιχνίδι μας!
Του Άη Γιώργη, έφκιαναν κούνιες στα πλατάνια, στον Μικρό τον Λάκο (μάζευε νερό από πάνω από τις πηγές)
Πριν να ανέβουμε στην κούνια ζυγιζόμασταν!
15, 16 χρονών αγόρια κορίτσια μαζεύονταν εκεί και χαίρονταν.
Όλες με τη σειρά…
Άμα κάποιος νέος ήθελε ένα κουρίτσι, το κοιτούσε… το πείραζε…
Σα νυφουπάζαρο …Παντρεύονταν κιόλας καμιά φορά τα πιδιά που γνουρίζουνταν εκεί…»
Εμείς, στο Νησί, φτιάχναμε την κούνια στον μπαχτσέ του παππού που είχε μια μεγάλη καρυδιά. Κρεμούσε ο παππούς ένα σκοινί χονδρό και γερό (φόρτωμα) από ένα κλωνάρι του δένδρου και φρόντιζε το κλωνάρι να έχει περιθώριο, να μην κτυπάει η κούνια στον κορμό και να κάνουμε μεγάλα πέρα δώθε, Το έδενε από κάτω και περίσσευε επίτηδες ένα κομμάτι σχοινιού, και πάνω σε ένα μαξιλάρι πρόχειρο που μας έδινε η γιαγιά, καθόμασταν, όποια ή όποιος ήθελε να κουνηθεί. Τραβούσε ο παππούς δεξιά και αριστερά την κούνια με το πλεόνασμα του σχοινιού, παίρναμε φόρα και μετά συνεχίζαμε μόνα μας τα παιδιά και λέγαμε τραγουδιστά:
«Κούνια μπέλα έπεσε η κοπέλα
έσπασε τη μέση δεν μπορεί να παίξει…»
Σοφό το δίστιχο… Σου εφιστούσε την προσοχή.
Αργότερα είχα μάθει και τραγουδούσα ένα άλλο, από τα κορίτσια του χωριού
Γαριφαλιά μου πράσινη καλέ, πότε θα κοκκινίσεις!
Να κόψω δυό γαρίφαλλα καλέ, να κάνω φροκαλίτσα.( σκούπα από φυτά)
Να φροκαλνώ τη θάλασσα καλέ, να ’ ρχονται τα καράβια.
Κι ένα καράβι άραξε καλέ, στου βασιλιά την πόρτα.
Ο βασιλιάς δεν ήτανε καλέ, μόν’ ήταν τρεις κοπέλες.
Η μια κεντούσε ουρανό καλέ, κι η άλλη το φεγγάρι,
κι η τρίτη η μικρότερη καλέ, κεντούσε μαξιλάρι,
για ν’ ακουμπάει ο βασιλιάς καλέ, να του περνά η ζάλη…»
–
Στο “γαριφαλιά μου πράσινη καλε”, τραγουδάει η Σοφία Σαββαΐδου
Το παραπάνω τραγούδι, με την ευκαιρία αυτή, έψαξα και βρήκα ότι το φέρανε πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, που το τραγουδούσαν στο έθιμο της κούνιας, το οποίο πραγματοποιούνταν κυρίως ανήμερα της εορτής του Αγ. Γεωργίου…
Το Νησί ήταν και είναι ένα πολυπολιτισμικό χωριό… Όλα τα τσιασίτια, έλεγε ο παππούς μου.
Την Πρωτομαγιά, πάλι, πηγαίναμε σε ένα μέρος που το λέγαμε Μηδέν(μηδενικό υψόμετρο από τη θάλασσα), στον ποταμό Λουδία, πηγαίνοντας προς Κρύα Βρύση.
Η παρόχθια βλάστηση ήταν οργιώδης… Τα πιο πολλά δέντρα… καβάκια.
Πρωτομαγιά χωρίς κούνια και… κεφτεδάκια, γίνονταν; Δε γίνονταν!
Η μαμά μας πάντα φρόντιζε να ρίξει στην πλατφόρμα το φόρτωμα, τη σπαρτίνα, το χοντρό και δυνατό δηλαδή σκοινί που θα μας χάριζε τη χαρά της κούνιας..
Τι ωραία που ήταν, Θεέ μου!
Πουλί πετάμενο… Ανατρίχιαζες από το συναίσθημα της ελευθερίας, από τη γοητεία του ύψους που ομόρφυνε και μεγάλωνε τη θέα του ουρανού, κι έφταναν νανουριστικά και θεραπευτικά στα αυτιά μου, μέσα σε αυτή την έκσταση…
Εεεε οοπ! Εεεεε οπ! … Πιο ψηλά κούνα την… πιο ψηλά!
καλή εβδομάδα με υγεία
Ει. Δα.
———————
Το τραγούδι της κούνιας