Ιστορία

Η κατάρρευσις του μετώπου – Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή / Μαρτυρία στρατιώτη

el.wikipedia.org/wiki/ Η υποχώρηση
———–

Γιάννης Σχίζας 

Ο πατέρας μου Θωμάς Κ. Σχίζας (1897-1995) ήταν στρατιώτης για πέντε χρόνια (1917-1922) στο μακεδονικό μέτωπο, και στη συνέχεια στη Μικρά Ασία, με την ιδιότητα του οδηγού αυτοκινήτων, ενώ από το 1917 και για 9 μήνες συμμετείχε στη ζώνη των επιχειρήσεων. Παρακολούθησε τα γεγονότα από μια σκοπιά «φανταρίστικη», διαφορετική των στρατιωτικών και πολιτικών πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής, χωρίς να διαθέτει ιστοριογραφικά προσόντα.
– – –
Η γραφή αυτού του κειμένου έγινε από τη συναρμολόγηση των εμπειριών του, είχε δε ως ελάττωμα την ανεπαρκή γνώση των ελληνικών από έναν άνθρωπο που δεν έκρυβε ότι ήταν τελειόφοιτος της 4ης Δημοτικού. Αφετηρία της αφήγησης είναι η έναρξη της ήττας του ελληνικού στρατού – όπως ήρθε στα αυτιά του Θωμά Σχίζα – και η καταστροφή. Διατήρησα την «ορθογραφία» με τις παρεκκλίσεις της από τον κανόνα της ορθότητας, πιστεύοντας πως και αυτή είναι τεκμήριο μιας εποχής.

Στο Αον γραφείον του γενικού επιτελείου είχα ένα φίλο γραφέα και ονομάζωνταν Λάμπρος Λειβαδίτης. Ένα πρωινό ο φίλος μου αυτός έρχεται τρομαγμένος και μου λέγει «Θωμά θα σου πω κάτι τρομερό, αλλά επειδή είναι μυστικό του στρατηγείου δε θα πεις ούτε λέξι – μπορεί να με τουφεκίσουν». Ήταν φίλος μου ο Λάμπρος και είμασταν και οι δυο βενιζελικοί. Πήγαμε παρά πέρα για να μη μας ακούσει κανείς και εκεί μου είπε χαμηλοφώνως οι Τούρκοι έκαμαν μεγάλη επίθεσι στο Αφιόν Καρά-Χισάρ, μας πήραν τα βαρέα πυροβόλα και ο στρατός μας υποχωρεί.

Την άλλη ημέρα δεν υπήρχαν ειδήσεις γιατί οι ασύρματοι που είχαν τα σώματα στρατού κατεστράφησαν ή μετακινούνταν, πάντως εφόσον θα ήταν εις κίνησιν δεν μπορούσαν να δώσουν ειδήσεις. Την 3η ημέρα ετοιμάστικε νύχτα μια αμαξοστοιχία για να πάει το στρατηγείο στο μέτωπο αλλ’ αφού επήγε στο σταθμό επέστρεψε στα ίδια. Έπειτα από δυο μέρες πήγε πάλιν το επιτελείο στο σταθμό και πάλιν επέστρεψε και τούτο γιατί επικρατούσε χάος στο ας πούμε μέτωπο, οι εφημερίδες έφθαναν στη Σμύρνη με ολόκληρες σελίδες σβησμένες και ο φόβος των πολιτών μεγάλωνε.

Από την πρώτη ημέρα υποχωρήσεως εδόθη εντολή να μεταφέρονται τα πυρομαχικά στα πλοία μετά τας 11 το βράδυ και απαγορεύετο η κυκλοφορία πολιτών. Εις την υπηρεσία αυτ/των εδόθη διαταγή όπως όλα τα αυτ/τα έστω και χαλασμένα να είναι εις θέσιν ρυμουλκήσεως. Εν τω μεταξύ έφθαναν και μερικοί στρατιώται πανικόβλητοι φυγάδες και περιέγραφαν την κατάστασι με μελανά χρώματα αλλά ήταν δυνατόν, ήταν απίστευτο!

Εν τω μεταξύ άρχισαν να καταφθάνουν οικογένειες από την Φιλαδέλφεια, Σαλιχλί κ.λπ. που πλησίαζαν οι Τούρκοι. Η θλίψις και ο τρόμος των ανθρώπων αυτών ζωγραφίζωνταν στα πρόσωπά των, η πόλις ήταν ανάστατη και οι πρόσφυγες συνεχώς κατέφθαναν όλο και περισσότεροι. Ταυτοχρόνως έφθαναν και φυγάδες στρατιώται.

Όλες οι υπηρεσίες ετοιμάζωνταν να επιβιβασθούν στα πλοία, αλλά πριν φύγουν αυτές έφυγαν όλες οι οικογένειες των αξιωματικών.

Η εξόντωσις των εκατοντάδων χιλιάδων λαού της πόλεως και των περιχώρων ήταν από τα απίστευτα και μόνο όσοι γνώριζαν τους Τούρκους έτρεμαν με την επάνοδό τους. Επειδή οι στρατιώται δεν γνώριζαν το μέγεθος της καταστροφής, είχαν την ελπίδα ότι ο στρατός θα αμύνωνταν στα βουνά της Μαγνησίας και του Νυμφαίου, αλλά δυστυχώς αυτό δε γίνωνταν.

Εν τω μεταξύ έφθασαν και μερικά πλοία πολεμικά των Γάλλων και των Άγγλων. Οι κάτοικοι νόμιζαν ότι κάτι μπορούσαν να προσφέρουν στους Σμυρνιούς οι… πολιτισμένοι αυτοί. Ήταν δυνατόν να αφήσουν τα θηρία να τους κατασπαράξουν μπροστά στα μάτια των.

Μωρόπιστε Ελληνικέ λαέ! Πάντοτε πίστευες τους ξένους, τους Αγγλογάλλους, τους Γερμανούς, όλοι τους όμως σε κορόϊδευαν και συ εξακολουθείς ακόμη να τους πιστεύεις. Πρόσεξε όμως, τώρα εάν εξακολουθήσεις να τους πιστεύεις θα μεταταγείς ως λαός στην ανυπαρξία.

—————

Έλλειψη ασυρμάτων

Από το μέτωπο τώρα δεν μαθαίναμε τίποτε γιατί δεν υπήρχε μέτωπο. Στο στρατηγείο που είχε ερημώσει εν τω μεταξύ άκουσα από το τηλέφωνο μια αναφορά αεροπόρου που επέστρεψε από την περιοχή υποχωρήσεως του στρατού και έλεγε τα εξής: «Εχθρικός στρατός δυνάμεως μεραρχίας κατέρχεται προς Δεμερτζή… Στρατός εχθρικός δυο χιλιάδων προχωρεί προς Μπόρλα και Γεντίς Τσάϊ»… Γνώριζα το μέρος. Ήταν η στενοπός αυτή 30-36 χιλ. βορείως του Σαλιχλί που περνούσε η σιδ. γραμμή. Φρίκη. Φρίκη. Τόσο κοντά!

Πήγαιναν να αποκόψουν την υποχώρησιν του στρατού μας που ήταν άτακτη. Ελάχιστα ήταν τα τμήματα που ήταν συντεταγμένα με τους αξιωματικούς των. Εν τω μεταξύ με τα τραίνα κατέβαιναν προς Σμύρνη κύματα φυγάδων, στρατιωτών και πολιτών. Από μερικούς εξ αυτών μάθαμε ότι οι στρατηγοί Τρικούπης και Δημαράς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στο Αλή-Βεράν και εκεί μας πήραν όλο το πυροβολικό και τα αυτοκίνητα…

Ο στρατός στην υποχώρησίν του έκαψε το Ουσάκ και άλλοι έλεγαν ότι καίγωνταν και η Φιλαδέλφεια. Δυστυχώς ήταν αλήθεια! Άλλος φυγάς που ήλθε στη διμοιρία μας είπε ότι στο Σαλιχλί έγινε μάχη, αλλά ευτυχώς ήταν ο Πλαστήρας εκεί με συντεταγμένα τμήματα και έσωσε τον στρατό που έρχωνταν κοντά στη σιδ. γραμμή. Ήταν αληθέστατο και αυτό. Αν ο Πλαστήρας δεν έδιδε εκεί μάχη, που ήταν άλλωστε και η τελευταία, θα συνελάμβανον οι Τούρκοι δεκάδες χιλ. αιχμαλώτους Έλληνας.

Το απέναντί μας νοσοκομείο άδειαζε από τους τραυματίες και διαλύονταν. Μπροστά στη χαρτογραφική υπηρεσία και στο προαύλιο των στρατώνων ήταν σκορπισμένες χιλιάδες φωτογραφίες. Η κάθε υπηρεσία εγκατέλειπε τη θέσι της χωρίς να αντιληφθεί η γειτονική τίποτε…

Όσοι φυγάδες κατόρθωναν να μπουν στα τραίνα έφταναν γρήγορα και μας έλεγαν τι γίνωνταν. Έτσι από αυτούς μάθαμε τον θάνατο πολλών συναδέλφων στο Αλή-Βεράν από εκείνους που αντικατέστησε ο Χατζηανέστης. Οι τελευταίοι μας είπαν ότι οι Τούρκοι έπρεπε να βρίσκονται στη Μαγνησία, δηλαδή 4-5 χιλιόμετρα μακριά από τη Σμύρνη… Ευτυχώς ήταν μακρύτερα.

Ένας οδηγός που ήρθε από το αεροδρόμιο του Καζιμίρ μας είπε ότι υπήρχαν εκεί μόνο δυο αεροπλάνα (μπρακέ), αλλά και αυτά θάφευγαν σε λίγο.

Κάποτε έφθασα στην Πούντα (όνομα λιμανιού). Η σκάλα ήταν φραγμένη με κάγκελα ύψους πλέον των 3 μέτρων και αυτό διά την ασφάλειαν.

Μια πόρτα μεγάλη με σίδερα χοντρά και με το ίδιο σχέδιο επέτρεπε το άνετο πέρασμα 2 αυτ/των προς τα μέσα ή έξω. Εκεί τοποθέτησαν δυο σκοπούς για να μην περνούν μέσα οι στρατιώται, αφού έκλεισαν πρώτα την μισή πόρτα. Επειδή οι οδηγοί φόρτωναν διάφορα υλικά, κυκλοφορούσαν ελεύθερα αφού έλεγαν στους σκοπούς ότι θα επανέλθουν.

Δυο μέρες στην Πούντα

Στην Πούντα μείναμε σχεδόν δυο μέρες. Στο διάστημα αυτό έπρεπε οι μεραρχίες που ήρθαν από τη Θράκη να κατέβουν και να λάβουν θέσεις, αλλ’ οι στρατιώται στασίασαν καθώς είπα. Δεν κατέβαιναν κάτω ούτε υπήρχε δύναμις ικανή να τους το επιβάλει…

Την Τετάρτη το πρωί βγήκα από τον περίβολο με κάποιο συνάδελφο να πάρω νερό και κάτι για να φάω. Έξω στην πόλι γίνωνταν μεγάλο κακό. Σμυρνιοί και πρόσφυγες από τας γύρω πόλεις και χωριά γέμιζαν τους δρόμους. Μια μικρή κοπέλα που τυχαίως τη συνήντησα και ήταν γνωστής μου οικογένειας με κλάματα μου είπε: «Που μας αφίνεται εμάς Θωμά; Δεν παίρνεις εμένα τουλάχιστον κάτω στην Ελλάδα, για να μην με πάρει κανένας Τούρκος;». Και έκλεγε συνεχώς…

Ήταν αδύνατο… 10 χρονών κοριτσάκι ήταν. Ο πατέρας της κοπελίτσας είχε στη συνοικία Μορτάκια κέντρο ουζοπωλείο, είμασταν φίλοι θαμώνες στο κέντρο αυτό και μια μέρα μας φιλοξένησε σπίτι του. Ο κυρ Κώστας λοιπόν έπειτα από δυο μήνες τηγάνιζε σηκοτάκια στη Θεσσαλονίκη σε καταυλισμό προσφύγων. Όταν τον είδα, άρχισε τα κλάματα… Όλοι γλυτώσαμε, Θωμά μου, είπε, πλην του κοριτσιού. Το κορίτσι μας, το καμάρι του σπιτιού… μας το πήρε ένας Τούρκος.

Έπειτα από 2-3 λεπτά πλέον δρόμου έβλεπα την σκάλα. Το τι αντίκρυσα όμως ήταν απερίγραπτο! Ήταν καταπληκτικό! Από το δρόμο του Μπουρνόβα έρχονταν χιλιάδες στρατιώται όπως τα κοπάδια που τα κυνηγούν λύκοι. Όλοι μαζί και αμίλητοι. Άλλοι ήταν οπλισμένοι με όπλα και χειροβομβίδες, άλλοι με πιστόλια μόνο, άλλοι εντελώς ανυπόδητοι, άλλοι με διαλυμένες αρβύλες δεμένες με σχοινιά. Όσο για τα ρούχα πάλιν, ήταν απερίγραπτον. Όλοι προσπαθούσαν να μπουν στο φραγμένο χώρο και εν συνεχεία να ανεβούν στα πλοία. Μερικοί φορούσαν παντελόνια ώς το γόνατο, άλλοι με το ένα σκέλος μακρύτερο από το άλλο, άλλοι μισόγυμνοι και των περισσοτέρων ο ιματισμός ήταν κουρέλια.

Εντός δύο ωρών στο πλοίο ανέβικαν 5,5 χιλ. στρατιώται και στέκωνταν όλοι όρθιοι. Μέχρι και στα κατάρτια του πλοίου κρέμονταν οι φαντάροι και εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν. Σε αυτόν τον όχλο πλέον δεν υπήρχον ούτε αξιωματικοί ούτε υπαξιωματικοί γιατί όλοι οι αξιωματικοί φόρεσαν ρούχα απλού στρατιώτου.

Ένας φαντάρος αξιοθρήνιτος μάζευε ψύχουλα από το κατάστρωμα τόσο μικρά που ούτε ο σπουργίτης θα τα έβλεπε. Γιατί μωρέ συνάδελφε δεν ζητάς ψωμί, του είπα, μπορεί κάποιος συνάδελφος να έχει και να σου δώσει… Με κοίταξε αποχαυνομένος χωρίς να μιλήση. Κάτσε εδώ, του είπα. Θα σου φέρω εγώ ψωμί… Περίμενε να κατέβω κάτω στο αμπάρι.

Κατέβικα γρήγορα κάτω και ανέβασα μια ολόκληρη κουραμάνα. Είχα σκοπό να του τη δώσω ολόκληρη, αλλά ζήτησαν και άλλοι και πήρε αυτός μόνο τη μισή. Τα μάτια του αμέσως διασταυρώθηκαν με τα δικά μου και αμέσως δάκρυσαν. Συγκινιτικώτερο πράγμα δεν θυμούμαι. Βούρκωσαν και τα δικά μου μάτια και δε μπορούσα να μιλήσω.

Εκείνο όμως που θέλω να τονίσω εδώ γιατί μου έκανε εντύπωσι είναι η αγανάκτησις όλων για την αδικαιολόγητη παραμονή του στρατού 600 χιλ. μακριά από τις βάσεις του. Αυτή πράγματι ήταν και η αιτία της καταστροφής. Κρατήστε όλοι τα όπλα σας, φώναζαν… Θα πάμε στην Αθήνα να τους κάψουμε όλους… Αυτοί έφεραν την καταστροφή…

Ασύρματο το πλοίο, δεν είχε να μάθουμε τα νέα γιατί ο ασύρματος τότε ήταν μεγάλη πολυτέλεια. Νύχτα και χωρίς φεγγάρι προχώρισε το «Πλαταιαί» προς τη Σμύρνη, κανένα όμως πλοίο δε συναντήσαμε στο ταξίδι και ούτε στον κόλπο της Σμύρνης. Είχαμε φθάσει πλέον απέναντι στα Βουρλά που βρίσκονται τα Εγγλεζονήσια και όλοι είχαμε εστραμένα τα βλέμματά μας προς τη Σμύρνη που είναι στο βάθος του κόλπου.

Για μια στιγμή ένας οπτικός μάς έκανε σήματα από δεξιά και εξ αποστάσεως 1-2 μιλίων. Ποιοι είσθε σεις; Και αμέσως ετέθει εις ενέργειαν ο δικός μας οπτικός. Πλοίον «Πλαταιαί», πηγαίνουμε προς Σμύρνην… Πλησιάσατέ μας, πολεμικόν «Κιλκίς». Πλησιάσατέ μας…

Ήχος μάχης και φως…

Στο βάθος πάλιν του κόλπου προς τα Βουρλά και από τας λάμψεις των πυροβόλων διακρίναμε 4 μικρά πολεμικά μας που ήταν κοντά στην παραλία. Φαίνωνταν καθαρά τα τροχιοδυκτικά βλήματα που έστελναν από μακριά στους Τούρκους.

Σε λίγα λεπτά άρχισε από τη θάλασσα έως την κορυφή του βουνού Δυο Αδέλφια να γίνεται ανταλλαγή πυρών πεζικού. Οι δύο γραμμές των αντιπάλων σχημάτιζαν καταπληκτική ευθεία και ήταν ευδιάκριτες από τας λάμψεις των όπλων στην ασέληνη νύχτα. Εκεί υπήρχαν τμήματα συντεταγμένα του στρατού μας και καθώς έμαθα αργότερα ήταν του Πλαστήρα…

Όλην τη νύχτα ακούγονταν κανονιές από τα πολεμικά και οι προβολείς ήταν εις αέναον κίνησιν. Την άλλη μέρα κατέβασε ο πλοίαρχός μας στη θάλασσα μια βάρκα και βγήκαν στη στεριά μερικοί στρατιώτες με τα όπλα τους. Στα χωράφια έβοσκαν πολλά ζώα αγελάδες και άλογα αδέσποτα. Οι στρατιώται σκότωσαν ένα δαμάλι και το έκοψαν μισογδαρμένο κομμάτι και το έφεραν στο πλοίο.

Έτσι φάγαμε μια μέρα κρέας μαγηρεμένο έπειτα από 10 ημέρας κονσερβοφαγίας. Στα 2 μ.μ. ένα τουρκικό αεροπλάνο έκανε δυο κύκλους πάνω από το Τσεσμέ, έριξε μερικές ριπές πολυβόλου αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία.

Πέριξ της πόλεως ήταν πολλά ζώα αδέσποτα, ιδίως από αυτά που εγκατέλειψε ο στρατός γιατί δε μπορούσε να τα πάρει. Το μεσημέρι βγήκαν μερικά αποσπάσματα στρατιωτών και σκότωσαν τα ζώα αυτά για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων*. Επιβιβάσθησαν εν συνεχεία και αυτοί στα πλοία και όλα ήταν έτοιμα προς απόπλουν. Ήταν Σάββατον, 3.9.22. ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

* Για το περιστατικό της «ζωοκτονίας» διηγείται ο ιστορικός Επαμεινώνδας Βρανόπουλος στην «Ελευθεροτυπία» της 22.8.1983:

«Δυστυχώς δεν κατέπλευσαν και άλλα σκάφη για να επιβιβάσουν και τα ζώα της Μεραρχίας. Καμήλες, μουλάρια και άλογα συγκεντρώθηκαν έτσι σε μια μεγάλη πλατεία και διατάχθηκε η εκτέλεσή τους. Δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ήταν όμως η εξόντωση των ζώων τους, για τους Έλληνες οπλίτες, η πιο σκληρή διαταγή που έπρεπε να εκτελέσουν στο διάστημα της εκστρατείας.

Με τις πρώτες σφαίρες πολλά ζώα σκόρπισαν στους γύρω δρόμους, ενώ το αίμα έτρεχε πυκνό από τις πληγές τους. Βουβά, παρά τον πόνο τους, κοιτούσαν γύρω τους με απορία. Το θέαμα ήταν για τους στρατιώτες πολύ οδυνηρό. Τα ζώα αυτά, που τους είχαν προσφέρει τόσες υπηρεσίες, τα θεωρούσαν, κατά κάποιον τρόπο, συμπολεμιστές τους. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, που είχαν αναλάβει να εκτελέσουν τη διαταγή, δεν μπόρεσαν να την ολοκληρώσουν. Άφησαν πολλά ζώα να διαφύγουν ελεύθερα. Μερικοί, μάλιστα, τα αγκάλιαζαν και τα καταφιλούσαν».

 topontiki.gr

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ