«Όχ(ι)! Όχ(ι)! Όχ(ι)!» γράφει η γκουστιρίτσα
«Όχ(ι)! Όχ(ι)! Όχ(ι)!»
Ι Άδουνις είντους καλός, είντους χρυσός
κορ, έχ’ τς χάρις ούλις
γι’ αυτό τουν έχ’ απού κουντά
ι προυθυπουργός, ι Κούλης!
Είντους ανθρώπινους βαθειά
είντους υπουμινιτικός
Α, κο, σι λιέου είντους
ου ίδιγους ου Χριστός!
Άχου! Τα λόγια μ’ τα ‘χασα
σαν τουν άκσα στου διλτίου
π’ δεν έχου πιτρέλιου του ξιέχασα
κι ας ψόφσα κι απ’ του κρύου.
Δεν θέλ’, κο, να φκιάσ’
στου κράτους μου ζημιά!
Ααχ! Ρε Άδων’ Υπουργέ μ’
μι πήραν τα ζουμιά…
Κο, δε βαστώ σι λιέου
σουρνάρ’ τρέχουν τα μάτια…
Α, ρε Αντιπρόιδρι
πάλι μ’ έφκιασις κουμμάτια…
Όχ(ι)! Όχ(ι)! Όχ(ι)!
Κο, δε θέλ’ τα ιπιδόματα
για τν Ιλλάδα ι καψιρός
χτυπιέτι στα πατώματα!
Η Τσαπανίδου τά ‘χασιν
τν ήρθιν, κο, ντουβρουτζάς
τέτοια άρνησ’ σι λιέγ’
ούτι κι ου Μιταξάς!
Κο, θα βάλ’ τ’ πλάτη τ’
για του κράτους του θκό σ’
θα θυσιαστεί σι λιέου
λείπ’ μουνάχα ου βουμός!
Αχ! Ρε, Υπουργέ μ’
κάτ’ τέτοια ιξαπουλύεις
κι σι γλιέπου να γινείς
Υπουργός Αλληλιγγύης!
Μόν’ του κράτους, κο, τουν νοιάζ’
Σνιφ, σνιφ, σνιφ
Κι ιγώ τουν είχα παραξηγήσ’
Ααα! Μα είμι κουτουρνίθ’!
Θελ να βουηθήξ’
του κράτους να μείν ουρθό.
Αα! Ρε είσι γίγαντας
μι θύμσις του Ζουρό!
Ισύ, ρε, Έλλην’, για όλα φταις
απού γυρέβς λιφτά
ρε, είσι ντιπ ανιέφθυνους
δεν έχς τσίπα πια!
Ιξιτίας, ρε, θα πάμι
ξανά εις τα μνημόνια
σι του φουνασκεί κι ι Άδουνις
τουν έπρηξις τα πλιμόνια!
Μα, να μη θέλ του ιπίδουμα
ουλάκιρους Υπουργός;
Α, ρε Άδουνι, στου λιέου
ισύ είσι Χριστιανός.
Δεν είσι σαν τ ιμένανι
που όλου ζητώ δανκά
κι όλου απ’ του κράτους μ’
ζητώ παρηγουριά.
Γιατί, κο, να μη βάλου
κι ιγώ στου κράτους πλάτ’;
Γιατί, κο, να μι φαίνιτι
πως όλα είν απάτ’;
Γιατί κο, να θαρρώ
ότι μι φέρντι ύπουλα;
Γιατί κο, να νουμίζου
ότι μι δίνουν ψίχουλα;
Όχ(ι)! Όχ(ι)! Όχ(ι)!
Σαν τουν Άδουνι ξιφουνασκώ
Κο; Τέτοια ιπιδόματα
κι ιγώ θε ν’ αρνηθώ!!
Νο! Νο! Νο! Νο!
Χαρά στα ιπιδόματα
κι εις τουν Υπουργό!
Ι γκουστιρίτσα