«Αυτό που είναι υπέροχο, είναι πως η κάθε μέρα μας φέρνει μία καινούργια αιτία για να εξαφανιστούμε.» (Emile M. Cioran )
Περιγραφή – φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Άτομα που γνωριστήκαμε πριν από ένα χρόνο, λάτρεις της ορειβασίας –μέλη διαφορετικών ορειβατικών ομάδων- και τελευταία «συνοδοιπόροι» στα…τσίπουρα, αποφασίσαμε, στην τελευταία μας καθιερωμένη σαββατιάτικη κρασοτσιπουρομεζεκλικοκατάσταση, να πραγματοποιήσουμε μία κοινή εξόρμηση στον ορεινό όγκο της «έδρας μας», το Βέρμιο (φωτ. 1).
Πίνοντας το τσιπουράκι μας και απολαμβάνοντας τα…συνοδευτικά του…καταστρώσαμε ένα πρόγραμμα χαλαρής πορείας στο τμήμα εκείνο του βουνού της Ημαθίας που ορθώνεται πάνω από το ‘‘Άλσος Αγ. Νικολάου’’ Νάουσας.
Η διαδρομή που σχεδιάσαμε και καταλήξαμε να την ακολουθήσουμε ήταν: «Ανάβαση στο εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’ ξεκινώντας από το Στρατόπεδο καταδρομέων ‘‘ΛΟΚ’’ και επιστροφή από άλλη διαδρομή.» (φωτ. 2)
Προγραμματίσαμε δηλαδή να πραγματοποιήσουμε μία κυκλική διαδρομή, για να τη θυμηθώ εγώ και να τη μάθουν οι υπόλοιποι.
Είχα να την κάνω εδώ και πολλά χρόνια.
Έτσι, θα ήταν μία καλή ευκαιρία για όλους μας να γνωρίσουμε και άλλα μονοπάτια που, τα τελευταία χρόνια, προστέθηκαν στο ήδη πλούσιο δίκτυο μονοπατιών στο τμήμα εκείνο του βουνού.
Ξημέρωσε Τετάρτη. Στο ημερολόγιο έγραφε: 09 Φλεβάρη 2022.
Ήταν η μέρα του προγραμματισμένου ραντεβού μας.
Μαζευτήκαμε στο σημείο της πόλης που είχαμε καθορίσει.
Ήμασταν όλοι συνεπείς στην ώρα της συνάντησής μας και ορεξάτοι για την εξόρμησή μας στο βουνό.
Η μέρα καταπληκτική. Ο καιρός έδειχνε ότι θα ήταν καλός όσο διάστημα θα βρισκόμασταν στο βουνό.
Η ατμοσφαιρική ψυχρούλα ανεκτή. Ευχάριστη για τον τελευταίο μήνα του χειμώνα.
Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτώσαμε τα σακίδιά μας στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε.
Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε: 08.00΄ π.μ.
Αφήσαμε πίσω μας τη βαβούρα της μέρας, τα «πρέπει» της καθημερινότητας, τους θορύβους της πόλης και οδεύαμε για το…δικό μας καταφύγιο…των «θέλω μας!!».
Πηγαίναμε δηλαδή εκεί που οι δραστηριότητές μας θα συναντούσαν την απερίγραπτη ομορφιά της φύσης και η διασκέδασή μας την εμπειρία.
Βγαίνοντας από την πρωτεύουσα της Ημαθίας πήραμε τον επαρχιακό δρόμο με κατεύθυνση προς Έδεσσα.
Οδικός προορισμό μας ήταν το ‘‘Άλσος Αγ. Νικολάου’’ Νάουσας.
Η Βέροια, που όλο ένα απομακρυνόταν, φαινόταν πανέμορφη και από μακριά (φωτ. 3, φωτογραφία του Sakis Triantafyllou).
Φτάνοντας στα φανάρια της διασταύρωσης, πριν το χωριό Κοπανός, στρίψαμε αριστερά και ακολουθήσαμε τον ασφαλτόδρομο που ανηφόριζε.
Κοντεύαμε στην δεύτερη σε πληθυσμό πόλη του Νομού.
Φάνηκαν τα πρώτα σπίτια της Νάουσας, που απλώνεται κάτω από τη δασώδη πλαγιά του ορεινού όγκου που θα ορειβατούσαμε.
Το πέρασμά μας από τους δρόμους της Ηρωϊκής πόλης, που άρχιζε να μπαίνει στους ρυθμούς της καθημερινότητας, σύντομο.
Κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο που οδηγούσε στο ‘‘Άλσος Αγίου Νικολάου’’, αφού περάσαμε πρώτα από το ‘‘Χώρο Θυσίας’’.
Από τη θέση δηλαδή με το μεταλλικό γλυπτό μιας γυναίκας που κρατά το μωρό της στην αγκαλιά της.
Το άγαλμα αυτό «πληροφορεί» στο αντίκρισμά του τον επισκέπτη, τον περαστικό, ότι στο σημείο εκείνο της όχθης του ποταμού ‘‘Αράπιτσα’’ το 1822, σύμφωνα με την παράδοση, θαρραλέες γυναίκες της πόλης σκοτώθηκαν μαζί με τα μωρά τους πέφτοντας στα ορμητικά νερά του καταρράκτη των ‘‘Στουμπάνων’’ για να μην βρεθούν στα χέρια των σφαγέων τούρκων (φωτ. 4).
Κοντεύοντας στο ‘‘Άλσος Αγίου Νικολάου’’ –απέχει 4 περίπου χλμ από τη Νάουσα-, δεν προχωρήσαμε προς την είσοδο στον «επίγειο παράδεισο» της περιοχής.
Αλλά φτάνοντας στο κενό οικόπεδο, που παρεμβάλλεται πριν το Στρατόπεδο των καταδρομέων (ΛΟΚ), αφήσαμε τον κεντρικό ασφαλτόδρομο και ακολουθήσαμε έναν δευτερεύοντα που τον συναντήσαμε στα δεξιά μας.
Στο σημείο υπάρχουν πινακίδες με τις ενδείξεις: «Προς: ‘‘3-5 Πηγάδια’’, ‘‘Ι. Ν. Αγ. Τριάδος’’» κ.α. (φωτ. 5).
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τη διασταύρωση και σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας στα 50 περίπου μέτρα μετά τις πινακίδες.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την ημερήσια δραστηριότητά μας στο βουνό.
Στα 490 μέτρα υψόμετρο ήμασταν, εκείνη την ώρα, μόνο εμείς.
Ο καιρός καλός, ο ουρανός χωρίς σύννεφα.
Η πρωϊνή ψυχρούλα της ατμόσφαιρας αισθητή μεν, αλλά ανεκτή.
Οι κινήσεις μας γρήγορες, δεν καθυστερήσαμε πολύ.
Στα σακίδιά μας τα πλέον απαραίτητα.
Ενεργοποιήσαμε τα GPS’s, για την καταγραφή τόσο της πορείας, όσο και της υψομετρικής διαφοράς.
Ανοίξαμε τους ασυρμάτους και «οπλίσαμε» τις ψηφιακές μας μηχανές.
Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και «διαγράφοντας» όλα εκείνα -τα άχρηστα-, που «καταλάμβαναν», εκείνη τη στιγμή, ένα μεγάλο τμήμα του πολύτιμου χώρου στο μυαλό μας ξεκινήσαμε για την ορειβατική μας δραστηριότητα με αρκετό πλέον ελεύθερο χώρο να «δεχτεί» και να «αποθηκεύσει» όλες εκείνες τις όμορφες εικόνες που θα «αιχμαλώτιζε» η ματιά μας κατά τη διάρκεια της πορείας μας.
Κατευθυνθήκαμε προς το κενό οικόπεδο, εκεί που υπάρχουν πινακιδούλες σήμανσης μονοπατιών (φωτ. 6).
Τις έχουν τοποθετήσεις, μάλλον, οι διοργανωτές των αγώνων ορεινού τρεξίματος που διεξάγονται στην περιοχή.
Στο μονοπάτι πρώτες «μπήκαν» οι…κοπελιές μας…: η ‘‘Θέληση’’, η ‘‘Διάθεση’’, η ‘‘Δράση’’, η ‘‘Εξερεύνηση’’, η ‘‘Αποφασιστικότητα’’ και ακολουθήσαμε εμείς, τα φιλαράκια.
Το μονοπάτι από την αρχή του κιόλας ανηφορικό. Περνούσε μέσα από θαμνώδη βλάστηση.
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τα αυτοκίνητα και βρεθήκαμε στη θέση με τα πετρόχτιστα ασκεπή κτίσματα (;;) και τα διάφορα ευρήματα που τα είδαμε με γούστο ταξινομημένα στον όμορφα κατασκευασμένο χώρο.
Κάποια άλλα από τα ευρήματα, όπως: μάρμαρα με σκαλιστές αρχαίες παραστάσεις, σκεύη, τμήματα μεταλλικών αντικειμένων κ.α, ήταν ενσωματωμένα στους πέτρινους τοίχους (!!) [φωτ. 7, 8, 9].
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Ακολουθούσαμε τα κόκκινα σημάδια της σήμανσης του μονοπατιού και τις κατευθύνσεις των πινακίδων-βελών που συναντούσαμε στη διαδρομή μας (φωτ. 10).
Η σήμανση πυκνή, ευδιάκριτη και οι πινακίδες κατατοπιστικές. Μπράβο στους συντηρητές των μονοπατιών για την πολύ καλή δουλειά τους.
Ανεβαίναμε.
Βγήκαμε από το σύντομο μεικτό δάσος και βρεθήκαμε σε ξέφωτο με αραιή θαμνώδη βλάστηση και τα σκόρπια παντού χαμηλόκορμα δένδρα.
Στα αριστερά μας είχαμε το Στρατόπεδο και στα δεξιά μας τον κάμπο της Νάουσας που απλωνόταν μέχρι τα σύνορα του Νομού Πέλλας.
Μπροστά μας ορθωνόταν η δασωμένη πλαγιά με την μεγάλη κλίση που έπρεπε να την ανηφορήσουμε.
Στη διχάλα μονοπατιών που συναντήσαμε ακολουθήσαμε εκείνο στα αριστερά μας.
Δεν αργήσαμε να βρεθούμε στην πινακίδα-βέλος κίτρινου χρωματισμού (φωτ. 11, 12, 13).
Στο σημείο εκείνο ακολουθήσαμε την κατεύθυνση του βέλους και μπήκαμε σε ένα πυκνό δάσος μεικτής βλάστησης.
Μετά τη σύντομη κατηφόρα αρχίσαμε να ανεβαίνουμε υψομετρικά.
Η εικόνα του τοπίου φθινοπωρινή κι ας ήμασταν προς το τέλος του χειμώνα.
Το δάσος σιωπηλό.
Το μονοπάτι βατό, καθαρό και όμορφα δουλεμένο. Δεν συναντήσαμε απαιτητικά σημεία.
Ανεβαίναμε (φωτ. 14, 15, 16).
Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε διχάλα χωμάτινων δρόμων.
Ακολουθήσαμε εκείνο στα δεξιά μας. Είχε κόκκινα σημάδια.
Μετά το μεταλλικό παγκάκι που συναντήσαμε κατευθυνθήκαμε προς την κιτρινωπού χρωματισμού πινακίδα που την αντικρίσαμε μπροστά μας.
Φτάνοντας στο σημείο της, βγήκαμε από το δασικό δρόμο και μπήκαμε σε μονοπάτι (φωτ. 17, 18, 19).
Το μονοπάτι αυτό από την αρχή του κιόλας απαιτητικό. Απαιτούσε κουράγιο και δύναμη στα πόδια.
Έχει εναλλασσόμενη γεωμορφολογία και περνά μέσα από πυκνή μεικτή βλάστηση λυγερόκορμων δένδρων.
Καθαρό όμως και με καλή σήμανση.
Το ακολουθήσαμε.
Κοιτώντας τα λυγερόκορμα δένδρα νομίζαμε ότι «υποκλίνονταν» στο πέρασμά μας σχηματίζοντας ένα όμορφο… φυτικό τούνελ.
Τα πυκνά «ζιγκ-ζαγκ» του μονοπατιού μαρτυρούσαν το απότομο της πλαγιάς που ανηφορίζαμε.
Στο ανέβασμά του υψομετρικά, μάς ενθάρρυναν τα «κορίτσια» της ορειβατικής μας παρέας.
Η ‘‘Προσπάθεια’’, η ‘‘Επιμονή’’ και η ‘‘Υπομονή’’ με το: «Πάμε παλικάρια, μπορείτε, αντέχετε, συνεχίστε!!», μάς «δίνανε» κουράγιο στην απαιτητική συνεχή προσπάθειά μας (φωτ. από 20 έως και 24).
Κάποια στιγμή το μεικτό πυκνό δάσος των λυγερόκορμων δένδρων διαδέχτηκε εκείνο της οξιάς.
Στο κομμάτι εκείνο κυριαρχούσαν πλέον τα πανύψηλα δένδρα οξιάς και κάπου-κάπου βλέπαμε αιωνόβιες καστανιές που ξεχώριζαν με το ογκώδες κορμό τους και τον παράξενο σχηματισμό του.
Φτάνοντας σε κάποιες από αυτές «στηνόμασταν» σαν τα μοντελάκια για φωτογράφηση.
Ήταν οι μοναδικές στιγμές χαλάρωσης και ολιγόλεπτης στάσης μετά από συνεχή ανάβαση (φωτ. 25, 26, 27).
Το μονοπάτι στο δάσος αυτό ανηφορικό μεν αλλά βατό. Ήταν «στρωμένο» με…χαλί…από χρυσοκίτρινου χρωματισμού πεσμένα φύλλα.
Φτάσαμε στη θέση ‘‘Πρ. Ηλίας’’.
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 10 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από τα αυτοκίνητά μας σε ένα όμορφα διαμορφωμένο χώρο αναψυχής (υψ. 940 μ.).
Στο σημείο υπάρχουν: το εξωκλήσι του ‘‘Πρ. Ηλία’’, ένα οίκημα (μικρό καταφύγιο), ξύλινα τραπέζια με παγκάκια, βρύσες, κιόσκια, ψησταριές κ.α. (φωτ. 28, 29).
Δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Το μονοπάτι φαρδύ, βατό, όμορφο.
Η σήμανση καλή -κόκκινα σημάδια στους κορμούς των δένδρων- και φρέσκια (φωτ. 30).
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τον χώρο αναψυχής και το μονοπάτι άρχιζε να στενεύει.
Προσπεράσαμε ένα άλλο, δευτερεύον στα δεξιά μας, που οδηγούσε στη θέση με το τοπωνύμιο ‘‘Κάτω-Άνω Παλιοπμάτσι’’ (φωτ. 31).
Συνεχίζαμε.
Συναντήσαμε το πρώτο χιονάκι. Λιγοστό μεν, αλλά ικανό να κάνει κάποιον να τσουλήσει και να βρεθεί στα χαμηλότερα επίπεδα της πλαγιάς.
Περάσαμε μέσα από πυκνά πυξάρια.
Το μονοπάτι άρχιζε να γίνεται πετρώδες, γεωμορφολογικά, και με μεγάλη κλίση. Τα χαλαρά επίπεδα τμήματα απουσίαζαν πλέον.
Στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής χρειαζόταν αρκετή προσοχή στο πέρασμά του. Η κατάστασή του μονοπατιού δεν επέτρεπε καμία χαλάρωση.
Οι πέτρες γλιστρούσαν αρκετά και ο ανεπιθύμητος τραυματισμό «παραμόνευε».
Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, η γεωμορφολογία του μονοπατιού εναλλασσόταν βήμα με βήμα και μαζί με αυτήν εναλλασσόταν και η βλάστηση.
Οξιές, πυξάρια, μεικτή βλάστηση, χαμηλή βλάστηση και πάλι οξιές και πάει λέγοντας.
Δεν κάναμε παραπάνω από 10 λεπτά πορείας και βρεθήκαμε από τον χώρο αναψυχής του ‘‘Πρ. Ηλία’’ στο σημείο με το εικονοστάσι: ‘‘Παναγία η Μεγαλόχαρη’’ (φωτ. 32).
Από τη θέση εκείνη βλέπαμε όλη την γύρω περιοχή, που απλωνόταν κάτω από τα…πόδια μας.
Μπροστά μας και χαμηλά, το Στρατόπεδο καταδρομέων ‘‘ΛΟΚ’’, ο κάμπος του ‘‘Αγίου Νικόλαου’’ με τις δενδροκαλλιέργειές του και τα πολλά εργοστάσια, που κάποτε λειτουργούσαν ασταμάτητα.
Κοιτάζοντας ακόμη πιο πέρα, βλέπαμε την πόλη της Νάουσας και στο βάθος τα χωριά και όλο τον κάμπο της περιοχής.
Ταξιδεύοντας τη ματιά μας αριστερότερα, μόλις που διακρίναμε κάποιες από τις περιοχές του Νομού Πέλλας.
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Ανεβαίνοντας υψομετρικά προσπεράσαμε ένα ξύλινο παγκάκι, που το κατασκεύασαν οι συντηρητές του μονοπατιού για να ξαποσταίνει, στο σημείο εκείνο, ο κόσμος μετά την απαιτητική ανάβασή του (φωτ. 33).
Λίγα μόλις μέτρα πιο πάνω συναντήσαμε ένα δεύτερο εικονοστάσι, μία μικρή μεταλλική κατασκευή που είχε τοποθετηθεί στην άκρη μιας ορθοπλαγιάς με θέα προς τη Νάουσα (φωτ. 34).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Επιτέλους κατηφόρα.
Στην αρχή της υπάρχει μία σπηλιά, ένα βαθούλωμα στον κάθετο βράχο, ικανή να «φιλοξενήσει» άτομα που βρεθούν στην ανάγκη να προστατευθούν από αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Η χαρά της κατηφοριάς δεν κράτησε για πολύ. Αρχίσαμε και πάλι να ανεβαίνουμε.
Φτάνοντας κοντά στο μυτερό βράχο, που ορθώνεται στην άκρη του μονοπατιού, καταφέραμε να δούμε το εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’.
Διακρίναμε από μακριά ένα ολόλευκο κτίσμα με κόκκινη σκεπή «πνιγμένο» μέσα σε πανύψηλες οξιές (φωτ. 35, 36).
Κατεβήκαμε με προσοχή το βράχινο εκείνο κομμάτι, με τη μυτερή απόληξη, και συνεχίσαμε.
Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το δευτερεύον μονοπάτι, στα αριστερά μας, που οδηγούσε στη ‘‘Σπηλιά Υπαπαντής’’.
Αποφασίσαμε να το ακολουθήσουμε (φωτ. 37).
Είναι κατηφορικό και σε πλαγιά με μεγάλη κλίση.
Τα βοηθητικά σχοινιά που είχαν τοποθετηθεί από τους συντηρητές του μονοπατιού είναι απαραίτητα στο κομμάτι εκείνο και χρήσιμα για όσους επιθυμήσουν να επισκεφτούν το σημείο που βρέθηκε η ιερή εικόνα (φωτ. 38, 39).
Φτάσαμε στην ‘‘Σπηλιά Υπαπαντής’’, ένα φυσικό βαθούλωμα που σχηματίστηκε από έναν ογκώδη πεσμένο βράχο.
Βρίσκεται ελάχιστα μόλις μέτρα πιο κάτω από το εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’.
Την επισκεφτήκαμε. Στο εσωτερικό της έχει εικόνες, καντηλάκια και τάματα (φωτ. 40, 41, 42).
Δεν καθυστερήσαμε. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε για το εξωκλήσι.
Η ανηφόρα απότομη και η χρήση σχοινιού απαραίτητη.
Κάποια στιγμή φάνηκαν τα κτίσματα που έχουν κατασκευαστεί στον προαύλιο χώρο του εξωκλησιού καθώς και η πηγή με το τρεχούμενο νερό (φωτ. 43, 44, 45).
Φτάσαμε.
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 50 λεπτά, με όλες τις καθυστερήσεις, για να βρεθούμε από τα αυτοκίνητά μας στα 1.100 μέτρα υψόμετρο.
Στο φυσικό μπαλκόνι του προαύλιου χώρου με την γραφική εκκλησία της ‘‘Υπαπαντής’’ επικρατούσε η απόλυτη ησυχία.
Νομίζαμε ότι ήμασταν μόνο εμείς.
Κι όμως. Από το κλασικό μονοπάτι έκανε την εμφάνισή του ένα ζευγάρι ορειβατών (φωτ. 46, 47).
Αφού γνωριστήκαμε μαζί τους πιάσαμε συζήτηση.
Ο κ. Αποστολίδης, λάτρης της φύσης και ορειβάτης, φάνηκε ότι ήταν πολύ καλός γνώστης της περιοχής.
Συμμετέχει στις διανοίξεις μονοπατιών και στη συντήρηση των ήδη υπαρχόντων.
Πήραμε αρκετές πληροφορίες και μάθαμε για την ύπαρξη μονοπατιών τα οποία μάς πρότεινε να τα περπατήσουμε.
Αφού τον ευχαριστήσαμε ανεβήκαμε, εμείς τα φιλαράκια, στο μπαλκονάκι του ενός από τους οικίσκους με θέα προς τον κάμπο της Νάουσας να ξαποστάσουμε στη ζεστασιά του (φωτ. 48).
Εκεί που βγάζαμε από τα σακίδιά μας τις μπάρες δημητριακών, τα αποξηραμένα φρούτα, τα σοκολατάκια…να και η έκπληξη!!!
Ο Χρήστος είχε στο δικό του…τσίπουρο, σάντουϊτς, ντομάτες, τοστ!! Τα έβγαλε στο τραπέζι, τα μοίρασε στα τέσσερα και δημιούργησε μία τσιπουροκατάσταση-έκπληξη για όλους μας.
Μπράβο Χρήστο, ήταν ό,τι πρέπει μετά από μία δίωρη απαιτητική ανάβαση.
Το απρόοπτο πάντα όμορφο και εμείς αξιοποιήσαμε δεόντως την…ευκαιρία που μάς δόθηκε!! (φωτ. 49).
Άρχισε να συννεφιάζει.
Το μισάωρο ξεκούρασης ήταν αρκετό για μάς.
Συμμαζέψαμε τα πράγματά μας και αφού καθαρίσαμε τον χώρο, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδια και ξεκινήσαμε χαρούμενοι για την επιστροφή (φωτ. 50).
Κατευθυνθήκαμε αρχικά προς την πηγή με το τρεχούμενο νερό.
Συμπληρώσαμε τα παγούρια μας και στη συνέχεια προχωρήσαμε προς το κατηφορικό μονοπάτι στα αριστερά της πύλης, όπως την βλέπουμε μπαίνοντας στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας (φωτ. 51, 52).
Το μονοπάτι καθαρό, όμορφο, βατό, με πυκνά «ζιγκ-ζαγκ» και πολύ καλή σήμανση.
Η κατηφορική πορεία ξεκούραστη.
Όσο κατεβαίναμε από τα ψηλότερα στα χαμηλότερα επίπεδα της πλαγιάς άλλαζε η σύνθεση του δάσους και μαζί με αυτήν η γεωμορφολογία του εδάφους.
Έτσι, το δάσος οξιάς διαδεχόταν εκείνο με την πυκνή μεικτή βλάστηση των λυγερόκορμων δένδρων.
Και το μονοπάτι γινόταν ολοένα πετρώδες (φωτ. 53, 54, 55).
Προσπεράσαμε τη θέση ‘‘Θέας’’ και μπήκαμε σε κομμάτι της διαδρομής με ένα σκηνικό ταινίας τρόμου γύρω μας.
Από τα κλαδιά των λυγερόκορμων δένδρων κρέμονταν καταπράσινα βρύα -λόγω της κλεισούρας της ρεματιάς και της συνεχούς ατμοσφαιρικής υγρασίας στην περιοχή-, που μάς θύμιζαν στο αντίκρισμά τους τα ανακατεμένα αχτένιστα μαλλιά των κακών…μαγισσών.
Κατηφορίζαμε στην όλο μυστήριο εκείνη περιοχή με…ανατριχίλα και με την σκέψη ότι κάποια μάτια μπορεί να «παρακολουθούν» την κάθε μας κίνηση (φωτ. 56, 57, 58).
Στην κατηφορική διαδρομή μας συναντήσαμε ένα μεταλλικό εικονοστάσι ‘‘Ο Άγιος Σπυρίδων’’. Το προσπεράσαμε (φωτ. 59).
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ και βρεθήκαμε σε διασταύρωση μονοπατιών.
Στο σημείο εκείνο υπάρχουν μεταλλικές πινακίδες-βέλη κίτρινου χρωματισμού.
Το μονοπάτι με κατεύθυνση στα δεξιά οδηγούσε: στην κορυφή ‘‘Μουντάκι’’, στην κορυφή ‘‘Χτένια’’ και στις ‘‘Πηγές Αγ. Νικολάου’’ (φωτ. 60).
Εμείς συνεχίσαμε το δικό μας με κατεύθυνση στα αριστερά.
Κάποια στιγμή βγήκαμε από το «μαγεμένο» δάσος και βρεθήκαμε σε ξέφωτο με αραιή θαμνώδη και δενδρώδη βλάστηση.
Ακολουθήσαμε τα κόκκινα σημάδια και τις κατευθύνσεις των βελών στις μεταλλικές πινακίδες (φωτ. 61, 62).
Περάσαμε και από το χώρο με τα ασκεπή κτίσματα.
Κοντεύαμε στον τερματισμό της κυκλικής πορείας μας.
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 18 λεπτά κατηφορικής πορείας για να φτάσουμε στα αυτοκίνητά μας.
Στα 490 μέτρα υψόμετρο έφτανε στο τέλος της η προγραμματισμένη χαλαρή δραστηριότητά μας στο βουνό.
Έφτασε η στιγμή που έπρεπε να αφήσουμε τη «δική μας» ελεύθερη γωνιά, το «δικό μας» καταφύγιο.
Έπρεπε να αφήσουμε τη Φύση στην ηρεμία της και να επιστρέψουμε στη θορυβώδη καθημερινότητα της πόλης.
Φύγαμε από την περιοχή του ‘‘Αγίου Νικολάου Νάουσας’’ γεμάτοι από εικόνες, από βιώματα, από εμπειρία, από δράση και από ανανεωμένες δυνάμεις που θα μάς χρειάζονταν για το υπόλοιπο της μέρας και για τις μέρες που θα ακολουθούσαν.
Μα, πάνω απ’ όλα φύγαμε με περισσότερη ευχάριστη διάθεση!!!
«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι η απόφαση να δράσεις, τα υπόλοιπα είναι απλώς επιμονή.» (Amelia Earhart)
Απολογισμός :
Διαδρομή: Περιοχή κοντά στο ‘‘Άλσος Αγ. Νικολάου’’ Νάουσας (υψ. 490 μέτρα) → χώρος αναψυχής ‘‘Πρ. Ηλίας’’ → ‘‘Σπηλιά Υπαπαντής’’ → εξωκλήσι ‘‘Υπαπαντής’’ (υψ. 1.100 μ. περίπου) → επιστροφή από άλλη διαδρομή
Υψομετρική διαφορά : 610 μ.
Χρόνος : 3 ώρες και 50’ ( συνολικός χρόνος )
Απόσταση: 10 χλμ.