«Του τσίγκινου του σουβρακάκι μ’ …» γράφει η γκουστιρίτσα
«Του τσίγκινου του σουβρακάκι μ’ …»
Μι μπήκιν στου μυαλό
να πάρου τσίγκινου σουβρακάκ’
Τι, κο; Να μην ακούσου
τουν κύριου Πουλάκ’;
Κι γώ είμι βολευτής
κι μι ήρθιν να του βάλου
μ’ αυτό δα πάνου κι στ’ Βουλή
σο λιέου, δίχους άλλου!
Κι πήγα κι αγόρασα
τσίγκινου βρακί
κι μπρος, ουλαταχώς
παένου εις Βουλή.
Του φόρσα καμαρουτά
μα, λίγου μ’ αμπουδάει
πε μι, κο, ου Πουλάκς
πώς μπουρεί κι του φουράει;
Μπουρεί να του συνήθσι
γι’ αυτό μάς του προυτείν’
Ιγώ, κο, όμους στριμώχνουμι
κι του φιρμουάρ δε μι κλείν’
Κι ντε, κι ντε, κι ντε, κι ντε
άιντι να τ ανιβάσου
μάνα μ’ μι κλειστό του φιρμουάρ
νουμίζου, κο, θα σκάσου.
Άι, μι φαίνιτ’ ι Πουλάκς
πως είντους μαθμένους
ιγώ, κο,δυσκολιεύουμι
βαδίζου σα χισμένους.
Κι φτάνου εις την ιξέδραν
για να «πουλήσου» ήθους
μα απ’ τα έδρανα ακούου
πως κυριαρχεί ου τσίγκους!
Σαν ανοίγου κο, του στόμα μ’
να ιξιφινδουνίσου για τν Νουβάρτις
μι κούφανι ου Πουλάκς
λιες κι μιλάει ι βλάμης*
Άαι, έχ’ τρανή ιξαλουσίν’
κο, γίνκι θηρίου
καλιέ, δε βρίσκουμι εις Βουλή
μα σι χαμαιτυπείου!
Καλιέ των βολεφτών
ι λόγους είν αυτός;
Άχου! Καλιέ μ’ σκιάχκα
μ’ ακούγιτι πουταπός!
Μάνα μ’, κο, τουν φουβήθκα
τουν γλιέπου πουλύ αρτσώθκι*
κο, μήπους απ’ τα έδρανα
τούτους ιπαλαβώθκι;
Ιγώ, κο, θαρρούσα πως είν’
γιατρός κι βολεφτής
μα τούτουνα τουν φαίνιτι
πως είν πουλύ νταής!
Α, κο θα φέρουμι στ’ Βουλή
απ’ όξου νά ‘χ φουρείου
Αφού ου άλλους φκιάν’ του μπουξερ
μέσα στου κυλικείου!
Καλά, ρε, τι σι έπιασι
κι όλου βρίσμου χρησιμουποιείς
Ρε; Τίπουτις δεν έμαθι
σι σε η καταγουγή σ’;
Πουλάκ, σι του λιέου
καλύτιρα τράβα σπίτι σ’
γιατί μ’ τ’ αυτά που φκιάντς
ντρέπιτι μέχρι κι ου Ψηλουρείτης!
Κι πού ν’ αρθρώσου λόγου
ιγώ κο, για τα σκάνδαλα;
Ιδώ μαζιέφκανι κουπρίτις
στου στόμα τς έχνι μάνταλα.
Ι δόλιους μου ικλέχκα
για πρώτη μ’ φουρά
κι είπα, κο, να θίξου
θέματα σουβαρά!
Ααχ! Θιούλ’ μου καλέ
στείλι τς λίγ φώτισ’
γιατί ιδώ μέσα ιπικρατεί
μουνάχα χυδιότης!
Α, ρε Πουλάκ’ μ’ κι γω
άλλαξα για σε του σώβρακάκι μ’!
Σ’ αυτό που υπουνόιτσις
δεν πήγ’ ντιπ* του μυαλόυδάκι μ’!
Τώρα θα παέν’ να πάρου
για μένανι σλιπάκ’
Φέβγου. Κι του χαρίζου
στουν κύριου Πουλάκ’!
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’
στουν κύριου Πουλάκ’;
Παναγία μ’ κι Χριστέ μ’!
Ούτε για αστειάκ’!
η γκουστιρίτσα
βλάμης*: ψευτοπαλικαράς
αρτσώθκι*: ξεσηκώθηκε
ντιπ*: καθόλου