“Ιδώ η ιφθίν(ι), ικεί η ιφθίν(ι), σια πού ‘νι η ιφθίν(ι);” / γράφει η γκουστιρίτσα
«Ιδώ η ιφθίν(ι), ικεί η ιφθίν(ι), σια πού ‘νι η ιφθίν(ι);»
Ντριν! Ντριν! Ντριν!
Κράτους: Νιαι, πιρικαλώ, ιδώ Κράτους ιπιτιλικό!
Πουλίτς: Είμι ένας ιγκλουβισμένους
12 ώρες στν Αττική Ουδό!
Κράτους: Πως είπατι; Μι λιέτι χαζό;
Δεν σας ακούου, φωνάξτι δυνατά
Ιγώ, κο, είμ του Κράτους
μα τ’ αυτιά μ’ είντα κφά!
Πουλίτς: Νιαι; Σας πιρικαλώ
φρουντίξτι μι, φρουντίξτι μι, έχου ξιπαγιάσ’!
Κράτους: Τι είπατι; Πως ψάχνιτι
τουν Αριστουτέλ’ Ουνάσ’;
Καλά, καλιέ, δε ντρέπιστι
να κάμνιτι αστεία;
Στς 5 τα ξημερώματα
να ινουχλείτι τν Πουλιτεία;
Πουλίτς: Συγγνώμη, κε Κράτους
ντιπ δεν μας ενημερουσάτι
κι άρουν – άρουν απ’ τς 12
μας είπατι «σχουλνάτι».
Κράτους: Ουρίστι; Σας έσπασ’ του κριβάτι;
Κι ιμείς τι φταίμι, ρε πουλίτ’;
Δεν ξερς πως η ατουμική ιφθίν’
ισιένανι πως πλήτ’;
Τι άλλου να σι φκιάσ’ αυτό του δόλιου Κράτους;
Να, τώρα, κο, μι τν «Ιλπίδα»
η Αττική Ουδός
ανιέλαβι τρανή φρουντίδα!
Πουλίτς: Τι λιες, ρε Πουλιτεία;
Ριχς τν ιφθίν’ σν Αττική Ουδό
που 12 ώρες πέθανάμι
κι ούτι σταγόνα, κο, νιρό;
Κο, τα μουρά ιπλάνταξαν
κι οι γέροι ξιπαγιάσαν
κι οι άντρις τς ΕΚΑΒ
τα ξημιρώματα ιφτάσαν.
Πού είνι η φρουντίδα σ’
ιβνουμούμιν’ Πουλιτεία;
Χρυσή τν ιπληρώσαμι
τν κιντρική αρτηρία!
Κράτους: Έλα! Μπρος! Τι; Σας φταίγ’ η αλιεία;
Ααα.., δεν θα συνεννοηθούμι σήμιρις!
Είστι ανεύθυν’ τιλείους
σας φταίγ’ του κράτους ύστιρις!
Πουλίτς: Για δεν ακσάτι τν ΕΜΥ
γιατί δεν λειτουργησάτι προυληπτικά
Αλλά έτσ’ είστι μαθμέν’
να λειτουργείτι μον’ κατασταλτικά!
Καλιέ, όλν’ ιμείς του ξέβραμι
πως σήμιρις θα χιουνίσ’
ισύ καλό μ’ Κράτους
μπουτί* δεν είχις προυνοήσ’;
Α, ρε, ξιπάγιασα ολ’ νύχτα
ιγίνκα, κο, παγάκ(ι)
κι πού να φκιάσου ου δόλιους
του σώματους τν ανάγκ(ι);
Νια; Μι ακούτι; Μι ακούτι;
Καλιέ, έχω γίν’ πτώμα}
ρε Κράτους, μι του 2χίλιαρου
μη θελτς να μι κλείις του στόμα;
Κο, είμι φουρουλουγούμινους
κι σι πληρώνου αδρά
ισύ γιατί μι ιγκατέλειψις
στου έλιους τ’ χιουνιά;
Καλά που ήρθιν ι στρατός
μι φτιάρια κι κουβέρτις
κι έβγαλάμι όλ’ τν νύχτα
μι νιρό κι σοκουφρέτις.
Έλα! Κυρ Κράτους, μι ακούς
που 12 ώρις αρρώστσα; Έπαθα πνιβμουνία;
Έλα! Κυρ Κράτους, μι ακούς;
Έχς καμιά δικιουλουγία;
Κράτους: Ουμπρός; Τι είπατε καλιέ;
Μπαγκαλαβάς γουνία;
Ωχ! Δεν θέλου. Ιφχαριστώ.
Δω έχμι αφθουνία!
Πουλίτς: Αα! Ρε Κράτους ιπιτιλικό
κο, έχς γίν’ ρόμπα!
Ααα.., μα στ’ κουφού τν πόρτα
όσου θέλτς βρόντα!
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’
σ΄όλνους τς ιγκλωβισμέν(ι)!
Για τς άλλοι, που μας πιρνούν κουρόιδα,
Κούληδις, Πατούληδις κι λοιποί,
η ψήφους μας χαμέν(ι)
κι κάντι τουμπικί!
η γκουστιρίτσα
μπουτί*: γιατί