“Μι τούτην την ακρίβεια, τ’ τσέπη μ’ ζώσανι τα… φίδια!” / γράφει η γκουστιρίτσα
«Μι τούτην την ακρίβεια, τ’ τσέπη μ’ ζώσανι τα … φίδια!»
Από μικρή, κο, μ’ άριζι
στου supir να παένου
γίρβα η καψιρί
απού ψώνια να μην ξιμένου.
Άι, κι προυχθές ανασκουμπώθκα
στου supir για να πάου
μιας κι μέσα στου ντουλάπ’
ντίπουτας ντιπ δεν έχ’ να φάου.
Ιτοίμασα κι κατάλογου
μι όλα τ’ απαραίτητα
το ‘ξιρα πως φκιάνου
προυσπάθεια απέλπιδα.
Ουλημιρίς ακούου
για τν αύξησ τουν προυιόντουν
του αποφάσισ’ του Μαξίμου
και δη ικ των ινόντων!
Σύσσουμ’ απουφάσισαν
κι του πιτρέλιου ν’ αυξηθεί
κι ιμάς τς μικρουμισιέους
ου Θιός να μας λιπθεί.
Έχου κι στ’ ΔΕΗ, κο,
3 δόσεις να πλερώσου
του φιτινό χειμώνα
μι φένιτι θα παγώσου.
Ουσάν τηρώ τα ράφια
γλιέπου τς ανατιμήσεις
Ααχ, βρε Μητσιουτάρχα
δεν θα τς αντέξου τς αυξήσεις.
Σαν απλώνου του χέρ’
απάν στου προϊόν
μια φουτιά μι καίει
κι γένιτι παριλθόν.
Κι σβήνου – σβήνου – σβήνου
Έκαστου προυιόν
αφού, κο, του κουμπόδιμά μου
κατέστικι απόν.
Δεν μ’ έμεινε να πάρου
ούτι κάνα καρότου
μιας κι τα προυιόντα
ιπήρανι «μπουρλότου».
Φουτιά ιπήραν οι τιμές
φουτιά κι τα μπατζάκια
κι τριγυρνάου μεσ στου supir
μ’ άδγεια τ’ καροτσάκια.
Του μόνου,κο, που πήρα
του τριλ και οι φακές
οι μέρις π’ θα ξημηρώσουν
θα είνι πινιχρές.
Μι άδειου του καλάθ’
τριγυρνάου στς διαδρόμ’
ομού κι οι παριβρισκόμεν’
τραβούν του ίδγιου ζόρ’.
Άι, γκουστιρίτσα, λιέου
νησκιά θα μείνις απόψι!
Άχου! Κο, η ακρίβεια
σι άλλξιν την όψι.
Καλλιέ, έτσ’ όπους τρέχουν οι τιμές
ξιπέρασαν του όριου
κι για να πάρου κρέας
κο, θα του δω σι όνειρου!
Κι τι να φκιάσου, ρε κυρ – Κούλ
ισύ, κο, επιτίθισι στου λαϊκό εισόδημα
κι γω τρέχου να προυφτάσου
του ράλι εις τα τρόφιμα.
Κι, του ζουνάρι μ’ τό σφιξα
μια τρύπα παραπάνου
μα ιγώ φταίου που σι ψήφισα
κι του αναλαμβάνου!
Μα, αφ’ ιαφτού μου σκιέφτουμι
τν αύξησ τουν φόρουν
κο, μι τι ιφκολία γίνουντι
κι μι πράξεις άνιφ όρουν!
Μι πόση ιφκολία, κο,
πιρικόψατι τς συντάξεις
που είνι ρε τα «αντισταθμιστικά»
που ίλιγις θα πράξεις;
Σαν πιτσουκόβς του μισθό
κι συνιχίιζ τ’ φουρουληστεία
ου λαός τότι ουργίζιτι
κι τελειών η ασυλία.
Κο, για τς ανατιμήσεις
σκώντς τα χέρια απάνου
τν ιφθίν’ αυτήν μας λιες
δεν τν αναλαμβάνου.
Σα φυσικό φινόμινο
λιες πως ήρθ’ η ακρίβεια
κι τα «παρατήρια καταναλωτή»
μας λιες πως είν σουσίβια.
Η οικουνουμία παένι καλά
είπιν ου Άδουνις μου
μα η «καπιταλιστική ανάπτυξ’»
σχέδιου είνι τς καταστρουφής μου.
Κο, πώς να του γιμίσου
τώρα του καλαθάκ’;
Κο, απού τα ζόρια
τα μαλλιά μ’ γίνκαν μπαμπάκ’!
Διπλασιάσατι του ρεύμα
αυξήσατι του πιτρέλιου
κι απ’ τ’ νησκουσύν’
ξιπλύθκιν του έντιρου.
Κι ισύ προυθυπουργέ μ’
τρως ψαράκ’ στου Μουσχάτου!
Καλιέ, μην του διατυμπανίιζ’
μα, κάτσι ήσυχα κι φάτου!
Κυρ Κουλ, του χέρι τς η ακρίβεια
βαθειά μεσ’ τ’ τσέπη μ’ έχουσι
κι χάιντι τώρα να προυκάμου
τς ανάγκες μου τς τρέχουσις.
Μ’ αγάπ κι ικτίμισ’
στς νοικουκυράς του καλαθάκ’
που του άδειασις ντιπ για ντιπ
ακριβέ μου Μητσιουτάκ’!
Ι γκουστιρίτσα