«Μιτσιουτάρχα, πες αλεύρ’, ι Αποστολάκς ντιπ δε σι γιρέβ’!»
Σι λιέι τι να φκιάσου
κι ιγό ι προυθιπουργός;
Ανασχιματισμό θα στίσου
να φένουμι ουρθός.
Του σκιέφκι απού δω
του σκιέφκι απού κι
τιλίουσι γλιέπς του Χάρβαρντ
πρέπ’ στου ίψους τ’ να σταθί.
Κο, μάθαμι στου Χάρβαρντ
να σκιφτόμαστι τν «ικόνα»
θ’ ανακατόσου τ’ τράπουλα
να βρο ικί κριψόνα.
Καλιέ, ιγό ίμι παραμουρφουμένους
κι δε σκέφτουμι τν ουσία
για τς Ιλάδους τα προβλίματα
θ’ ανακατέψου τα Ιπουργία!
Κι έτσ θα κλίσου άρδιν
ούλα τ’ ατουπίματά μου
θα κουκουλόσου πάραφτα
κι ούλα τα κρίματά μου!
Θα ξαπουστίλου Ιπουργούς
ουσάν του Χρισουχουίδι
που απ’ τν αρχί στου λιέου
άχριστους μι ίταν ίδι.
Πιος θα πλερόσ’ για τς πιρκαγιές;
ούχι ιγό βιβέους!
Θα ξαπουστίλου Ιπουργούς
να φένουμι γινέους!
Σάματι τι μι νιαζ’ ιμένα
ι πιότιτα τς ζουίς τς;
Ι θισμί αν απουδίδουν
τς ικουλουγικίς καταστροφίς;
Θάρσις κο, μι νιάζνι
ι απιτίσις τς κινουνίας;
Του θέμα ίνι να προυνουίς
δια του θρόνου τς εξουσίας.
Καλιέ, ιγό θα σισκιφτό
μαζί με τουν Άδουνί μου
πως από του ΛΑΟΣ
θα έρθουν ι ουπαδί μου.
Καλά, ισί τι νόμσις;
Μι μέλ ι πανδιμία;
Άλλουν καϊμό δεν έχου
μον΄μι μέλ ι ιγισία.
Κι σαν πουλί να καθιστέρσα
να ανασχιματίσου
θα διόξου όλν τν αριστιρά
κο, νιε, δε θα μασίσου.
Όμους, θα φκιάσου τρίπλα
μι τν Πολιτικί Προυστασία
για τουν Χρισουχουίδι,
δεν δίνου ούτι μία!
Θα ιπουργουπιίσου κι τουν Απουστουλάκ’
που ίντους Σιριζέους
τούτους ου ανασχιματισμός
θα καταστί μιρέους!
Θα ‘ντους διεβριμένους
απ’ όλις τς παρατάξις
κι ιγό στουν ιλινικό λαό
θα κλιέψου τς παραστάσις!
Κι σα δεν ίδι ου λαός
βιλτίουσ’ στα σχουλία
μι τούτουν τουν ανασχιματισμό
θα πάρου τα προυτία!
Κι σα δεν μπίκαν 40.000 μαθητές
ις τα πανιπιστίμια
ιγό θα ισχιρίζουμι
πως τάχατις πέζου τίμια.
Κι σα μίνουν κι απ’ όξου
ιμένα τι μι νιάζ’;
Ας πάν σι ιδιουτικά
του διμόσιου τα … τνάζ!
Τι; Ιπιδίς ίταν πιρίπλουκ’
ιτούτ ι ισαγουγί;
Σάμπους καλιέ του νόμου
πιός έκατσι να δγι;
Καλιέ, γιατί να σκουτιστό
ιγό για τα ΑΕΙ;
Παέντι στα ιδιουτικά
δε μι κέγιτι καρφί!
Κι ιγό ικί εσπούδασα
κι βγίκα αριστούχος
ξέρς πόσα ξίδιψι ι μπαμπάς μ’
να γένου πτιχιούχους;
Τι κι αν ισί ίδις
παλινουδιίς ις στν πανδιμία;
ιγό καλιέ μ στιρίζουμι
στου Έλινους τν αμνισία.
Σιγά κο, μιν αλλάξου
ιγό τ’ πουλιτικί
του ιπιτιλίου μ’ θα αλάξου
νά ‘χ τι θκί μ στρατιγικί.
Θα κουρουιδέψου καναδιό
μι τουν Αποστουλάκ’
κουτόχουρτου θα κιράσου
σι όλου τουν κουσμάκ’.
Θα βάλου κι τουν Πλέβρι
ως Ιπουργό Υγίας
θα πο κι στου Μιχάλ’
“να χέσου τα πτιχία σ”!
Ιφιπουργό θα βάλου
τιν Ασιμίνα Γκάγκα
κι όλνι θα ξιφουνασκούν
Ααχ! Μιτσιουτάκι μάγκα!
Ωωω! Μάι γκότ, τι γλιέπου;
Δε δέχκι ου Απουστουλάκς;
Κι έγινι ριντίκουλου
τόρα ου Μιτσιουτάκς;
Άχου! Θιούλι μου καλιέ
τουν Απουστουλάκ’ γιρέβου
ναβάγισαν τα σχέδια μ΄
κι πως να τα μαζέβου;
Ααχ! Απουστουλάκι μ’ ναύαρχι
μι άλλαξις τουν ρου
κι πως θα γένουν πράξις
αφτά πόχου στου νου;
Σου τιν έσκασι σο λέο
Μιτσιουτάκ, ου ναβαρχούκους!
Ισί τιριάιζς μι ιπουργούς
όπους ίνι ο Μπουμπούκους!
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’
σι όσους λιέγουν «Νόου»!
Κι άιντι, ρε Μιτσιουτάκ
κουτόχουρτου δεν τρώου!
Ι γκουστιρίτσα