Ιστορία
Αθήνα 1941: “Υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία”
«Κατά τη νύκτα της 30ης προς την 31η Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου» ανέφερε σε ανακοίνωση της η Κομαντατούρ, στις 31 Μαΐου 1941.
Το πρωί της 31ης Μάη 1941 η χιτλερική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, που μόλυνε με την παρουσία της τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, δεν υπήρχε πια. «Δράστες» ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας.
Μανώλης Γλέζος:
«Πώς κατεβάσαμε τη σημαία; Έγινε ένα σκαρφάλωμα, αλλά δεν μπόρεσαμε να την κατεβάσουμε αρχικά. Κρεμαστήκαμε μαζί με τον Λάκη, αλλά υπήρχαν τρία συρματόσχοινα που έπρεπε να κόψουμε. Τα λύσαμε. Και τότε την ταρακουνήσαμε και μετά από λίγο, έπεσε πάνω μας. Μας κουκούλωσε. Η ώρα κόντευε μία το πρωί. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας μας και το υπόλοιπο το ρίξαμε στο σπήλαιο της Αγραύλου όπως ήταν ως τότε γνωστό. Σήμερα οι αρχαιολόγοι το χαρακτηρίζουν ως Μυκηναϊκή Κρήνη».
«Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, “Μάνα!”. Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, “Πού ήσουν;”. Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, “Πήγαινε κοιμήσου”. Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, “Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;”. Του απαντάει, “Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη”. Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου» (από vice com–26/1/2017)
Λάκης Σάντας:
«Λύσαμε το συρματόσχοινο, συνεχίζει, και τραβήξαμε για να την κατεβάσωμε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιόμαστε και οι δυο για να την κατεβάσωμε, μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε με τη σειρά να σκαρφαλώνουμε στο σιδερένιο κοντό για να τη φτάσωμε και να την κόψωμε. Μα ήταν αδύνατο να τη φτάσωμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνωμε.
Να φύγωμε χωρίς τη σημαία – λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε να σπάσωμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσωμε να τη σπάσωμε». Αρχισαν τότε «με χέρια και με δόντια» και σε λίγο το μισητό σύμβολο κατέβηκε. Εσκισαν τον αγκυλωτό σταυρό και την υπόλοιπη σημαία την έκαναν ρολό και την πέταξαν στη σπηλιά. «Ακούσαμε το γδούπο της και ησυχάσαμε», (Λάκης Σάντας σε κείμενό του, που υπάρχει στο αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου – από rizospastis.gr).
imerodromos