Βέροια Παρενθέσεις

Τραγουδώντας στον Επιτάφιο των Αγίων Αναργύρων, όταν ήμασταν παιδιά…

Τόσο μακρινή εκείνη η εποχή… Η εποχή των παιδικών μας χρόνων, που μύριζαν οι κήποι της γειτονιάς, που άνθιζαν οι πασχαλιές προμηνώντας τον ερχομό της μεγάλης γιορτής…

Μικρή και σεμνή η παλιά εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, με το μισοσκόταδο να σπάζει από το φως των καντηλιών και τα αναμμένα κεριά, που έδιναν στις εικόνες της όψη μυστηριακή, μεγεθύνοντας τη δύναμη των εικονιζόμενων προσώπων…

Δεν ήμουν από τα παιδιά που πήγαιναν στο Κατηχητικό. Αγαπούσα από πολύ μικρή το διάβασμα της Λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης. Όμως η αίγλη της Μεγάλης Εβδομάδας ασκούσε πάνω μου μια ακατανίκητη γοητεία. Ήταν ένα δρώμενο, μια τελετουργία που βήμα το βήμα οδηγούσε  από το σκοτάδι του θανάτου στο φως της ανάστασης.

Μεγάλη Πέμπτη ήδη είχαν φτιαχτεί στο σπίτι τα τσουρέκια και είχαν βαφτεί τα αυγά. Βαθιά κόκκινα, περασμένα με λάδι τα αυγά, να λαμποκοπούν πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, και τα τσουρέκια να μοσχοβολούν, πειρασμός που δαμαζόταν όμως από το αυστηρό βλέμμα της μάνας μου. «Αμαρτία… Θα τα φάμε στην Ανάσταση». Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί, ενώ ήταν να τα φάμε στην Ανάσταση, παιδευόμασταν με τόσες μέρες αναμονής, φτιάχνοντάς τα από την Πέμπτη.

Και το σημαντικότερο, το σήμα κατατεθέν της γιορτής, ήταν τα καινούρια μου παπούτσια, πάντα άσπρα, και μάλιστα πεδιλάκια, με αμίαντο από κάτω, για να μην ζεσταίνονται τα πόδια το καλοκαίρι. Τα έβαζα απέναντι από το κρεβάτι μου και τα καμάρωνα μέχρι να αποκοιμηθώ. Από τότε πρέπει να μου έμεινε η συνήθεια να βάζω τα καινούρια παπούτσια μου απέναντι και να τα καμαρώνω, τόσα χρόνια μετά, περιμένοντας τώρα πια τι;

Ήμουν στην παιδική χορωδία των Αγίων Αναργύρων. Χωρίς μικρόφωνα τότε οι εκκλησίες, με τον κόσμο να συμμετέχει με κατάνυξη, όλα απλά, λιτά απέριττα… Ή μήπως έτσι έβλεπαν τα παιδικά μάτια;

Ξεκινούσαμε και πορευόμασταν τραγουδώντας σε κάθε σταυροδρόμι. «Αι γενεαί πάσαι…» «Ω, γλυκύ μου έαρ…». Οι παιδικές φωνές υψώνονταν κατακόρυφα, αγνές, άδολες, νιώθαμε πρωταγωνιστές στο δρώμενο. Όσοι δεν μπορούσαν να έρθουν στον Επιτάφιο μάς άκουγαν ευλαβικά στα μπαλκόνια και στις αυλές τους με την αναμμένη σκούρα λαμπάδα να φωτίζει αμυδρά το πρόσωπό τους μέσα στο σκοτάδι.

Και η Άνοιξη να στέλνει το άρωμά της μεθυστικό από παντού. Ήταν η Βέροια πριν από την κυριαρχία του τσιμέντου, που έθαψε κάτω από τους τόνους του τις ευωδιές, τις εικόνες και τις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων…

Σήμερα ειδικά, που  δε θα ακουστούν μέσα στο απόβραδο οι ύμνοι της Μεγάλης Παρασκευής, που οι δρόμοι θα είναι αδειανοί και ερημωμένοι, εκείνες οι πρώτες εικόνες επιστρέφουν νοσταλγικά στη μνήμη, χρώματα και ήχοι “που ήσαν μια φορά…”, όπως λέει και ο ποιητής.

Καλή Ανάσταση

Δήμητρα Σμυρνή

……………………………………

(Το κείμενο γράφτηκε πέρυσι, Πάσχα του 2020, όταν η καραντίνα και ο τρόμος της πανδημίας μάς κρατούσαν έγκλειστους. Φέτος τα πράγματα είναι καλύτερα. Μπορεί να μην ξαναγυρίσαμε στην προηγούμενη ζωή μας, έχουμε όμως μεγαλύτερες ελπίδες για την “Ανάσταση”)

(Η πρώτη φωτογραφία ανήκει στη συλλογή “Παλιές φωτογραφίες της Βέροιας”, η δεύτερη είναι η παλιά εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, όπως είναι σήμερα.)      

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας