«Καλιέ, μες σν καραντίνα πρίσκα!»
Πιντέμισ’ μίνις, κο, ίνι αφνί
πάι ι μισί χρουνιά
κλισμέν’ μες στν καραντίνα
σα νά ‘βαλα κιλά.
Σν αρχί δε καταλάβνισκα
χλαπάκιαζα αβέρτα.
Πού μ’ έχανις, πού μ’ έβρισκις
τάβλα – φαΐ – κουβέρτα!
Κι να σου ι τιρόπιτις
κι να σου ι μπουγάτσις
μιτά, τιρούσα τουν καθρέφτ’
κι μ ίλιγα: πως τν πάτσις;
Σινιχίζου αφ ιαφτού μου
να φάγου δικατιανό
ανίγου του ψιγίου
του βρίσκου αδιανό.
Άιντι να στίλου μίνιμα
να πάνου στου μπακάλ’
να πα να πάρου ψώνια
να φουλάρου του τσουκάλ’.
Ίχα όμους κι του νου μ’
ις τιν αστινουμία
μην τίχου σ’ ιπιτίδιου
κι μη μι τνάξ καμία.
Κι πάου να φουρέσου
του μάβρου μου παντιλόν’
ίξιβρα πως μι έκαμι
ιξέσιου τζιτζιλόν’.
Κο, γλιέπου δε μι ανιβέν’
κι μ’ έκοβι στου μπούτ’
δεν ίχα τι να βάλου
κι ξέμινα. Καπούτ!
Του ένα μι στινέβ’
στου άλλου δε χουρώ
κο, λιέου ίμι νιστικιά
εξ ου κι απουρώ.
Μι γλιέπου ίμι κατιφίς
κι λιέγου ας φάγου κάτ’.
Θιμίθκα δύου σάντουιτς
που ίχα μές του ντλαπ’.
Ε, λιέγου, ας τα χάψου
για να μι αϊράτ’
να ζλιέψ’ κι ου γκουστιρίτσους
κι να τουν μπω στου ματ’.
Ξνακιτιέμι στουν καθρέφτ’
κι λιέου ίμι για φτίσιμου
όσου για του παντιλουνάκ’
θα μάζουξι κο στου πλίσιμου.
Βρίσκου φουρώ μια λάγκα
τ’ τανίζου καλά – καλά
Μι χαζιέβ ι γκουστιρίτσους
τουν πίρα τα μιαλά!
Μι λιέγι: Λίγου πάχινις
για μι μπίκι ι ιδέα;
Του απαντώ: Να μι σι νιάζ’
ίμι πουλί ουρέα.
Μα του στουμάχ’ γουργουρίζ’
κι ίρθιν του μισιμέρ’
χλαπάκιασα του μουσακά
πώς τάχα καταφέρ’;
Κι τόρα του απόγιμα
που γλιέπου Ιβαγγιλάτου
θα χλαπακιάσου του τουρλιού
θα γλίψου κι του πιάτου.
Όσου για του βραδάκ’
που γλιέπου τς άγριις μέλισσις…
Άιντι ρε γκουστιρίτσα
του μουσακά διέλισες!
Ι ώρα πίγι δύου
κι ίνι ξιμιρώματα
μι πόντσι του στουμάχι μ’
ένιουσα ξιλιγόματα.
Πώς να μι παρ’ ου ίπνους
μι άδιγου στουμάχ’;
Θ’ ανίξου του ψιγίου
θα δώσου μιγάλ μάχ’.
Αχ! Πως του φχαριστίθκα
κορ, τι τρανί απόλαυσ’
ικίνου του μπακλαβαδάκ’
κο, ίταν μία κόλασ’!
Μα κι του άλλου προυινό
νιώθου νιστικουσίν’
ι τούτι ι ρουτίνα
χίρσι να μι τι διν’.
Κιτιούμι πάλι στουν καθρέφτ’
ιγίνκα σα κιφτές.
Βάι, βάι, βάι μανούλα μ’!
Κορ, ίμι να μι κλιές!
Μες στν καραντίνα,πρίσκα
στου στόμα έχου χουνί.
Μι σπάσανι τα νιέβρα
κι γιοκ ιπουμονί.
Άχου! Κι τι θα κάμου;
Ιπάχινα πουλί.
Προυτίτιρα αν μ’ έγλιπις
ίμαν πουλί τζι -τζι!
Κλισμέν’ μέσα στου σπίτ’
κο, δε πιρνάι ι μέρα
κι μάσα, μάσα, μάσα
ιγίνκα μια χουντρέλα!
Του απουτιχιμένου λογκντάου
μι έφιρι κλουνισμό
αδιαλίπτους τρώγου
απέχτσα κινισμό.
Ιπίγινα για άθλισι
δυο ώρις, κο, πλαλούσα
κορ, μ’ άνιγι ι όριξ’
νιχθιμιρόν μασούσα.
Κι τώρα τι θα κάμου
που έγινα βαρέλα;
Π’ για να πιράσ’ ι ώρα
Ακόνιζα τ’ μασιέλα;
Κατέστικα νιβρουπαθίς
μίπους κι βρω διέξουδου
καλά μι τα κανόντσις
κι μ έκουψις τν έξουδου.
Δεν ξέρου ι δόλια τι να πω
κι τι να μουλουγίσου,
τα έξιπνα τα μέτρα σας
μ’ έρχιτι να τα φτίσου!
……………………………
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’
στς καραντινουπαθίς
που απ’ τν πουλί κλισούρα
γίνκαν νιβρουπαθίς!
Ι γκουστιρίτσα