Οριζόντια η διαίρεση των κομμάτων σε σχέση με τις δύο «στρατηγικές» αντιλήψεις.
Οι πρόσφατοι δημόσιοι διαξιφισμοί δύο πρώην πρωθυπουργών (Κώστα Σημίτη και Κώστα Καραμανλή) για την πολιτική της χώρας έναντι της Τουρκίας περιγράφουν επακριβώς δύο διαφορετικές στρατηγικές προσεγγίσεις, επάνω στις οποίες ακροβατούν οι κυβερνήσεις της χώρας ανάλογα με τη συγκυρία, υπονομεύοντας τελικά τις δυνατότητες (αλλά και την επείγουσα ανάγκη) για τη διαμόρφωση μιας σαφούς, ξεκάθαρης και ρεαλιστικής εθνικής στρατηγικής.
Οι δύο διαφορετικές αντιλήψεις, όπως αυτές εμφανίστηκαν στη δημόσια αντιπαράθεση των δύο πρώην πρωθυπουργών, είναι προφανές ότι υπονομεύουν τις δυνατότητες της χώρας να αντιμετωπίσει συγκροτημένα και συνεκτικά την πανθομολογούμενη (σ’ αυτό τουλάχιστον δεν υπάρχει διαφωνία) τουρκική απειλή. Ταυτόχρονα οι δύο συγκρουόμενες στρατηγικές διατρέχουν οριζόντια τα κόμματα εξουσίας, γεγονός που μετατρέπει την αδυναμία εκπόνησης και υπηρέτησης μιας εθνικής στρατηγικής για τα ελληνοτουρκικά σε εσωτερικό (πολλές φορές και εσωκομματικό) πολιτικό πρόβλημα.
Ο Νίκος Δένδιας, που σήμερα συναντάται με τον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Άγκυρα, είναι υποχρεωμένος – όπως και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης – να ακούσει και να λάβει σοβαρά υπόψη την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής απαντώντας στα όσα είχε υποστηρίξει ο επίσης πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης σε άρθρο του στα «Νέα».
«Δώσε» να ξεμπερδεύουμε
Σύμφωνα με την αντίληψη που – σε γενικές γραμμές – εκφράζει ο Κώστας Σημίτης, η Ελλάδα θα πρέπει να αναζητήσει έναν συμβιβασμό με την Τουρκία, όπως άλλωστε έπραξε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Τότε με τη Συμφωνία του Ελσίνκι η Ελλάδα (και οι Ευρωπαίοι) καλούσαν την Τουρκία να προσφύγει (μονομερώς) στο Διεθνές Δικαστήριο για να θέσει όποια ζητήματα (ακόμη και αυτά που άπτονται ελληνικής κυριαρχίας).
Το πλαίσιο αυτό, στο οποίο οι κυβερνήσεις Σημίτη τοποθέτησαν τα ελληνοτουρκικά, διαμορφώθηκε με αφορμή την κρίση των Ιμίων. Τότε, η ελληνική κυβέρνηση (με τη Συμφωνία της Μαδρίτης) αποδέχτηκε τα τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο καθώς και την εκκίνηση ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου για θέματα υψηλής πολιτικής (διερευνητικές συνομιλίες), ο οποίος τελικά κατέληξε στην υπονόμευση του δικαιώματος για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.
Το εν λόγω δικαίωμα υπονομεύτηκε στην πράξη, καθώς – όπως έχει ομολογηθεί στις διερευνητικές συνομιλίες – οι Σημίτης – Παπανδρέου είχαν αποδεχτεί μια διευθέτηση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η οποία θα καθοριζόταν με ελληνικά χωρικά ύδατα αλλού 6, αλλού 8 αλλού 10 και αλλού 12 ναυτικά μίλια.
«Υπομονή και ακινησία»
Η εν λόγω συμφωνία ήταν σχεδόν τελειωμένη, όπως έχουν διαβεβαιώσει το «Ποντίκι» αξιωματούχοι οι οποίοι είχαν απόλυτη γνώση της διαπραγμάτευσης (πριν από το 2004) αλλά και των πολιτικών σχεδιασμών της κυβέρνησης Σημίτη – Παπανδρέου. Η πολιτική συγκυρία, δηλαδή η νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές και ο ερχομός στην εξουσία του Κώστα Καραμανλή, εκφραστή μιας άλλης στρατηγικής αντίληψης για τα ελληνοτουρκικά, έβαλαν τα συμφωνηθέντα στον «πάγο».
Η «σχολή» σκέψης που ακολούθησε στα ελληνοτουρκικά ο Καραμανλής ήταν κυρίαρχη τουλάχιστον μεταξύ της υπηρεσιακής ιεραρχίας του ελληνικού ΥΠΕΞ και υποστήριζε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι επισπεύδουσα στην αναζήτηση λύσεων στο Αιγαίο. Διότι η μόνη ελληνοτουρκική διαφορά είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για την οποία οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να συμφωνήσουν (με συνυποσχετικό) να την παραπέμψουν στο Διεθνές Δικαστήριο.
Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οποιαδήποτε άλλη συζήτηση η οποία περιλαμβάνει τις τουρκικές αιτιάσεις για την κυριαρχία επί νησιών, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο είναι απαράδεκτη, καθώς με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα συναινεί στη συντήρηση του θέματος των γκρίζων ζωνών, το οποίο η Τουρκία οικοδόμησε από την κρίση των Ιμίων και έπειτα. Γι’ αυτό οι κυβερνήσεις του Καραμανλή ουσιαστικά έβαλαν στο «ψυγείο» τις ελληνοτουρκικές διερευνητικές συνομιλίες.
Το πραγματικό πρόβλημα αυτής της αντίληψης είναι ότι ο χρόνος που εξασφάλισε ουδέποτε αξιοποιήθηκε ούτε για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας στρατηγικής ούτε για τη στρατιωτική και διπλωματική ενίσχυση της χώρας.
Προσέγγιση με το ζόρι
Το ξεπάγωμα των διαδικασιών της ελληνοτουρκικής προσέγγισης προκλήθηκε από την «καυτή» τουρκική δραστηριότητα απ’ την αρχή του 2020, ειδικά το τετράμηνο Αυγούστου – Νοεμβρίου. Ήταν τότε που το τουρκικό ερευνητικό «Ορούτς Ρέις» έπλεε με συνοδεία μοίρας του τουρκικού στόλου μέχρι και 6,5 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Ρόδου και του Καστελλόριζου, ενώ Τουρκία και Λιβύη οριοθετούσαν τα θαλάσσια σύνορά τους εξαφανίζοντας τα δικαιώματα σε ΑΟΖ της Κρήτης, της Καρπάθου, της Κάσου και της Ρόδου.
Η επιλογή (ή αδυναμία) της ελληνικής κυβέρνησης να μην προβάλει αντίσταση στην τουρκική πειρατεία οδήγησε την ελληνοτουρκική κρίση στα χέρια των διαμεσολαβητών. Οι Γερμανοί υπέδειξαν στην Αθήνα την επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών, ενώ ταυτόχρονα οι Αμερικανοί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είχαν υπό τον έλεγχό τους τον μηχανισμό αποσυμπίεσης που δημιουργήθηκε προκειμένου να συμφωνηθούν πρακτικές οι οποίες θα περιόριζαν την πιθανότητα να ξεσπάσει ελληνοτουρκική σύρραξη.
Από τις εξελίξεις έχει γίνει σαφές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είτε από επιλογή είτε με το ζόρι, τοποθετήθηκε στη «σχολή Σημίτη», η οποία πρεσβεύει ότι σε τελική ανάλυση η Ελλάδα δεν έχει άλλο δρόμο από το να αναζητήσει μια «λύση» στα ελληνοτουρκικά ακόμη και με τη θυσία τμήματος κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η εν λόγω επιλογή της κυβέρνησης, η οποία αποδεικνύεται και από τη συμφωνία της να αναβαθμίσει σε υψηλό πολιτικό επίπεδο τις ελληνοτουρκικές επαφές (επίσκεψη Δένδια στην Άγκυρα), δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, καθώς η Τουρκία επιμένει σε καθημερινές στρατιωτικές και λεκτικές προκλήσεις που εκθέτουν πολιτικά την Αθήνα, η οποία φαίνεται να σύρεται σε έναν διάλογο με αντικείμενο κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.
Το εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ωστόσο ολοφάνερο, καθώς η εμφάνιση του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος δεν φημίζεται για την (πολιτική) πολυλογία του, υπενθύμισε ότι η διαίρεση στην αντίληψη περί της ελληνικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας διαπερνά οριζόντια τα κόμματα.
ΥΓ. 1: Η εν λόγω διαίρεση αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ηγεσία του μπορεί να φανταστεί.
ΥΓ. 2: Μετέωρη μεταξύ δύο αντιλήψεων, η ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας τελικά άγεται και φέρεται από τη συγκυρία δίνοντας το περιθώριο στην Άγκυρα να προωθεί χρόνο με τον χρόνο τις θέσεις της και να υλοποιεί τις επιδιώξεις της…