Από λαϊκό είδωλο και life style περσόνα σε persona non grata
Και απ΄την άλλη πλευρά έπαιξαν ρόλο οι πιο κυνικοί όροι “φιλίας” και δοσοληψιών που έθετε ο χώρος του θεάματος και του life style, φροντίζοντας ώστε η επωνυμία και η αναγνωρισιμότητα να ανοίγει, αν ήξερες και ήθελες έτσι να παίξεις τα χαρτιά σου, πολύ μεγάλες πόρτες. Τόσο μεγάλες και τόσο ψηλές, ώστε να μην μπορείς πια να διακρίνεις το έδαφος.
Μήπως είναι ο πρώτος ή ο τελευταίος που, παίζοντας με ακραίους και τελικά βδελυρούς όρους το παιχνίδι της άσκησης εξουσίας (γιατί αναμφισβήτητα και οι καταγγελίες που τον βαρύνουν σήμερα πριν κι από σεξουαλική “πείνα”, πάθος για εξουσία, δείχνουν), προσγειώθηκε φυτεμένος στο έδαφος με το κεφάλι, όπως συμβαίνει στα καρτούν;
Δείτε τί έπαθε ο τεράστιος ηθοποιός του Χόλυγουντ και του Old Vic Κέβιν Σπέισυ. Η παρουσία του εξαφανίστηκε από παντού, οθόνες και ατζέντες, εν μία νυκτί. Δείτε στις αναλογίες του δικού μας μικρόκοσμου, τί συνέβη στον Πέτρο Φιλιππίδη. Μέσα σε λίγα 24ωρα “σβήστηκε” από το σήριαλ “Χαιρέτα μου τον Πλάτανο” της ΕΡΤ, από τη θεατρική σκηνή, από τις διαφημίσεις, από τις “επαφές” του συναφιού του. Λογικό.
Το παράλογο για εμάς τους κοινούς θνητούς είναι ότι ο ίδιος, για να αντιμετωπίσει την λαίλαπα που ερχόταν, επιχείρησε μέχρις εσχάτων να εφαρμόσει και σ΄αυτή την περίπτωση τους κανόνες που εφάρμοζε στο θέαμα. Ήταν ο Πέτρος κι ο κυρ Πέτρος κι ο αφέντης τσουτσουλομύτης.
Όπως αντιμετώπιζε την κακή κριτική, όσους δημοσιογράφους ή κριτικούς τολμούσαν να γράψουν πώς κάπου απέτυχε, ότι κάτι δεν έκανε και τόσο καλά, έτσι θα αντιμετώπιζε και τις κατηγορίες των γυναικών ηθοποιών (της Λένας Δροσάκη, της Άννας Μαρίας Παπαχαραλάμπους και της Πηνελόπης Αναστασοπούλου) που τον κατονόμασαν ως κακοποιητή τους.
Έστειλε εξώδικα σε ΜΜΕ πριν καν «σκάσει» η ιστορία που τον αφορούσε, προειδοποίησε να μην αναφέρεται τ΄όνομά του, προσπάθησε να υψώσει ένα τείχος εξουσίας, εκφοβισμού και προειδοποιήσεων. Έτσι όμως «καρφώθηκε» και σε όσους δεν είχαν αντιληφθεί ακόμα σε ποιόν αναφέρονταν τα, «διακριτικά» ακόμα, ρεπορτάζ. «Τι τρέχει με τον Φιλιππίδη;»
Μετά μετήλθε κάποιων-επικοινωνιακών άραγε-«τεχνασμάτων»; Εισήλθε ξαφνικά στο νοσοκομείο πυροδοτώντας μία σειρά από δημοσιεύματα που κάπως συνέπασχαν, όχι για πολύ πάντως. Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα, πέτυχε για λίγο να αναφέρονται οι υποθέσεις που τον αφορούσαν χωρίς ν αναφέρεται εκείνος παρά μόνον ως ο «γνωστός ηθοποιός». Πόσο μάταιο! Και πόσο θνησιγενές!
Ο Φιλιππιδης και η “Ελευθεροτυπια”
–
Προσωπικά είχα λίγες ρεπορταζιακές εμπειρίες από τον Πέτρο Φιλιππίδη. Τρεις για την ακρίβεια. Η μία ήταν όταν κήρυξε ανελέητο πόλεμο διαρκείας με την «Ελευθεροτυπία» επειδή κάποτε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης τόλμησε να του γράψει μία κακή κριτική. Έκτοτε η οποιαδήποτε επαφή του με την εφημερίδα, ακόμα κι όταν συνέβαινε παρεμπιπτόντως, τον έκανε να βάλλει κατά δικαίων και αδίκων.
Έτσι έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και νέα συνάδελφό μας, θεατρική ρεπόρτερ όταν, σε κάποια συνέντευξη Τύπου, εξαπέλυσε αιφνίδια μύδρους κατά της «Ελευθεροτυπίας «που τον καταδιώκει», αφήνοντάς την άναυδη και, χωρίς να το θέλει, δακτυλοδεικτούμενη!
Η δεύτερη φορά ήταν και η μοναδική που πήρα από τον ηθοποιό συνέντευξη. Η «Ελευθεροτυπία» είχε πια κλείσει και μαζί οι λόγοι να είναι επιθετικός απέναντί μου λόγω του μηντιακού παρελθόντος μου. Έκανε μία μικρή αναδρομή των κακών του σχέσεων με την εφημερίδα, αλλά κατά τα άλλα υπήρξε αξιοπρεπής και ευγενέστατος.
Η τρίτη φορά ήταν όταν, ήμουν πια σε άλλο μηντιακό μετερίζι, με το οποίο ο ίδιος είχε παλαιόθεν καλές σχέσεις με την ανώτερη, αν όχι και ανώτατη, διοίκηση. Τότε, μας ζητήθηκε άνωθεν να του πάρουμε μία συνέντευξη αλλά ποτέ δεν απάντησε στις απευθείας απόπειρές μας να επικοινωνήσουμε. Καθώς όμως δεν είχαμε χρόνο και κουράγιο να επιστρατεύσουμε αρεστό μεσολαβητή, η συνέντευξη αυτή απλά δεν έγινε ποτέ.
Οι φήμες που τον αφορούσαν
Μέχρι τότε βέβαια η «φήμη» που συνόδευε τον Φιλιππίδη, τουλάχιστον στο μέσο δημοσιογραφικό γραφείο, δεν είχε να κάνει με «σεξουαλικές παρενοχλήσεις», αλλά ειδικά τα τελευταία χρόνια με υπεροπτικές συμπεριφορές διαβάθμισης ανάλογης με την «καταγωγή», την επαγγελματική καταξίωση και τη δημοφιλία του ανθρώπου με τον οποίο ερχόταν σε επαφή. Αλλά μέχρι εκεί.
Εμείς, οι περισσότεροι τουλάχιστον «του Πολιτιστικού», δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τέτοια «δράση» που του αποδίδεται τώρα, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο, επισήμως πια, με τόσο βαριές κατηγορίες.
Φήμες υπήρχαν κι άλλες. Για τις φιλικές του σχέσεις με τον Δημοσθένη Βαρδινογιάννη που του εξασφάλισε (μετά τη δύση της παντοκρατορίας του Τάσου Παπανδρέου στο εμπορικό θέατρο) την συνεργασία για την ίδρυση της Θεατρικής Εστίας καθώς και την, επί σειρά ετών, καλλιτεχνική διεύθυνση στο «Μουσούρη». Αλλά δεδομένου του, αδιαπραγμάτευτου ταλέντου στις ερμηνείες του τουλάχιστον και του γεγονότος ότι λόγω της μεγάλης τηλεοπτικής του “γκέλας”, είχε σχέση και με πολύ ακόμα κόσμο της εγχώριας σόου-μπιζ, των επιχειρήσεων και των πρωτοσέλιδων, η θέση του «θιασάρχη» δεν είχε κάτι μεμπτό.
Αντίθετα, από αυτής της απόψεως κάθε άλλο παρά παράξενο ήταν ότι ένας αστραφτερός πρωταγωνιστής διατηρούσε δικό του θίασο και ανέβαζε τα έργα που ήθελε, πάντα μ΄ένα αξιοζήλευτο κάστ. Κατά τα άλλα όπως είχε υποστηρίξει ο ίδιος σε μία συνέντευξή του στον Βασίλη Μπουζιώτη τα σενάρια για κυκλώματα και κάστες στον εγχώριο καλλιτεχνικό χώρο είναι «μύθος που έχουν δημιουργήσει οι ατάλαντοι οι οποίοι δεν κατάφεραν να κάνουν κάτι και προσπαθούν να βρουν δικαιολογίες για την αποτυχία τους». Μάλιστα.
Τα είχε όλα μια φορά (μα ήθελε παραπάνω)
Στην πραγματικότητα ο Πέτρος Φιλιππίδης βρισκόταν επί χρόνια στην κορυφή του κόσμου. Και τα είχε όλα. Η διαδρομή του ξεκίνησε από ένα εύπορο μεσοαστικό σπίτι (με πατέρα διευθυντή κλινικής και μητέρα που ασχολούνταν με τα οικιακά και λάτρευε το θέατρο), στην Ομόνοια της δεκαετίας του ΄60 και η θεατρική του διαδρομή από το Θέατρο Τέχνης. Ο ίδιος έχει διηγηθεί σε μία συνέντευξή του στον Νίκο Χατζηνικολάου:
“Είχα μια θεατρόφιλη μάνα, και επειδή δεν είχε παρέα να πάει στο θέατρο έπαιρνε εμένα. Πηγαίναμε και στο θέατρο και στο σινεμά, συχνά. Με πήγε στο καμαρίνι μια μέρα και γνώρισα τον μεγάλο ηθοποιό τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Στο σχολείο είχα μια καθηγήτρια που είχε φαγωθεί και μου έλεγε ότι πρέπει να γίνω ηθοποιός… Δεν ήμουν καλός στα μαθήματα αλλά επειδή μου είπε αυτή τη φράση η καθηγήτρια ασχολήθηκα και έγινα καλός. Λίγο πριν τελειώσω το σχολείο, αποφάσισα να μη δώσω στο πανεπιστήμιο και να γίνω ηθοποιός… Πήγα το ΄80 στη σχολή του Κουν, απροετοίμαστος δεν πέρασα και πήγα στη σχολή Σταυράκου για να μάθω σκηνοθεσία. Μετά από τρία χρόνια, έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και στου Κουν… Πέρασα και στις δυο και επέλεξα τη σχολή του Κουν”.
Το 1986, στα 24 αποφοίτησε από τη Σχολή του Κουν και άρχισε να συμμετέχει σε παραστάσεις αρχαίου δράματος, κυρίως σε Αριστοφάνη. «Για μένα επιτυχία ήταν το ότι μπόρεσα και μπήκα στο θέατρο. Ότι πέτυχα το όνειρό μου να μπω στο Θέατρο Τέχνης και να δουλέψω με τον Κάρολο Κουν, τον Λαζάνη, τον Κουγιουμτζή, τον Αρμένη, τον Δεγαΐτη..», είχε πει σε μία συνέντευξη.
Ο Κώστας Τσιάνος ήταν αυτός που του έδωσε πρώτη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επίδαυρο, το 1998, με το Εθνικό Θέατρο. Έτσι κι αλλιώς το άστρο του ανέτειλε και τηλεοπτικά κυρίως από το «Χάι Ροκ» (1992-1994) όπου με συμπρωταγωνιστή τον Τάσο Χαλκιά κατέγραφαν μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία. Μετά, ο ρόλος του «Νικηφόρου», με συμπρωταγωνιστές τον Παύλο Χαϊκάλη και τον Σάκη Μπουλά στο «Πενήντα Πενήντα» άφησε εποχή. Είχαν μεσολαβήσει πολλές άλλες μικρότερης ισχύος τηλεοπτικές επιτυχίες που τον είχαν καταχωρήσει στη συνείδηση του μέσου τηλεθεατή ως έναν «δικό μας» άνθρωπο.
Αντιστοίχως υπέρ του λειτούργησε στο θέατρο η ιδέα επαναφοράς των ελληνικών ταινιών στο θέατρο «Τη μόδα αυτή εμείς τη δημιουργήσαμε, όταν ανεβάσαμε στο Εθνικό το Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, μετά το Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, μετά έκανα τον Μπακαλόγατο και ξεκίνησε όλο αυτό», είχε πει ο ίδιος.
Οι κακές γλώσσες όμως λένε ότι η επιτυχία του «Πενήντα- Πενήντα» στην τηλεόραση και του «Μπακαλόγατου» και του «Ηλία του 16ου» στο θέατρο, σε συνδυασμό με το κασέ του που ανέβαινε και τις γνωριμίες που πολλαπλασιάζονταν, έβγαλαν στην επιφάνεια αλαζονεία, υπεροψία, απότομη ή και προσβλητική συμπεριφορά.
Αυτά ήταν διακριτά αρκετά συχνά και στον δημόσιο χώρο όπου ο Πέτρος Φιλιππίδης εξοργιζόταν με όποιον π.χ. δεν του αναγνώριζε σκηνοθετικό ταλέντο ανάλογα αστραφτερό με το ερμηνευτικό. Τα έβαζε με κριτικούς, δημοσιογράφους, παρουσιαστές. Στις κρίσεις μάλιστα για τον εαυτό του και τις καλλιτεχνικές του επιδόσεις, τους προλάβαινε κι αυτούς και το κοινό («Όταν λοιπόν κάνω σπουδαίες δουλειές γιατί να μην το πω; Κι όταν είμαι πολύ καλός ηθοποιός και σπουδαίος πρωταγωνιστής;»)
Στον κόσμο του ελληνικού θεάματος, όλα αυτά δεν ήταν αποκλειστικό «προνόμιο» του Φιλιππίδη. Θα μπορούσε κάποιος με εμπειρία στον θεατρικό χώρο και στις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών να τα χαρακτηρίσει ακόμα και «πταίσματα». Στην πραγματικότητα μάλλον ήταν πταίσματα, αλλά κυρίως -αν ισχύουν όσα του αποδίδονται- σε σχέση με ό,τι, πολύ χειρότερο, έκανε ο ίδιος στα παρασκήνια και στα καμαρίνια: Συνάδελφοί του μίλησαν για χυδαίες συμπεριφορές, αισχρά σχόλια, εισβολή σε καμαρίνια, απειλές να καταστρέψει την καριέρα όποιας δεν ενδώσει στις επιθυμίες του, προκλητική συμπεριφορά κάτω ή και πάνω στη σκηνή.
Η «αλυσιδωτή» αντίδραση όταν, μετά τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και του ελληνικού MeToo και για τον χώρο του θεάματος, είναι γνωστή, όπως και η μέχρι στιγμής εξέλιξη της υπόθεσής του- που μάλλον απέκλεισε διαπαντός την παραμικρή περίπτωση αλαζονείας.
Η ιστορία του Πέτρου Φιλιππίδη γράφεται ακόμα, αλλά όχι πια στο θέατρο. Στον εισαγγελέα. Τι επίλογο να βάλεις λοιπόν σ΄αυτό το κομμάτι; Ανατρέχοντας στα αποφθέγματα για τη «ματαιοδοξία» δεν απέφυγα τον διδακτισμό, αλλά μάλλον με διασώζει η σοφία της ρήσης που αποδίδεται στον Τολστόι: «Ο άνθρωπος μοιάζει με κλάσμα όπου ο αριθμητής είναι ο πραγματικός εαυτός του και ο παρονομαστής η ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Όσο μεγαλύτερος ο παρονομαστής, τόσο μικρότερη η αξία του κλάσματος. Και όσο ο παρονομαστής διογκώνεται προς το άπειρο, τόσο το κλάσμα τείνει προς το μηδέν».
Η αλήθεια είναι ότι, δυστυχώς, ταιριάζει στην περίπτωση.