Μαριγώ Ζαραφοπούλα: Η αφανής ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης
Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα ήταν μία από τις αφανείς ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης.
Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα καταγόταν από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης. Μέσω του αδελφού της, εμπόρου Χατζη-Βασίλη Σαράφη, ο οποίος ήταν Φιλικός, ήρθε σε επαφή με άλλα μέλη της Εταιρείας. Λόγω των σχέσεων της οικογένειάς της με σημαίνοντες Τούρκους, ανέλαβε το έργο της συλλογής πληροφοριών για τις κινήσεις αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης.
Σύμφωνα με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, μετά την έναρξη της Επανάστασης παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, παρά τα βίαια επεισόδια που ξέσπασαν. Εργάστηκε με παραδειγματικό πατριωτικό ζήλο, διασώζοντας πολλούς ομήρους και παραλίγο να φυλακιστεί η ίδια. Διέφυγε στην Ύδρα, τον Μάιο του 1821. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ενήργησε ως κατάσκοπος σε πολιορκούμενα από τους Έλληνες φρούρια και πόλεις, προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες αλλά και να παραδώσει σημαντικά έγγραφα, με σκοπό την απελευθέρωση αιχμαλώτων.
Διέθεσε την περιουσία της για την περίθαλψη τραυματιών και ασθενών και για την αγορά πολεμοφοδίων και τροφίμων για τον στρατό. Τη δράση της πιστοποιούν γνωστοί οπλαρχηγοί:
«Οἱ ὑποφαινόμενοι […] πιστοποιοῦμεν ἐν γνώσει καὶ μὲ πλήρη πεποίθησιν ὅτι ἡ κ. Μαριγὼ Ζαραφοπούλα, ἀδελφὴ τοῦ Χατζῆ-Βασίλη ἐκ Ταταούλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος καρατομηθέντος παρὰ τῆς Οθωμανικῆς ἐξουσίας, σύζυγος δὲ τοῦ φονευθέντος Ταγματάρχου τοῦ Πεζικοῦ Στεφάνου, διὰ τῶν ὁποίων εἴχεν ἐν Κων/λει ἰσχυρῶν μέσων καὶ δι’ ἰδίων αὐτῆς χρημάτων συνετέλεσε εἰς την δραπέτευσιν τῶν Ἀοιδίμων υἱῶν τοῦ ἀξιοδέβαστου γέροντος Π. Μαυρομιχάλη κρατουμένων παρά τῆς Ὀθωμανικῆς ἐξουσίας ἐν Κων/λει καὶ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν κατατρεχθεῖσα παρὰ της ἐξουσίας. Διεσώθη εἰς Βλαχομπογδανίαν μετὰ πολλοὺς κινδύνους καὶ εξοδα.Ἐκείθεν μετέβη εἰς Ὕδραν κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ἐπαναστάσεως ὅπου λαβοῦσα παρὰ τοῦ πατρός της ἱκανὴν χρηματικὴν ποσότητα μετέβη εἰς τὴν Τριπολιτζὰν πολιορκουμένην τότε παρὰ τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ ἐστάλη παρὰ τῶν ἀοιδίμων ἀρχηγῶν Θ. Κολοκοτρώνη καὶ Δ. Ὑψηλάντη καὶ λοιπῶν ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ νὰ ἐγχειρίση οὐσιώδη ἐγγραφα, ἐκπλήρωνε δὲ θαμασίως τὸν σκοπὸν τῆς ἀποστολῆς της τουθ’ αὐτὸ ἔκαμε, καὶ εἰς τὴν πολιορκίας τοῦ Ναυπλίου. Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τῆς εἰσβολῆς τῶν Αίγυπτίων ἐν τῇ Πελοποννήσῳ ἐστάλη ὑπὸ τῶν διαφόρων ἐπισήμων ὁπλαρχηγῶν εἰς διάφορα μέρη κρατούμενα ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, διὰ τὸν αὐτὸν σκοπὸν ἔδωσε καὶ ἔλαβε γράμματα ἐκ τῶν πολιορκουμένων μερὼν καί ἐξεπλήρωσε ἀκριβῶς τὀν σκοπόν τῆς ἀποστολῆς της. Ἐν δὲ τῇ ἐποχῆ καθ’ ἥν τὰ ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ τὸ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ συνταγματάρχου Φαβιέρου Πεζικὸν τακτικῶν ὑπέφερεν ἐν Καρύστῳ καὶ ἦταν εἰς κίνδυνον ἡ μνησθεῖσα κυρία δ’ ἰδίων της χρημάτων ἐφόρτωσε ἀπὸ τὶς Σπέτζες μίαν γολέταν μὲ παξιμάδια καὶ τὰ ἐπῆγε ἡ .ιδια εἰς Κάρυστον καὶ τὰ διεμοίρασε εἰς τὸν πεινώντα στρατόν, πρὸς δὲ καὶ είς τὴν κατὰ τῆς Κρήτης ἐκστρατείαν τοῦ Χατζῆ-Μιχάλη συνεισέφερε χρηματικὰς ποσότητας δ’ ἀγορὰν πολεμοφοδίων καὶ τροφῶν.
Εἰς ἔνδειξιν τούτων ἁπάντων ἀποφαινόμεθα τῇ 20 Νοεμβρίου 1843 ἐν Ἀθήναις. Π. Νοταράς, Χατζή Χρήστος, Γ. Αγαλλόπουλος, Π. Μαυρομιχάλης, Χατζή Μιχάλης, Νικήτας Σταματελόπουλος, Ιάκωβος Κούμης, Νικ. Γριτζώτης».
Μετά το τέλος του Αγώνα και αφού έχει διαθέσει όλα τα χρήματά της για την Επανάσταση υπέβαλε αίτηση στην «Εξεταστική επί του Ιερού Αγώνος Επιτροπή» ζητώντας σύνταξη. Στην αίτησή της, με ημερομηνία 19 Απριλίου 1865, εκφράζει το εύλογο παράπονο ότι άλλοι που προσέφεραν πολύ λιγότερα από εκείνη και τον σύζυγό της στον Αγώνα, πήραν σύνταξη και αυτή που «στερείται ακόμα και αυτού του επιουσίου» δεν έλαβε τίποτα.
iefimerida.gr