Κο, τι έξιπνα μέτρα πίρανι;
Μιγάλα τα κιφάλια
σν Νιέα Δημουκρατία
έχνι πουλί μιαλό
έχνι κι ιμπιρία.
Τ’ αλλάζουνι τα μέτρα
σχιδόν πικιλουτρόπους
κι για να σι ζουρλάνουνι
γι αφνούς δεν ίνι κόπους.
Κάθι μέρα που πιρνάι
τ’ γιρίζουν τι μπιφτέκα
Ουφ! Μι καταμπέρδιψαν
δάχλα θα τς δίξου δέκα.
Κο, μιν έχου γω του πρόβλιμα
κι δε τσ καταλαβένου;
Μι δε σκαμπάζου τίπουτα
μίπους χαμπάρ’ δε πέρνου;
Ίμαν χαζιά που πίστιψα
στα ίξιπνα τα μέτρα;
Μιν ίμι ιγώ ιπέφθιν’
που ίνι καρδιά τς σα πέτρα;
Ιγώ, κο, ίμι του στουρνάρ’
απ’ δε καταλαβαίνου
κι μέτρα εξιπνότιρα
σάμπους τα αναμένου.
Ιφθίς ι Μιτσιουτάκις μου
τα μέτρα πίρι πίσου
Σι λιέι πιο καλίτιρα
του ζνάρι τς θα του σφίξου.
Κο ίνι όλν’ ιβέσθιτι
πρόσιξ τι λιεν τα χίλια σ’
πουτέ δε θα ξιχάσου
πως έκλιγ ι Κικίλιας.
Καλιέ, μι μάτουσι τν καρδιά
που έβαλιν τα κλιάματα
κι ξέχασα ι καψιρί
π’ ίχα για τ’ γούνα τ’ ράματα.
Μι πίριν του παράπουνου
Σνιφ!σνιφ! Καλιέ μ’ θα κλάψου
πουτές πια κιβιρνιτικό
δεν θα τουν ξανακράξου.
Ιπίσκιψι ιπιτρέψανι
σι χώρου αρχιουλουγικό
αρκί να μεντς κοντά
κι αν έχς κι τιχερό …
Αν ίσι σα μακρίτιρα
σι λιέγι δε θα πας
μι πάρς του αυτουκίνητου
τ’ τριακουσιάρα θα τι φας.
Καλά, κο, τι ινόμισις
τα λάθι τς ίν αμέτριτα;
Πώς πέρασιν απ’ του μιαλό σ’
τα μέτρα ιν αμιλιέτιτα.
Σ’ αφίνι, κο, ιλιέφτιρου
να πας για μανικιούρ
Κι ραγανίιζ σινέχια
Γιατί, καλιέ μ,’ μουρμούρ’;
Ισί θέλτς να πιρπατίισ’
σι δίμου διπλανό
κο τόρα πουλί μ’ σίγχισις
γίνγα έξου φρινό.
Καλά, καλιέ μ’, θες να καθίισ’
στου διπλανό του πάρκου;
Γιρεβς ν αλλάξ’ κι δίμου
μιγάλου του ιμπάργκου.
Κι αν μεντς παραθαλάσσια
μπουρίς κι να ψαρέβς
Να πας μι του αμάξι σ’
Ξέχαστου. Μι του γιρέβς.
Σο λιέι, πως τώρα δεν κουλάι
σι χώρους ιξουτιρικούς.
Δε σι βαρούν μι ρόπαλα.
Κο, δεν ίνι απ’ αφνούς.
Καλιέ, θα φκιάντς κι ράπιτ- τεστ
μουνάχους μεσ’ του σπίτ’
Τι σα πέρασ’ ένας χρόνους
αχάριστους ίσι ντίπ.
Σι φένιτι τα μέτρα
δεν έχουν λουγικί
νουμίιζ πως έχν’ δόλου
ίπουλ στρατιγικί;
Νουμίζς πως καθιστέρσαν
μία χρουνιά ουλόκλιρ’
κι πως τν κινουνία
τν άφισαν απόκληρ;
Ιπουψιάσκις του ΕΣΥ
πως τώρα καταρέι
κι μεσ’ απού τις φλέβις τους
μπόλκου του ψέμα ρέι;
Σι φένιτι πως δεν ιπάρχ’
άδιγου κριβάτ’ στις ΜΕΘ;
Τι; Ιπιδί όλου κλαψουρνάς
κι όλο μι λιέγις, Φευ;
Τι αλίμουνου, ρε Έλλινα;
Έξιπνα ίν τα μέτρα.
Κι άμα δε μι πιστέβς
πιάσι καϊμούς κι μέτρα.
Ου Μιτσουτάκις θα σι σωσ’
στου λιέου ιπιφθίνους.
Ίνι σπουδέους άνθρουπους
δεν ίνι θιατρίνους.
Κορ, να τουν ιμπιστέβισι
για σιένα αλλάζ’ τα μέτρα
κανιένα δεν έχ’ σιμφέρουν
ντιπ δεν τουν νιάζ’ ι καρέκλα.
Αχ, Μητσιουτάκι μου, καλιέ
χρισέ μου Μητσιουτάκ’
ι κόσμους ίνι άτιμους
σι κέρασιν φαρμάκ’.
Όχι, δε θέλου να σκανιάζς
Κι σφίξι μας του ζνάρ’
Ιμίς του ξιέρουμι άλλουστι
πως ίσι παλλικάρ!
——————–
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’;
Νόου, δεν του νουμίζου!
Μι τν έκαψις τι γούνα μ’,
μι έσκασις κι αφρίζου!
Ι γκουστιρίτσα»