Απόψεις Παιδεία

“Αστυνομία δια πάσαν νόσον…” γράφει ο Γιάννης Μυλόπουλος

————

Γιάννης Α. Μυλόπουλος*

Δεν υπήρξε άλλη κυβέρνηση από τη μεταπολίτευση και μετά που να στηρίχθηκε στην αστυνομία περισσότερο από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Με κορυφαίο βέβαια τον τερατώδη νόμο Κεραμέως – Χρυσοχοίδη για τα πανεπιστήμια, με το παγκοσμίως πρωτότυπο και πρωτοφανές φαινόμενο ένας υπουργός Δημόσιας Τάξης να εισηγείται νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση, αντιμετωπίζοντας τα πανεπιστήμια σαν… φυλακές υψίστης ασφαλείας.

Χαρακτηριστικό της προσήλωσης της κυβέρνησης στην αστυνομοκρατία είναι ότι ακόμη και τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης την αντιμετωπίζει αποκλειστικά και μόνο μέσω διαδοχικών lockdown, με τα αστυνομικά μέτρα να υποκαθιστούν την ενίσχυση του δημόσιου Συστήματος Υγείας σε στελέχωση και εξοπλισμό.

 Με δυο λόγια, όποια κι αν είναι η ερώτηση για την κυβέρνηση της Δεξιάς, η απάντηση στερεοτυπικά παραπέμπει στην αστυνομία.

Ο νόμος Κεραμέως – Χρυσοχοίδη, με τις εκτρωματικές και παγκοσμίως πρωτότυπες προβλέψεις για μόνιμη εγκατάσταση ειδικών αστυνομικών δυνάμεων εντός των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, για εφαρμογή ηλεκτρονικών μέσων παρακολούθησης της πανεπιστημιακής ζωής και για ποινικοποίηση της ελεύθερης έκφρασης στα πανεπιστήμια και την αναβίωση πειθαρχικών διώξεων κατόπιν κρατικής παρέμβασης, έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων.

Ήδη η Σύνοδος των Πρυτάνεων και όλες οι Σύγκλητοι των πανεπιστημίων έχουν απορρίψει το νόμο, επιμένοντας στην κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων. Σύμφωνα με την οποία η φύλαξη των ιδρυμάτων και ο πειθαρχικός έλεγχος αποτελούν ευθύνη της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης, των πρυτανικών δηλαδή αρχών.

Κι επιπλέον, 3 πανεπιστήμια βρίσκονται ήδη υπό κατάληψη, από φοιτητές που αντιδρούν στο νόμο – έκτρωμα που θα καταστήσει τα ΑΕΙ αστυνομοκρατούμενα φρούρια και χώρους βίας και καταστολής.

Η παταγώδης αποτυχία της επίλυσης των πανεπιστημιακών ζητημάτων μέσω αστυνομικής επέμβασης, αποδείχθηκε περίτρανα στην περίπτωση του ενός από τα τρία πανεπιστήμια, του ΑΠΘ.

Όπου ο φιλοκυβερνητικός πρύτανης Παπαϊωάννου, εκ των ελαχίστων που υποστήριξαν την ανάγκη μόνιμης αστυνομικής δύναμης εντός των πανεπιστημίων, κάλεσε από την πρώτη εκδήλωση φοιτητικής διαμαρτυρίας την αστυνομία, μέσω αναφοράς στην εισαγγελία, χωρίς να επιστρατεύσει πρώτα τις πανεπιστημιακές υπηρεσίες φύλαξης και κυρίως, χωρίς να αξιοποιήσει τις δυνατότητες ειρηνικής διευθέτησης του ζητήματος, μέσω του διαλόγου.

Πιστεύοντας προφανώς ο ίδιος ο πρύτανης, όπως ακριβώς ισχυρίζεται και η δεξιά κυβέρνηση άλλωστε, ότι οι φοιτητές που διαμαρτύρονται για καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης είναι εγκληματίες του κοινού ποινικού που χρειάζονται καταστολή, προσαγωγή και σύλληψη.

Κι ακόμη, πιστεύοντας ότι η ελεύθερη έκφραση των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας είναι εγκληματική πράξη, που πρέπει να παταχθεί.
Μετέβαλαν έτσι το πανεπιστήμιο σε χώρο άσκησης άχρηστης και υπέρμετρης βίας και καταστολής. Η οποία πάντως δεν εμπόδισε την εκ νέου κατάληψη του κτιρίου διοίκησης, αφού αυτό εκκενώθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις.

Το γεγονός λοιπόν ότι σήμερα τόσο το ΑΠΘ, στο οποίο ο πρύτανης για να νομιμοποιήσει την αστυνομοκρατία και επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο, εμπιστεύθηκε τα κλειδιά του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας από την πρώτη στιγμή σε πανίσχυρες αστυνομικές δυνάμεις, όσο όμως και το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στο οποίο ο πρύτανης Τριαντάφυλλος Αλμπάνης επιδεικνύοντας ακαδημαϊκό πνεύμα και αξιοπρόσεκτη αυτοσυγκράτηση, προσπαθεί να χειριστεί την υπόθεση με πανεπιστημιακά μέσα και με διάλογο, παραμένουν και τα δύο υπό κατάληψη, αναδεικνύει την αναποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής που θέλει χρήση αστυνομικών μέτρων για την επίλυση των πανεπιστημιακών ζητημάτων.

Αν η άσκηση αστυνομικής βίας μπορούσε να λύσει τα προβλήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας, που είναι μια κοινότητα νέων ανθρώπων με ζωντάνια, μια κοινότητα δυναμική και ανοικτή στις ιδέες και στον διάλογο, τότε το ΑΠΘ σήμερα θα έπρεπε να το σκιάζει η αστυνομική… φοβέρα. Πράγμα το οποίο εκ του αποτελέσματος δεν συμβαίνει.

Η πολιτική της εφαρμογής αστυνομικών μέτρων λοιπόν στα πανεπιστήμια έχει τρία ισχυρά μειονεκτήματα.

Το πρώτο είναι ότι κρύβει τεχνηέντως τα μεγάλα και πραγματικά προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία η κυβέρνηση εσκεμμένα αποσιωπά. Όπως η δραματική έλλειψη προσωπικού, η υποχρηματοδότηση των υποδομών και των εξοπλισμών, με την Ελλάδα να είναι στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη, αλλά και η εδώ και ένα χρόνο συνεχής εξ αποστάσεως εκπαίδευση, με τα πανεπιστήμια κλειστά και χωρίς τη δια ζώσης άσκηση σε εργαστήρια και κλινικές, που κινδυνεύει να μετατρέψει τα πανεπιστημιακά διπλώματα σε… κορωνοπτυχία.

Το δεύτερο είναι ότι υπονομεύει ευθέως την αυτοδιοίκηση και τις ακαδημαϊκές ελευθερίες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που είναι διεθνώς αποδεκτές σε όλα τα πανεπιστήμια του δημοκρατικού κόσμου και συνιστούν εκ των κορυφαίων εγγυήσεων της Δημοκρατίας.

Το πανεπιστήμιο, ως το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο παράγεται και μεταδίδεται η επιστημονική γνώση, είναι παντού σε όλον τον κόσμο ο ναός του ορθού λόγου και της ελεύθερης έκφρασης των ιδεών, ακόμη και αν αυτές δεν είναι ευχάριστες στην εκάστοτε κυβέρνηση.

Το τρίτο τέλος μειονέκτημα είναι ότι εξ αιτίας ακριβώς της φύσης της λειτουργίας ενός πανεπιστημίου και ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι φοιτητές δεν είναι κακοποιοί για να αντιμετωπίζονται με αστυνομική βία, τα αστυνομικά μέτρα δεν φέρνουν αποτέλεσμα στα πανεπιστήμια, όπως περίτρανα αποδείχθηκε στο ΑΠΘ.

Θα ήταν αποτελεσματικά, εάν επρόκειτο για την εξάρθρωση μια εγκληματικής συμμορίας ή ομάδων κακοποιών.

Όταν όμως πρόκειται για την ελεύθερη έκφραση χιλιάδων φοιτητών, τότε η βία και η καταστολή ασφαλώς δεν μπορεί να είναι η λύση.
Αυτή η αυταρχική και εξόχως αντιδημοκρατική αντίληψη της φίμωσης των νέων και της βίαιης καταστολής της αντίθετης άποψης από την οποία εμφορείται η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι το μεγάλο της χαρακτηριστικό που σφραγίζει την πολιτική της.

Είναι το μεγάλο της στίγμα, με το οποίο και θα φύγει στο τέλος από την διακυβέρνηση της χώρας.

Γιατί όποιος πιστεύει ότι η υγειονομική κρίση θα αντιμετωπιστεί αποκλειστικά με τον περιορισμό των πολιτών στα σπίτια τους επί 6μηνο και την επιβολή αστυνομικών μέτρων στους δρόμους, σαν να είχαμε δικτατορία και δεν παίρνει μέτρα βελτίωσης του Συστήματος Υγείας και δεν προσλαμβάνει υγειονομικό προσωπικό και δεν επενδύει σε νέες ΜΕΘ, γιατί θα ήταν πεταμένα λεφτά, όπως ειλικρινώς παραδέχθηκε ο πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος, καταλήγει να χρεώνεται πολιτικά χιλιάδες άδικους θανάτους.

Όπως συνέβη με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, όπου το 80% των θανάτων, 4.000 θάνατοι δηλαδή, έλαβαν χώρα εκτός ΜΕΘ, επειδή ακριβώς δεν υπήρχαν διαθέσιμα κρεβάτια για να νοσηλεύσουν αυτούς τους ασθενείς. Οι οποίοι έχασαν τελικά τη μάχη, ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής αβελτηρίας.

Κάτι που δυστυχώς φαίνεται να επαναλαμβάνεται και με το τρίτο κύμα της πανδημίας που κτυπά τώρα τη χώρα και το οποίο θα το χρεωθεί και αυτό πολιτικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Κι επιπλέον, όποιος σε ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό και δημοκρατικό κράτος πιστεύει ότι η ελεύθερη έκφραση και η αντίθετη άποψη, όταν εξαντληθεί η προσπάθεια της επικοινωνιακής κυριαρχίας και της προπαγάνδας των ΜΜΕ, πρέπει να κατασταλεί με την άσκηση αστυνομικής βίας, καταλήγει να χάνει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.

Ήδη, οι χιλιάδες φοιτητές που βγήκαν στους δρόμους εν μέσω πανδημίας και καραντίνας και μάλιστα με κλειστά πανεπιστήμια, δείχνουν αυτό που έρχεται για την αυταρχική και ελλειμματική δημοκρατικά κυβέρνηση Μητσοτάκη.

*Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής, πρώην πρύτανης του ΑΠΘ

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ