Μ αφορμή την πρόσφατη τραγωδία στον Όλυμπο και την απώλεια δυο ανθρώπινων ζωών, συγκεκριμένα των γιατρών του Νοσοκομείου Λάρισας, του 49χρονου αναισθησιολόγου Θοδωρή Χατζόπουλου και του 46χρονου παθολόγου Τηλέμαχου Ζαφειρίδη, αναδημοσιεύουμε παλιότερη ανάρτηση, Μάρτιος του 2017, από ανάβαση στο Ρέμα Ναούμ της Ορειβατικής Ομάδας Βέροιας “Τοτός”.
———————–
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
«Όλυμπε, ανήφορε του Δία,
το χώμα σου είναι μαύρο
ζυμωμένο μ’ όλα τα χινόπωρα
των καστανιών και των πλατάνων,
και το πόδι χώνεται βαθύτερα από το ’σταγάλι
για να σ’ ανέβει…»
( από το «Ανεβαίνοντας στον Όλυμπο» του Σικελιανού Άγγελου )
Ο Όλυμπος, το βουνό των θεών, ήταν για άλλη μια φορά, μέσα σε ένα μήνα, η επιλογή των μελών της ορειβατικής ομάδας Βέροιας « Τοτός ».
Μετά την ανάβαση προς την χιονισμένη κορυφή «Κίτρος», που πραγματοποιήθηκε πριν από δύο βδομάδες, σειρά είχε το «Ρέμα Ναούμ». Η επιλεγείσα από την ομάδα τοποθεσία βρίσκεται σε μια λιγότερο δημοφιλή περιοχή της βορειοδυτικής πλευράς του ορεινού όγκου που κοιτά προς τον κάμπο της Ελασσόνας.
Το «Ρέμα Ναούμ» κατατάσσεται στην κατηγορία των πιο απαιτητικών ορειβατικών διαδρομών που ξεκινά από τα 1.300 μέτρα υψόμετρο, από τη θέση «Σπηλιές», που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω από το ορεινό χωριό Πέτρα Ολύμπου.
Μια όμορφη κατά τα άλλα διαδρομή η οποία, αφού διασχίσει το ρέμα και φτάνοντας μέχρι τα 1.700 μέτρα υψόμετρο, συνεχίζει, στο μεγαλύτερο τμήμα της, σε ένα κομμάτι με καθαρά αλπικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχειά της περνά μέσα από τα επιβλητικά «Μεγάλα Καζάνια» και καταλήγει στο «Οροπέδιο Μουσών» που απλώνεται σε ένα υψόμετρο 2.600 μέτρων.
Αυτοί που επιλέγουν το «Ρέμα Ναούμ» ξέρουν πολύ καλά πως στην περιοχή χρειάζεται εμπειρία και γνώση της διαδρομής. Ξέρουν, επίσης, πως το πέρασμά του θέλει μεγάλη προσοχή γιατί υπάρχουν πολλά κομμάτια με μεγάλες κλίσεις και σαθρά σημεία που δυσκολεύουν πολύ την ανάβαση.
Για μας, τα μέλη της ομάδας, η πιο πάνω ορειβατική δραστηριότητα συγκαταλέγεται στις πιο εντυπωσιακές, γιατί όσο ανεβαίνει κανείς τη ρεματιά βλέπει συνέχεια μπροστά του και ψηλά την άγρια ομορφιά των ορθοπλαγιών που καταλήγουν στις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου. Και από την άλλη, είναι η πιο σύντομη σε απόσταση ανάβαση προς το «Οροπέδιο Μουσών».
Φύγαμε, στις 05.00΄ το πρωϊ της Κυριακής 19-03-2017, από τη Βέροια με κατεύθυνση προς το χωριό Αγ. Βαρβάρα. Μετά το χωριό περάσαμε την πανέμορφη λίμνη του Αλιάκμονα και στρίψαμε αμέσως δεξιά ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο που κατασκεύασε η ΔΕΗ με κατεύθυνση προς το Υδροηλεκτρικό Σταθμό Σφηκιάς.
Στη συνέχεια ανηφορίσαμε για τα ορεινά χωριά Σφηκιά και Ριζώματα της Ημαθίας. Πριν μπούμε στα Ριζώματα στρίψαμε αριστερά ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο που οδηγούσε προς το Ελατοχώρι, το ορεινό χωριό με το γνωστό χιονοδρομικό του κέντρο.
Βρισκόμασταν πλέον στο Νομό Πιερίας. Περάσαμε τα ορεινά χωριά Ελατοχώρι, Ρητίνη, Βρύα της Πιερίας και φτάσαμε στη διασταύρωση με την περιφερειακή Κατερίνης – Αγ. Δημητρίου. Στροφή δεξιά και συνεχίσαμε. Κάτω Μηλιά, Φωτεινά τα χωριά της περιοχής πριν τον Αγ. Δημήτριο.Στην έξοδο από τα Φωτεινά, στρίψαμε αμέσως αριστερά ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο προς το χωριό Πέτρα Ολύμπου, που βρίσκεται σε υψόμετρο 520 μέτρων και απέχει 28 χιλιόμετρα από τη πόλη της Κατερίνης.
Άρχιζε να ξημερώνει. Ο ουρανός με λιγοστά αραιά συννεφάκια. Ο ήλιος δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του. Φτάνοντας στη πλατεία του χωριού στρίψαμε δεξιά, ακολουθώντας την ένδειξη της πινακίδας που είδαμε πάνω από την πέτρινη βρύση με τρεχούμενο νερό και έγραφε: «Προς Ταβέρνα ‘‘Ολύμπου Γεύσεις’’ – Ρέμα Ναούμ – Κοκκινοπηλό».
Λιγοστοί κάτοικοι, ακούγοντας τον ήχο των αυτοκινήτων μας, βγήκαν στα μπαλκόνια αγουροξυπνημένοι για να δούν από περιέργεια τι ήταν αυτό που τους χάλαγε την πρωινή τους ηρεμία. Βγαίνοντας από τη Πέτρα αφήσαμε τον ασφαλτόδρομο και μπήκαμε στο δασικό δρόμο. Στο σημείο εκείνο υπάρχει μια πινακίδα που γράφει: «Προς το βουνό των θεών – Κοκκινοπηλό».
Ακολουθήσαμε τον πολύ καλό χωμάτινο δρόμο που στην αρχή του και για κάποια χιλιόμετρα δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Βλέπαμε μόνο, από τη μια μεριά του, τον κάμπο της Πιερίας με κάποια σκόρπια χωριά και στο βάθος με πολύ δυσκολία διακρίναμε την πόλη της Κατερίνης και ακόμη πιο πέρα τον Θερμαϊκό Κόλπο. Από την άλλη, βλέπαμε την πετρώδη άχαρη πλαγιά με τη θαμνώδη βλάστησή του.
Ευτυχώς, το κομμάτι αυτό δεν ήταν μεγάλο σε απόσταση. Μετά από 4 χιλιόμετρα από χωριό ο δασικός δρόμος μας έβαλε μέσα σε ένα μεικτό δάσος δρυός – κωνοφόρων. Όσο προχωρούσαμε οι εικόνες των τοπίων εναλλάσσονταν συνέχεια. Από κάποιο σημείο και μετά περάσαμε μέσα από ένα πυκνό δάσος πανύψηλων κωνοφόρων δένδρων.
Από τη μια μεριά του βλέπαμε, μέσα από τα δέντρα, το πανέμορφο λιβάδι με τα λιγοστά σπίτια που είναι σκορπισμένα στο πλάτωμα που απλώνεται χαμηλά. Και από την άλλη, βλέπαμε την πλαγιά με τα πανύψηλα κωνοφόρα και στη βάση τους τις πανέμορφες ανθισμένες λευκές και κίτρινες πρίμουλες που μας υπενθύμιζαν τον ερχομό της Άνοιξης.
Στη συνέχεια, περάσαμε από τη θέση «Ξηρολάκι» και διανύοντας μια απόσταση 10 χιλιομέτρων από το χωριό Πέτρα φτάσαμε στο σημείο με το χαρακτηριστικό τσιμεντένιο κιόσκι που είναι κτισμένο πάνω σε ένα λοφίσκο. Στο σημείο αυτό στρίψαμε αριστερά παίρνοντας έναν άλλο ανηφορικό δασικό δρόμο.
Δεν κάναμε παραπάνω από 3 χιλιόμετρα και συναντήσαμε τα πρώτα χιόνια. Ήμασταν στα 1.200 περίπου μέτρα υψόμετρο και όσο προχωρούσαμε το χιόνι στο δρόμο γινόταν όλο και περισσότερο. Οδήγηση με πολύ προσοχή. Το πέρασμά μας από μια περιοχή με θέα όλου του μεγαλείου του επιβλητικού ορεινού όγκου του βουνού των θεών που βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του.
Ρέματα, δάση, χιονισμένες πλαγιές και πολύ πιο πάνω η μαγεία των ψηλότερων κορυφών του Ολύμπου. Από αριστερά προς τα δεξιά βλέπαμε, την κορυφή «Τούμπα», το πέρασμα «Πόρτες», τις πίσω πλευρές των κορυφών «Στεφάνι», «Μύτικα», στη συνέχεια το πέρασμα της «Κακόσκαλας» και τέλος την κορυφή «Σκολιό» με την κόψη του. Πολύ πιο δεξιά διακρίνονταν οι χιονισμένες κορυφές «Κίτρος» και «Νάνα».
Προχωρήσαμε με τα αυτοκίνητά μας ακόμη πιο πάνω και φτάνοντας στα 1.265 μέτρα υψόμετρο αποφασίσαμε να τα σταθμεύσουμε σε ένα άνοιγμα του δρόμου γιατί το πολύ χιόνι δυσκόλευε τη διέλευσή τους. Βρισκόμασταν πολύ μακριά από το «Ρέμα Ναούμ». Η επικρατούσα, όμως, κατάσταση δεν μας επέτρεπε να προχωρήσουμε άλλο.
Ο Τοτός, ο αρχηγός μας, φαινόταν σκεπτικός. Κοιτάζοντας προς τις χιονισμένες απότομες πλαγιές έδειχνε προβληματισμένος. Βλέποντας το πολύ χιόνι, που άρχιζε από χαμηλά, θεώρησε πως το πέρασμά μας από τη ρεματιά θα ήταν πολύ δύσκολο και θα γινόταν δυσκολότερο εάν η ποιότητα του χιονιού δεν ήταν καλή και τα πόδια μας βουλιάζανε σε μεγάλο βάθος.
Εκείνη τη στιγμή «μιλούσε» η πολύχρονη εμπειρία του και η πολύ καλή γνώση της διαδρομής. Από τον Θανάση έγινε μια άλλη πρόταση, ενδιαφέρουσα και αυτή. Να ανηφορίσουμε, δηλαδή, προς τα πάνω από την «Κόψη Σκολιού».
Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη. Ακούστηκαν και άλλες προτάσεις. Η απόφαση τελικά της πλειοψηφίας ήταν να επιχειρήσουμε το εγχείρημα και να προχωρήσουμε προς τα πάνω περνώντας μέσα από το «Ρέμα Ναούμ» προσπαθώντας να φτάσουμε μέχρι το σημείο εκείνο της διαδρομής που θα μας το επέτρεπε η ποιότητα του χιονιού.
Κάποιοι από μας δεν την κάναμε την διαδρομή με παρόμοιες συνθήκες και θέλαμε να βιώσουμε αυτή την εμπειρία. Και κάποιοι άλλοι επισκέπτονταν την περιοχή για πρώτη φορά στα ορειβατικά τους χρόνια. Έτσι, 8 μέλη της ομάδας ( ανδρική υπόθεση), αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την δύσκολη ανηφορική πορεία μας.
Πήραμε όλα όσα θα μας χρειάζονταν. Τα σακίδιά μας βαριά, φορτωμένα με τα επιπλέον απαραίτητα πιολέ, κραμπόν. Ενεργοποίηση των GPS, ρύθμιση των ασυρμάτων και ξεκινήσαμε. Περπατήσαμε το χιονισμένο δασικό δρόμο και μετά από πορεία μιάς ώρας φτάσαμε, επιτέλους, στη θέση «Σπηλιές», το σημείο που ξεκινά το ανηφορικό μονοπάτι περνώντας μέσα από το «Ρέμα Ναούμ».
Δεξιά μας η απότομη πλαγιά με τις χαρακτηριστικές εσοχές της που σχηματίζουν σπηλιές διάφορων μεγεθών ( ο λόγος που πήρε την τοπωνυμία του το σημείο εκείνο ). Σπηλιές που μπορούν να «φιλοξενήσουν» οδοιπόρους σε ακραίες καιρικές συνθήκες ή να «χρησιμοποιηθούν» για μία διανυκτέρευση ανάγκης.
Ο καιρός καταπληκτικός, ο ουρανός καθαρός και η θερμοκρασία στους 9 βαθμούς Κελσίου.
Μπήκαμε στο ρέμα και το ακολουθήσαμε προς τα πάνω. Η διαδρομή μας είχε περάσματα μέσα από στενά σημεία με πανύψηλες και σχεδόν κάθετες πλαγιές που ορθώνονταν δεξιά και αριστερά της ρεματιάς, κάτι που μας έδινε την εντύπωση πως διασχίζαμε φαράγγι.
Πλαγιές που όταν τις κοιτάς διαπιστώνεις πως έχουν ένα παράξενο σχηματισμό. Έχουν ένα πρωτόγνωρο κατασκευαστικό από τη φύση μείγμα.
Βλέπαμε κοτρώνες διάφορων μεγεθών «φυτεμένες» κυριολεκτικά μέσα στο σκουρόχρωμο καφετί χώμα να «κρέμονται» πάνω από το ρέμα «έτοιμες» να ξεκολλήσουν και να πέσουν στην κοίτη της ρεματιάς. Στη θέα τους μας «προκαλούσαν» να τις θαυμάσουμε και παράλληλα μας «ανάγκαζαν» να κοιτάμε ψηλά στο πέρασμά μας από κάτω, μήπως κάποια πέτρα πέφτοντας μας τραυματίσει με απρόβλεπτες συνέπειες.
Δεν είναι μόνο τα στενά περάσματα με τις παράξενες κατασκευαστικές πλαγιές και οι σπηλιές που συναντά κανείς στην αρχή της διαδρομής, αυτά που χαρακτηρίζουν και κάνουν ξεχωριστό το «Ρέμα Ναούμ» από τις άλλες ρεματιές. Είναι και το γεγονός ότι η πορεία μέσα από αυτό γίνεται αναγκαστικά με ελιγμούς περνώντας ανάμεσα από τις αμέτρητες κοτρώνες και τους σκόρπιους ογκόλιθους.
Όλα ήτα καλυμμένα από χιόνι που ήταν μαλακό, κάτι που μας ανάγκαζε να μη βιαζόμαστε και να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πέρασμά μας από το κομμάτι εκείνο για να αποφύγουμε κάποιο ανεπιθύμητο τραυματισμό. Ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί το πόδι σε κάποιο κενό που σχημάτιζαν οι κοτρώνες μεταξύ τους και δεν φαινόταν καθόλου σκεπασμένο από χιόνι.
Κάπου-κάπου, ανηφορίζοντας βλέπαμε στους βράχους τα κόκκινα σημάδια της σήμανσης του μονοπατιού ή συναντούσαμε τους «κούκους», πέτρες τοποθετημένες τη μία πάνω στην άλλη από κάποιο χέρι ορειβάτη, που έδειχναν τα σημεία από τα οποία έπρεπε να περάσουμε με ασφάλεια.
Όταν βρισκόμασταν δίπλα στις σπηλιές ή περνούσαμε μέσα από αυτές, σταγόνες νερού έπεφταν πάνω μας, λές και έβρεχε σε μια ηλιόλουστη και με ένα καταγάλανο ουρανό μέρα.
Φτάνοντας στα 1.500 μέτρα υψόμετρο, το χιόνι άρχιζε να γίνεται πιο σκληρό από κάτω. Κάτι που μας διευκόλυνε στην πορεία προς τα πάνω, γιατί τα πόδια μας δεν βουλιάζανε πλέον.
Επειδή γνωρίζαμε πολύ καλά την περιοχή, υπολογίζαμε πως το χιόνι σε πολλά σημεία στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής έφτανε σε βάθος μέχρι και τα 5 μέτρα. Καταλήξαμε σε αυτή την εκτίμηση βλέποντας τις πολύ βαθιές κοίτες του ρέματος να έχουν εξ’ ολοκλήρου σκεπαστεί από χιόνι τόσο της τελευταίας χιονόπτωσης, όσο και εκείνου που συγκεντρώθηκε «γλιστρώντας» από τις απότομες και σχεδόν κάθετες πλαγιές.
Όπου και να γυρίζαμε τα βλέμματά μας αντικρίζαμε εικόνες μαγείας, εικόνες απερίγραπτες.
Παντού χιονισμένο τοπίο. Από τα αριστερά μας, η «Κόψης Ναούν» με τα κωνοφόρα δένδρα να στέκονται «γαντζωμένα», λές και «σκαρφάλωναν» την απότομη πλαγιά της. Από τα δεξιά μας, η «Κόψη Σκολιού» με την παρόμοια εικόνα των δένδρων να «συναγωνίζονται» μεταξύ τους «επιδεικνύοντας» τις αναρριχητικές τους ικανότητες. Και μπροστά μας, πάνω ψηλά, η πλάτη του γιγάντιου «θρόνου του Δία», το «Στεφάνι», που ορθώνονταν επιβλητικά φτάνοντας σχεδόν μέχρι τον ουρανό.
Στα 1.520 μέτρα υψόμετρο και μετά από 1 ώρα και 35 λεπτά πορείας, από τη θέση «Σπηλιές», κάναμε στάση για ολιγόλεπτη ξεκούραση σε ένα κατάλευκο τοπίο. Πολλά υγρά, σοκολάτα, μπισκότα, μπάρες δημητριακών, συζήτηση, φωτογραφίες. Ο ήλιος αφού πέρασε το «εμπόδιο» των ψηλότερων κορυφών του Ολύμπου «έκαιγε» πάνω από τα κεφάλια μας.
Δεν μείναμε παραπάνω από 10 λεπτά και αφού πασαλείψαμε τα πρόσωπά μας με αντιηλιακές κρέμες ξεκινήσαμε την πορεία μας προς τα πάνω. Στα 1.770 μέτρα υψόμετρο φτάσαμε μετά από 40λεπτη ανηφορική πορεία περπατώντας πάνω σε χιόνι που ήταν παγωμένο από κάτω.
Στο σημείο αυτό βρισκόμασταν ήδη στο αλπικό κομμάτι του ορεινού όγκου.
Σημάδια και «κούκους» δεν συναντήσαμε πουθενά, μονοπάτι δεν βλέπαμε. Όλα τα είχε καλύψει το πολύ χιόνι. Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να βγούμε από το ρέμα, από τη δεξιά του μεριά, κάνοντας μια «δικιά μας» διαδρομή. Μπήκαμε στο πιο απότομο και πολύ απαιτητικό κομμάτι της πλαγιάς για να φτάσουμε στο καταφύγιο ανάγκης που βρίσκεται στη λάκα των «Μεγάλων Καζανιών».
Θέλαμε άλλα 350 μέτρα υψομετρικής διαφοράς για να φτάσουμε στο σημείο εκείνο. Η πορεία όσο ανηφορίζαμε γινόταν δύσκολη. Ο ήλιος έκαιγε πάνω από τα κεφάλια μας και το χιόνι άρχισε να μαλακώνει. Η κλίση πολύ μεγάλη. Το σώμα μας απείχε μόλις ένα μέτρο από το χιόνι της πλαγιάς.
Τα πόδια μας βούλιαζαν μέχρι το γόνατο. Τα βήματά μας βαριά , το πέρασμα αργό και οι ανάσες μας ακόμη πιο βαριές. Πεισμώναμε, βάζαμε τα δυνατά μας, παίρναμε βαθιές ανάσες και συνεχίζαμε.
Χρειαστήκαμε 1 ώρα και 50 λεπτά υπερπροσπάθειας για να φτάσουμε τελικά στο μεγαλείο της φύσης, στα «Μεγάλα Καζάνια». Συνολικός χρόνος ανηφορικής πορείας από τη θέση «Σπηλιές» μέχρι τα «Καζάνια», 4 ώρες και 20 λεπτά.
Επιφωνήματα θαυμασμού, τα «εύγε» του κατορθώματος.
Στα 2.150 μέτρα και μέσα στο μεγάλο πλάτωμα των «Μεγάλων Καζανιών» αισθανθήκαμε ένα δέος. Η θέα από το σημείο που βρισκόμασταν μοναδική και επιβλητική. Οι εικόνες που αντίκριζαν τα βλέμματά μας απερίγραπτες, μαγευτικές.
Ένα τοπίο κατάλευκο με κάποιες σκουρόχρωμες βραχώδεις πλαγιές να κάνουν τη διαφορά. Το καταφύγιο ανάγκης, μία εσοχή που δημιούργησαν ανάμεσά τους δύο μεγάλοι πεσμένοι βράχοι, διακρινόταν με δυσκολία. Δεν μπορούσαμε να δούμε ούτε την Ελληνική σημαία που είχαν ζωγραφίσει κάποιοι στον έναν από τους βράχους της μικρής σπηλιάς που διαμορφώθηκε στη συνέχεια κατάλληλα για να μπορέσει να «φιλοξενήσει» ορειβάτες σε ακραίες καιρικές συνθήκες.
Μπροστά μας, από αριστερά προς τα δεξιά, βλέπαμε την κορυφή «Τούμπα», το πέρασμα «Πόρτες», τις κάθετες βραχώδεις γιγάντιες πίσω πλευρές των κορυφών «Στεφάνι», «Μύτικα». Δεξιότερα του «Μύτικα» το πέρασμα της «Κακόσκαλας» και στη συνέχειά του η κορυφή «Σκολιό» με την κάθετη βραχώδη κόψη του.
Κοιτάζοντας αριστερά μας, βλέπαμε την βραχώδη απότομη πλευρά της «Κόψης Ναούμ».Πίσω μας χαμηλά, ένα τμήμα του «Ρέματος Ναούμ» που περάσαμε και ακόμη πιο πέρα στο βάθος τα Πιέρια Όρη.
Φωτογραφίες, βιντεολήψη από ψηλά. Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη για τη συνέχεια της πορείας. Αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε προς τις «Πόρτες», το πέρασμα που οδηγούσε στο «Οροπέδιο Μουσών», γιατί το μαλακό και βαθύ χιόνι θα μας δυσκόλευε πολύ.
Έτσι, μετά από μια 30λεπτη ξεκούραση, πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής. Η κατηφορική πορεία μας με λιγότερη δυσκολία, αν και τα πόδια μας βυθίζονταν στο χιόνι μέχρι το γόνατο. Μπαίνοντας στο ρέμα από τα 1.800 μέτρα υψόμετρο και κατηφορίζοντας προς τα κάτω βρήκαμε την ποιότητα του χιονιού κάπως καλύτερη. Μας διευκόλυνε στο πέρασμά μας.
Από τα 1.500 μέτρα, όμως, και κατηφορίζοντας προς τη θέση «Σπηλιές» η πορεία μας γινόταν με πολύ προσοχή για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού, γιατί το χιόνι στο κομμάτι εκείνο ήταν μαλακό και το πόδι βούλιαζε.
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 50 λεπτά από τα «Μεγάλα Καζάνια» για να φτάσουμε στη θέση «Σπηλιές». Συνεχίσαμε την πορεία μας περπατώντας πάνω στο χιονισμένο δασικό δρόμο μέχρι τα αυτοκίνητά μας. Φτάνοντας στο σημείο εκείνο, άλλη μια Κυριακάτικη ορειβατική μας εξόρμηση έφτασε στο τέλος της.
Με τα συναισθήματά μας ανάμεικτα αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.
Ήταν η στιγμή που νιώθαμε δικαιωμένοι με την απόφασή μας να τολμήσουμε να ανεβούμε μέχρι το ψηλότερο σημείο που μας το επέτρεπε το χιόνι, περνώντας μέσα από το χιονισμένο «Ρέμα Ναούμ» και κάνοντας την πιο δύσκολη και απαιτητική διαδρομή.
Φύγαμε από το βουνό των θεών με αμέτρητες εικόνες που «αποτυπωμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας θα μας συντροφεύουν, πλέον, από δω και πέρα.
Απολογισμός :
Διαδρομή : Λίγο πριν τη θέση «Σπηλιές» του «Ρέματος Ναούμ» (υψ. 1.265 μ.) – «Ρέμα
Ναούμ» – «Μεγάλα Καζάνια» ( υψ. 2.150 μ.) – επιστροφή
Ομάδα : 8 ατόμων
Υψομετρική διαφορά : 1.000 μ. (με τα ανεβοκατεβάσματα).
Διάρκεια : 8 ώρες ( συνολικός χρόνος στο βουνό )
Απόσταση : 18,5 χιλιόμετρα
Την αρχική ανάρτηση του 2017 μπορείτε να τη δείτε ΕΔΩ