που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα.
Και λέω πάλι, δε βαριέσαι,
έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά»
(Μπέρτολντ Μπρεχτ)
Χρόνια τώρα, ακούω σε συζητήσεις ή βλέπω κάποιους ανθρώπους που δηλώνουν στα προφίλ τους στο fb επαναστάτες, κομμουνιστές, αναρχικοί κλπ., να τα βάζουν συστηματικά με «το λαό». Το λαό που «κοιμάται», που «είναι δειλός και συμβιβασμένος», που «ψηφίζει τους εχθρούς του». Με ύφος εντελώς υποτιμητικό. Έως και με βρισιές του τύπου «ξυπνήστε ζώα», «σούργελα», «γατάκια» κλπ.
Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με το αν και κατά πόσον αυτό το στυλ είναι έστω και ελάχιστα … αποτελεσματικό (ανθρωποδιωχτικό το λένε κάποιοι). Κυρίως γιατί αν πω σε κάποιον «δε μου αρέσει ο τρόπος που τα λες», είναι σα να συμφωνώ εν μέρει με την ουσία αυτών που λέει. Κι εγώ μ’ αυτή τη στάση και το ύφος απέναντι στο λαό, διαφωνώ 1000%, όποια γλώσσα κι αν χρησιμοποιούν.
Για ποιο λαό τα λένε αλήθεια αυτά;
Όταν κάποιος αποφασίζει να υιοθετήσει αυτή την ιδεολογία, βάζει ψηλά στα ιδανικά του την αγάπη και την υπεράσπιση αυτού του λαού. Αυτού του λαού που ο ίδιος (ο καθένας μας) τον τραγουδά στα αντάρτικα και τα άλλα εργατικά τραγούδια, που διαβάζει την ιστορία του και τιμά τα κατορθώματά του. Αυτού του λαού που τον υμνούν οι αγαπημένοι μας ποιητές, ο Ρίτσος που λέει «να μη ξεχωρίζουμε από (αυτό) τον κόσμο» κι ο Χικμέτ που συμπληρώνει πως «η μοίρα (αυτού) του κόσμου είναι και δική μας μοίρα». Αυτού του λαού που είναι ο μόνος που μπορεί να υλοποιήσει τα όνειρά μας, γιατί τις επαναστάσεις τις κάνουν οι λαοί. Κι αν δεν την κάνει αυτός ο λαός την επανάστασή “σου”, δε θα την κάνει κανείς. Κι ο λαός δεν ανακοινώνει τις επαναστάσεις του. Τις κάνει, όταν έρχεται η ώρα. Αρκεί να βρεθεί τότε μια κατάλληλη ιδεολογία, ένα κόμμα συνωμοτών επαναστατών προετοιμασμένο και μια ηγεσία να την εκφράσει, καθοδηγήσει, εξασφαλίσει.
Και τέλος πάντων, αλλιώς δε γίνεται. Ο λαός δεν είναι πρόβλημα. Είναι η μόνη λύση. Ας το πάρουμε απόφαση λοιπόν καθώς σκεπτόμαστε τα πολιτικά μας οράματα. Εμείς που θέλουμε να αλλάξουμε τον πλανήτη, εμείς πρέπει να αλλάξουμε μυαλά στον κόσμο. Με υπομονή και σωστή ακούραστη δουλειά.
Ποιος λαός ήταν «καλύτερος» από αυτόν εδώ;
Ήταν άραγε … «καλύτερος λαός» οι Έλληνες το 1820 ; Ήταν λιγότερο φοβισμένοι, εσωστρεφείς, κλεισμένοι στα καβούκια τους οι Έλληνες το 1939; Κι όσοι λαοί έκαναν την δική τους επανάσταση (Γάλλοι, Αμερικάνοι, Ρώσσοι, Κινέζοι, Βιετναμέζοι, Κουβανοί, κλπ.), υπήρξαν άραγε εξυπνότεροι, πιο καλλιεργημένοι, πιο πολιτικοποιημένοι, λιγότερο συμβιβασμένοι και φοβισμένοι; Ή πιο τολμηροί και πιο … ήρωες από το δικό «σου», μέχρι λίγο καιρό πριν να ξεσπάσουν με την επανάστασή τους;
Θυμήσου: Ο λαός ποτέ δεν ήταν τόσο ιδεολόγος, τόσο αλτρουιστής και τόσο άφοβος, όσο τον απαιτείς. Μεταξύ μας, κανένας δεν είναι. Ο κόσμος πάντα έτσι ήταν. Εύπιστος στα εύκολα. Δύσπιστος σ’ όποιον του πρότεινε τα δύσκολα. Άπιστος σ’ αυτόν που του προτείνει ρίσκα και που του ζητά προσωπικές θυσίες.
Και τι σας έχει κάνει εν τέλει αυτός ο λαός;
Είναι διστακτικός; Δειλός; Κλεισμένος στο σπίτι και στον καναπέ του; Θαρρείς ότι θα ήταν φυσιολογικό δέκα είκοσι χρόνια μετά το Σπάρτακο, οι σκλάβοι της γης να ήταν ξανά ξεσηκωμένοι για νέα επανάσταση; Θαρρείς ότι είναι φυσιολογικό, να υπάρχουν χώρες στον κόσμο που δεν έχουν κομμουνιστικό ή εργατικό κόμμα κι ένας λαός να είναι έτοιμος στο δρόμο για τη νέα εξέγερσή του; Ή μήπως θαρρείς ότι αυτός ο λαός είναι αμέτοχος στο ότι η χώρα του έχει το πιο ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα στην Ευρώπη κι από τα πιο ισχυρά στον κόσμο; Επομένως θα συμφωνήσουμε ότι η κατάσταση των ΚΚ και το επίπεδο συνειδητοποίησης του λαού, σε κάθε χώρα, αλλά και παγκοσμίως, πάνε χέρι χέρι. Σου περνάει ακόμα από το μυαλό ότι αυτός ο λαός ίσως λουφάζει, ακριβώς γιατί ξέρει καλά τι είναι ικανός να κάνει και τι του ζητάμε κι εμείς να κάνει; Άλλωστε το βλέπει κάθε μέρα στις φωτογραφίες που έχει στο σαλόνι του. Και το ένα και το άλλο.
Δεν μιλάω προφανώς για «υποταγή» στο λαό.
Και ευθύνες έχει. Και να του τις υπενθυμίζουμε πάντα χρειάζεται. Και πολλές φορές να πάμε κόντρα και με τις απόψεις του. Πρέπει να το κάνουμε και το κάνουμε. Κι αυτή την στάση ωραιότατα (= ύφος και γλώσσα απέναντι στο λαό) την εκφράζει κι ο Χικμέτ, στο ποίημά του «Το πιο παράξενο από όλα τα πλάσματα» (το παραθέτω στο τέλος). Σε καμιά λοιπόν περίπτωση δε λέω να γλείφουμε το λαό. Ούτε να πάμε «με τα νερά του». Και καλά κάνουμε και δεν πάμε. (Αγανακτισμένοι, Μακεδονικό, Ολυμπιακοί αγώνες, συγκεντρώσεις ΓΣΕΕ, κλπ.). Αντίθετα, είμαι με τους Γαλλιλαίους και με τις Κασάνδρες που έλεγαν την αλήθεια, αλλά οι λαοί έπρεπε πρώτα να πάθουν για να μάθουν.
Αλλά τώρα που ίσως και να υπερβάλω λίγο (κι έχει φυσικά και πολλές άλλες πλευρές το θέμα), το κάνω αναγκαστικά γιατί μου φαίνεται ότι πολλοί … έχετε μπατάρει λίγο. Κι ομολογώ, είναι εύκολο για τον καθένα που έχει μέσα του λίγη, τόση δα, μικροαστική ανυπομονησία.
Δε μ’ αρέσει να χρησιμοποιώ λέξεις βαριές όπως «αντιδιαλεκτικό» και τέτοια, λες κι είμαι εγώ ο κριτής. Ούτε να κουνάω δάχτυλα στον οποιοδήποτε και να του κολλάω βαρύγδουπες ταμπέλες. Πάντα λέω ότι έχω μια γνώμη κι όποιος έχει αντίθετα επιχειρήματα ας μου την αλλάξει. Μπορεί λοιπόν να κάνω εγώ λάθος. Αλλά αυτά τα γράφω, γιατί νομίζω ότι μπορεί και να μη κάνω λάθος. Και νομίζω ότι δε μπορούμε να μιλάμε και να γράφουμε υποτιμητικά για το λαό. Γιατί δεν το αξίζει. Γιατί κι εμείς είμαστε μέρος του λαού. Γιατί δεν μπορεί είναι αυτή η δική μας άποψη. Και γιατί δεν έχει έννοια αυτή η άποψη, αφού αυτός είναι ο λαός.
Υ.Γ. Ναζίμ Χικμέτ, Το πιο παράδοξο απ’ όλα τα πλάσματα (1948).
Διαβάστε το δυο φορές. Μια όταν το λέει για το λαό. Και μια όταν το λέει για καθέναν από μας. Γιατί ο καθένας από μας δεν είναι άλλο πράγμα από το λαό.
«Σαν το σκορπιό είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σκορπιό,
μέσα σε μια μεγάλη νύχτα τρόμου.
Σαν το σπουργίτι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σπουργίτι
μέσα στις μικροσκοπικές σκοτούρες του.
Εχ, σαν το στρείδι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το στρείδι
το σφαλισμένο και ήσυχο.
Τι τρομερός πούσαι, αδερφέ μου,
σα στόμιο σβησμένου ηφαιστείου.
Κ’ ένας δεν είσαι, αλλοίμονο,
δεν είσαι πέντε
δεν είσαι μήτε και μιλιούνια.
Σαν πρόβατο είσαι, ω αδερφέ μου.
Όταν ο μπόγιας, το τομάρι σου ντυμένος,
όταν σηκώνει το ραβδί του ο μπόγιας,
βιάζεσαι να χωθείς μες το κοπάδι
και τρέχοντας τραβάς για το σφαγείο,
τρέχοντας, κι από Πάνου με καμάρι.
Είσαι το πιο παράδοξο πλάσμα του κόσμου,
πιότερο ακόμα κι απ’ το ψάρι
που ζει μέσα στη θάλασσα χωρίς Ναν τη γνωρίζει.
Κι αν είναι δω στη γης τόση μιζέρια
είναι από σένανε, αδερφέ μου,
Αν είμαστε έτσι πεινασμένοι κ’ έτσι τσακισμένοι
Αν είμαστε γδαρμένοι ως το μεδούλι
και πατημένοι σαν τσαμπιά να δώσουμε όλο το κρασί μας,
Τάχα θα πω πως είναι από δικό σου φταίξιμο; – όχι,
Όμως και συ, αδερφέ μου, φταις καμπόσο».