Απόψεις

«Άτιτλα κύματα» γράφει η Σοφία Παυλίδου

«Για μας η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων» (Οδυσσέας Ελύτης)

Κι εγώ σημάδεψα το δειλινό ένα κύμα μακρινό και πορεύτηκα …

Σοφία Παυλίδου

Σαν τα κύματα που κινούνται προς την παραλία με τα βότσαλα, έτσι περνάν κι απ’ το μυαλό μου οι σκέψεις, σα να βιάζονται κι αυτές να φτάσουν στο τέλος τους. Αυτή η γαλαζόφλεβη αφρισμένη απόκριση της θάλασσας με περικυκλώνει και με ρωτά να διαλέξω. Μέχρι τα όρια της θάλασσας ή πιο πέρα;

Σαν τη ζωή και τα κύματα. Ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμα πεισματώνουν μ’ εκείνους που έφυγαν, που χάθηκαν. Καπετάνιοι που στο πρόσωπό τους η αρμύρα έσκαψε τις λακκούβες της βαθιά.

Απέραντο πέλαγος κι η ψυχή του καθενός. Και κάθε που η ψυχή υψώνει τα κύματα μέσα μας, εκείνα μπορούν «στη φόρα τους να μας σηκώσουν τόσο ψηλά, που με το μέτωπο ν’ αγγίξουμε τα άστρα».

Αιώνια έρχονται και φεύγουν και στο φευγιό τους τραβάν μαζί τους την άμμο, βότσαλα στρογγυλά, διάφανα κοχύλια σαν ενθύμιο από τα νεανικά χρόνια της μνήμης, λειασμένα αντικείμενα που μοιάζουν να ανήκουν σε παράξενα θαλάσσια όντα, αέναη μετάβαση από το μέγα στο απειροελάχιστο. Πιο κει πετράδια σχηματισμένα ακανόνιστα, θαρρείς γεμάτα επαναστατικά όνειρα και αιχμές.

Και είναι φορές που είσαι κ εσύ σαν κι εκείνο το πετραδάκι του βυθού, που αποτύπωσε το τελευταίο βήμα του ο Αιλαν, πριν χαθεί βαθιά μέσα στο πέλαγος. Εδώ, που ο Ποσειδώνας απόθεσε το σώμα του, εδώ και οι ναυαγισμένες ελπίδες, που έγιναν βορά στις ανάγκες φιλάργυρων επιτήδειων.

Κι όμως σε στιγμές τέτοιου μεγάλου πόνου συνειδητοποιούμε τη σημασία της δικής μας φύσης. Η δεινότητα του ανθρώπου στη διαχείριση των φυσικών δυνάμεων παραπέμπει άμεσα στην ανθρωπιά του, στη συνείδησή του.

Γι’ αυτό το πετραδάκι έχει την αλήθεια του. Δεν ακούει τις «σειρήνες». Αγαπά τη σιωπή και προσφέρει γνώση.

Το κύμα, το θαλάσσιο όχημα διαδρομών και μηνυμάτων χαράς, αλλά και οδυρμών, ναυμαχιών, ναυαγών, πλούτου, αδικιών και εκμετάλλευσης.

Το κύμα, αιωρούμενος κίνδυνος, αιφνίδιος θυμός, φόβος, οργισμένες αναπνοές της θάλασσας ,που δίνουν άλλο νόημα στις καλοσύνες της.

Το κύμα, αυτό σμιλεύει τα βράχια, σμιλεύει και την ψυχή μας. Μ’ αυτά τα κύματα πορεύεται σ’ αυτήν την αδιάσπαστη συνέχεια. Ένα κύμα – μέλος του αέναου κύκλου.

Είν’ η φωνή της θάλασσας. Το τραγούδισμά της, που τ’ ακούς να περνά καθαρό πάνω απ’ τα λευκά πανιά εκεί όπου οι αετοί σαν κομμάτια σπασμένου βράχου πέφτουν και ξαναπέφτουν κάτω στις αόρατες κλίμακες του γαλάζιου.

«Το πέλαγος χρυσαφί, αναλυτό, θα βάλω τ’ όνειρο μου σε καΐκι» κοιτώντας τ’ άστρα να χορεύουν και τα κατάρτια να ταλαντεύονται μέσα στη νύχτα. Ζωντανεύει η μνήμη μου, γίνεται παρόν και τη φωνή παίρνει των κυμάτων.

Μνήμες μού φέρνει ο ήχος τους, μνήμες γαλήνης συντονισμένης με τον ήρεμο ρυθμικό κυματισμό, σα λικνιστό νανούρισμα. Είναι το γέλιο, η χαρά αλλά και ταυτόχρονα η λάμψη και το σπινθηροβόλημα των κυμάτων, όπως στον Ερωτόκριτο. «Τα περιγιάλια ελάμπασι κι η θάλασσα εκοιμάτο. Γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κι εις τα νερά εγροικάτο». Ηχώ από σκέψεις και συναισθήματα που οι άνθρωποι μοιράζονται το μυστικισμό του έρωτα και της ομορφιάς.

Εδώ μουρμουρίζει ο ερωτευμένος αγέρας. Χοροπηδά στα κύματα της θάλασσας μεταφέροντας το γαλάζιο βόλι του ελληνικού ουρανού στο φιλί των κυμάτων, στα βότσαλα. Το σούρουπο όμως η θλίψη πυκνώνει. Απαιτεί ένα σέβας αυτή «γαλήνη». Κύματα – κοιμητήρια της θάλασσας από μπάρκα που ξέμειναν σε κρεμαστούς γιαλούς. Ακούω ψιθύρους πνιχτούς σαν οι πνιγμένοι να σέρνονται σε μεταθανάτιους περιπάτους.

Είναι που η θλίψη ψάχνει τους ναυαγούς της.

Είναι τα μυστικά και οι καημοί που ταξιδεύουν στο βυθό, καθώς απομακρύνονται απ’ τ’ ακρογιάλι.

Φουρτουνιασμένα κύματα – αμέτρητες ιστορίες – δάκρυα του παρελθόντος.

Και κάθε πρωί όλα αρχίζουν απ’ την αρχή.

Το κύμα, που ‘χα διακρίνει από μακριά, καταφθάνει.

Απ’ τον παππού μου φθάνει, απ’ τον Εύξεινο.

Ραντίστηκε από το άνθος πορτοκαλιάς της Βάρνας, το σμίλεψαν ευρωπαϊκά ποτάμια.

Τα λευκά του στίγματα έχουν τ’ απείραχτο λευκό των καυκάσιων βουνών. Το τρέμουλό του μιμούνται Ευξείνειες γυναικείες μορφές.

Αμείλικτο και κοφτερό με πλησιάζει καθώς ριγώ στη μέθη του τσαγιού, που αναδίδουν οι χαράδρες της Ασίας και μεταφέρει καλπάζοντας η Αμαζόνα.

Το βέλος της από Φιλύρα μεταγγίζει τ’ ατελεύτητα μυστήρια της και πόση Ιστορία, λαοί, στρατοί και αίμα.

Από κει έρχομαι, δεν κατέκτησα κανένα δέρας, δεν ανακάλυψα «θάλαττα».

Το κύμα όμως με λούζει με αρμύρα κι αλατίζει την άνοστη ζωή μου. Μου αρκεί γιατί, έτσι ή αλλιώς…

«Το μόνο πράγμα που παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι … κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές – δυο, τρεις νότες κυμάτων την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες το σκοτάδι. Και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντοτε».

Οδυσσέας Ελύτης

(Η Σοφία Παυλίδου είναι εκπαιδευτικός)

banner-article

Ροη ειδήσεων