Τεράστια τα έξοδα στέγασης – Πρώτη πανευρωπαϊκά η χώρα μας στα κόστη που σχετίζονται με την κατοικία
Άλλη μία σαφή ένδειξη ότι πολλά νοικοκυριά βρίσκονται στο όριο της φτώχειας αποτελεί μέτρηση της Eurostat για το ποσοστό του εισοδήματος που δεσμεύουν οι λογαριασμοί για το σπίτι στην Ελλάδα. Όπως δείχνουν τα καταγεγραμμένα στοιχεία που αποτυπώνουν την κατάσταση πολύ πριν ξεσπάσει η πανδημική κρίση, η Ελλάδα κατέχει με διαφορά τα πρωτεία στην οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών για έξοδα που σχετίζονται με τις ανάγκες στέγασής τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τα συμπεράσματα, το 39,5% του πληθυσμού στην Ελλάδα υποχρεώνεται να ξοδεύει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για έξοδα σχετικά με το ακίνητο στο οποίο διαμένει. Πρόκειται για ποσοστό τετραπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που δεν ξεπερνά το 9,6% στην Ε.Ε. των «27».
Σύμφωνα με την Eurostat, το όριο του 40% του εισοδήματος έχει τεθεί ως σημείο αναφοράς, καθώς, όταν ξεπερνιέται, τότε θεωρείται ότι ένα νοικοκυριό είναι υπερβολικά επιβαρυμένο οικονομικά. Ως έξοδα για την κατοικία συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το ενοίκιο, η δόση στεγαστικού δανείου, οι φόροι που σχετίζονται με την κατοχή ακινήτου, οι δαπάνες ΔΕΚΟ (ύδρευση, ηλεκτροδότηση, τηλεπικοινωνίες), τα έξοδα θέρμανσης και επισκευές / συντηρήσεις.
Για να το κάνουμε πιο κατανοητό, τέσσερις στους δέκα Έλληνες καλούνται να δαπανήσουν υπερβολικό ποσό σε σχέση με το εισόδημά τους για να καλύψουν μία από τις πιο βασικές ανάγκες, όπως είναι η στέγαση, δείγμα της καταστροφικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Η εξέλιξη αυτή έχει παγιωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης, καθώς, σταθερά από το 2010 και μετά, η Ελλάδα κατέχει τη σχετική «πρωτιά».
Σύμφωνα με την ανάλυση των σχετικών στοιχείων της Eurostat, οι κύριοι λόγοι για την αρνητική αυτή εξέλιξη είναι η αύξηση του κόστους στέγασης (π.χ. φόροι), αλλά ακόμα περισσότερο η σημαντική πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, είτε λόγω της μείωσης των μισθών είτε λόγω της εκτόξευσης της ανεργίας.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι από το 2014 και μετά, όταν δηλαδή παγιώθηκε η υφιστάμενη κατάσταση, δεν έχει καταγραφεί σχεδόν καμία βελτίωση.
Πάντως, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε ιδιοκτήτες και ενοικιαστές. Για παράδειγμα, ενώ το ποσοστό των ιδιοκτητών που δαπανούν άνω του 40% του εισοδήματός τους για το ακίνητό τους δεν ξεπερνά το 30% (είτε με είτε χωρίς στεγαστικό δάνειο), στην περίπτωση των ενοικιαστών το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται σε 83,1% (25% ο ευρωπαϊκός μέσος όρος).
Ουσιαστικά, δηλαδή, πάνω από οκτώ στους δέκα ενοικιαστές χρειάζεται να ξοδεύουν πάνω από 40% των εσόδων τους για να εξασφαλίσουν στέγη. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι τα στοιχεία της Eurostat αφορούν ουσιαστικά την περίοδο πριν από τη μεγάλη εκτίναξη των τιμών των ενοικίων, η οποία έλαβε χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο για τους ενοικιαστές.
Άλλωστε, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών έχει παραμείνει σχετικά αμετάβλητη την ίδια περίοδο.
Άλλη μία αρνητική πρωτιά
Ακόμη πιο απογοητευτικά για την Ελλάδα είναι τα σχετικά στοιχεία όταν επιχειρηθεί μια σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε. Στη Σερβία, που είναι η αμέσως επόμενη χώρα, το ποσοστό του πληθυσμού που δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για το ακίνητο όπου διαμένει αγγίζει το 31,3%, ενώ στην τρίτη Βουλγαρία αυτό δεν ξεπερνά το 17,9%.
Στην Ισπανία, μια ακόμα χώρα όπου εφαρμόστηκε πρόγραμμα προσαρμογής τα προηγούμενα χρόνια, το σχετικό ποσοστό του πληθυσμού είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της υπόλοιπης Ε.Ε., καθώς δεν ξεπερνά το 8,9%.
Στη Γερμανία διαμορφώνεται σε 14,2%, ενώ ακόμα και μεταξύ των ενοικιαστών, που αποτελούν σχεδόν το 50% του πληθυσμού, μόλις το 20,9% κρίνεται υπερβολικά επιβαρυμένο οικονομικά.
Αν συνυπολογίσουμε ότι η μελέτη αυτή έχει γίνει με στοιχεία του 2018, δηλαδή πριν «φουσκώσουν» τα ενοίκια και οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα από την ανάπτυξη του Airbnb και φυσικά χωρίς τις επιπτώσεις της πανδημίας, γίνεται προφανές ότι η κατάσταση σήμερα είναι ακόμα χειρότερη για τα νοικοκυριά και αναμένεται επιδείνωση τους επόμενους μήνες.
Η αναμενόμενη πτώση του ΑΕΠ κατά 10 με 12 ποσοστιαίες μονάδες (στο καλό σενάριο) είναι δεδομένο ότι θα χτυπήσει πρώτα τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, αυτά δηλαδή που ήδη χάνουν μεγάλο μέρος του εισοδήματος για τις ανελαστικές δαπάνες του σπιτιού.
Επίσης οι κλάδοι που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία, όπως είναι ο τουρισμός, οι μεταφορές, η εστίαση και η αγροτική παραγωγή, απασχολούν σίγουρα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που ανήκουν στην κατηγορία που δαπανά υπερβολικό ποσοστό εισοδήματος για το σπίτι.
Και πρόκειται για κλάδους των οποίων η αναμενόμενη πτώση θα έχει πολλαπλασιαστική ισχύ στην υποχώρηση του συνολικού παραγόμενου προϊόντος της χώρας.
● Για παράδειγμα στον αγροτικό τομέα μία μονάδα πτώσης μεταφράζεται σε πέντε ποσοστιαίες μονάδες ύφεσης στη συνολική οικονομία, καθώς η επίπτωσή της μεταφέρεται κάθετα σε όλη την αλυσίδα της παραγωγής από τον πρωτογενή στον δευτερογενή τομέα και από ’κει στη μεταποίηση και το λιανεμπόριο.
● Επίσης στον τουρισμό κάθε μονάδα υποχώρησης μεταφράζεται σε δύο μονάδες στο συνολικό ΑΕΠ.
Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι η πορεία των δύο αυτών κλάδων, δηλαδή της αγροτικής παραγωγής και του τουρισμού, θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό, λόγω της πολλαπλασιαστικής τους επίδρασης, το ποσοστό της ύφεσης που θα έχει συνολικά η ελληνική οικονομία. Γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνουν από τώρα προβλέψεις, καθώς το αποτέλεσμα θα κριθεί από την πτώση που θα έχουν οι πιο κρίσιμοι τομείς, κάποιοι από τους οποίους έχουν έντονη εποχικότητα, όπως ο τουρισμός και τα logistics.