Εκδηλώσεις Πολιτισμός

Κινηματογραφική Λέσχη εργαζομένων ΕΡΤ3: “Μεφίστο” του Ίστβαν Ζάμπο

Με το πολύκροτο και βραβευμένο με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας «Μεφίστο» (Mephisto, έγχρωμο, Δ.Γερμανία-Ουγγαρία-Αυστρία, 1981, διάρκεια 144’) του Ίστβαν Ζάμπο συνεχίζουν τις προβολές τους  η κινηματογραφική λέσχη εργαζομένων της ΕΡΤ3 και το ΚΕΜΕΣ, τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου στις 21:00 στο cine ΒΑΚΟΥΡΑ. To σενάριο της ταινίας, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Κλάους Μαν, υπογράφουν οι Πέτερ Ντόμπαϊ και Ίστβαν Ζάμπο, ενώ πρωταγωνιστούν οι Κλάους Μαρία Μπραντάουερ και Κριστίνα Γιάντα. Εκτός από το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας κέρδισε και τα βραβεία σεναρίου και FIPRESCI στο Φεστιβάλ των Καννών.

Η ιστορία ενός φιλόδοξου θεατρικού ηθοποιού στη Γερμανία του μεσοπολέμου, που για την τέχνη του είναι έτοιμος να θυσιάσει και να κάνει τα πάντα. Ο γάμος του με μια γυναίκα της αστικής κοινωνίας θα τον βοηθήσει να προσληφθεί στο θέατρο του Βερολίνου, όπου θα έχει την ευκαιρία να υποδυθεί πλήθος ρόλων, με κορυφαία στιγμή την ερμηνεία του ως Μεφιστοφελής στον «Φάουστ» του Γκαίτε. Όταν το ναζιστικό κόμμα καταλάβει την εξουσία, ο ήρωας θα κάνει μια σειρά από ιδεολογικές εκπτώσεις, για να εξασφαλίσει την καλλιτεχνική του ανέλιξη.

Συγκλονιστική ταινία γύρω από το θέμα της τέχνης και της πολιτικής, βασισμένη στο έργο του Κλάους Μαν. Φιλμ αργής «μετάβασης», ελλειπτικό και υπαινικτικό, με εσωτερικό ρυθμό. Πέραν της εκπληκτικής ερμηνείας του Κλάους Μαρία Μπραντάουερ, μεγάλη σημασία έχουν στην ταινία το χρώμα, το μακιγιάζ και η αισθητική  του τηκόμενου. Η φωτογραφία είναι ιμπρεσιονιστική, με «δάνεια» από τον Φασμπίντερ και ψυχολογική και ιδεολογική χρήση του χρώματος.

Την ταινία θα προλογίσει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου, στο κοινό θα διανεμηθεί έντυπη κριτική  του Κωνσταντίου Δημητρίου, ενώ το προς συζήτηση θέμα με το τέλος της προβολής θα είναι: «Σχέσεις εξουσίας και τέχνης».

Η κριτική που θα διανεμηθεί είναι η ακόλουθη:

«Βρισκόμαστε στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Ο Henrik Hoefgen (Klaus Maria Brandauer) είναι ένας πολύ ταλαντούχος ηθοποιός που ανήκει σε ένα μικρό και άσημο θίασο της πόλης του Αμβούργου. Παθιασμένος με το επαναστατικό θέατρο και τον μπολσεβικισμό, στα όρια του απόλυτου δογματισμού, ο Henrik φιλοδοξεί να μεταβιβάσει τις πολιτικές του θέσεις στο κοινό μέσα από ριζοσπαστικές θεατρικές φόρμες, αλλά και να ξεφύγει από τη μιζέρια της επαρχίας. Η καταξίωση του σε τοπικό επίπεδο, αλλά και ο «βολικός» γάμος του με μια σύζυγο αστικής καταγωγής και φιλελεύθερης ιδεολογίας, θα τον βοηθήσουν να ικανοποιήσει τον μεγαλοϊδεατισμό του και να προσληφθεί στο θέατρο του Βερολίνου, όπου θα έχει την ευκαιρία να υποδυθεί πλήθος ρόλων, με κορυφαία στιγμή του την ερμηνεία του στο ρόλο του Μεφιστοφελή από τον Φάουστ του Γκαίτε. Όταν το ναζιστικό κόμμα θα έχει πλέον καταλάβει την εξουσία, ο Henrik θα κάνει σταδιακά μια σειρά από ιδεολογικές εκπτώσεις, για να εξασφαλίσει την καλλιτεχνική του ανέλιξη μέχρι τη θέση του διευθυντή του θεάτρου, μετατρέποντας όμως έτσι τον εαυτό του σε φερέφωνο της ρατσιστικής χιτλερικής προπαγάνδας. Διασκευάζοντας το μυθιστόρημα του Klaus Mann, ο Istvan Szabo γύρισε μια ταινία σταθμό στη φιλμογραφία του, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία στον Klaus Maria Brandauer να δώσει την ερμηνεία της ζωής του στον κεντρικό ρόλο.

Το βασικό σεναριακό εύρημα της ταινίας βρίσκεται στο ότι τα όρια της θεατρικής σκηνής γίνονται δυσδιάκριτα και επεκτείνονται στην πραγματική ζωή του ήρωα μας. Τα σύνορα μεταξύ ζωής και τέχνης καταρρέουν, αφού όπως στο θέατρο, έτσι και στον αληθινό κόσμο, ο Henrik  απεκδύεται της πολιτικής και ηθικής του ταυτότητας, προκειμένου να γίνει αποδεκτός στην ελίτ του ναζιστικού εκτρώματος. Χαρακτηριστικό είναι το ότι ο γερμανός πρωθυπουργός τον αποκαλεί Μεφιστοφελή ή και Άμλετ, ακόμα και στις μεταξύ τους συζητήσεις, ενώ ενδεικτική της παράστασης που δίνει καθημερινά είναι και η πρόβα που κάνει χρησιμοποιώντας μια κρεμάστρα, έτσι ώστε η χειραψία του να είναι πιο δυνατή. Όπως ο Φάουστ πουλάει την ψυχή του στο Μεφιστοφελή (διάβολο) προκειμένου να τον ξανακάνει νέο, έτσι και ο ήρωας μας σε μια σύγχρονη εκδοχή του ίδιου μύθου, πουλάει την ψυχή του στο καθεστώς εναλλάσσοντας συνεχώς ρόλους (Μεφιστοφελής-Φάουστ) μεταξύ σκηνής και ζωής. Ο δημιουργός χτίζει με μαεστρία το δίλημμα που αντιμετωπίζει κάθε καλλιτέχνης, ανάμεσα στο συμβιβασμό με την κάθε μορφής εξουσία και σε μια ανεξάρτητη και αυτόνομη πορεία.

Η αισθητική της ταινίας χαρακτηρίζεται από μια υποβλητική έγχρωμη φωτογραφία με γαλακτώδεις φωτισμούς, η οποία σε συνδυασμό και με τη βαριά σε μπαρόκ τόνους σκηνογραφία ανασύστασης της εποχής, τονίζει την κυριαρχία ενός ανυπέρβλητου πολιτισμικού και πολιτικού σκοταδισμού. Η ταινία βρίθει άλλωστε από αναφορές σε εκτελέσεις, εξορίες, φυλετικές διακρίσεις, αλλά και σε ιστορικά γεγονότα, όπως ο εμπρησμός του γερμανικού κοινοβουλίου (Reichstag) από τους ναζί. Συγκλονιστική είναι επίσης και η σκηνή της στρατιωτικού τύπου εκπαίδευσης παιδιών, ενταγμένων στη χιτλερική νεολαία. Η χρήση του φωτός επεκτείνεται σημειολογικά και στο εσωτερικό της ταινίας: Ο Henrik σκηνοθετώντας μια καινοτόμα παράσταση στο θέατρο του Αμβούργου, σκοπεύει να τυφλώνει στιγμιαία με έναν προβολέα το κοινό, ώστε με τον τρόπο αυτό να γίνουν και οι θεατές μέρος του δρώμενου, καταργώντας έτσι τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Στη συνέχεια όμως ο Szabo θα τυφλώσει εκείνος με προβολείς τον τραγικό μας ήρωα, τόσο στη σκηνή της προπαγανδιστικής συνέντευξης στους Αμερικάνους δημοσιογράφους, όσο και στη σκηνή του φινάλε στην αρένα, εκφράζοντας έτσι την σύγχυση ρόλου και ταυτότητας την οποία βιώνει ο Henrik, αλλά και τον κόσμο των ψευδαισθήσεων στον οποίο βρίσκεται. Ενδεικτικός ως προς τα παραπάνω είναι και ο σουρεαλιστικός, «φελινικού» τύπου κυκλικός χορός των μασκαρεμένων, στη σκηνή της δεξίωσης προς το τέλος της ταινίας».

 Ταινίες που πλησιάζουν, με την ευρύτερη έννοια  του όρου, το στιλ και τη θεματική του «Μεφίστο» είναι: «Άδωξοι  μπάσταρδη» του Κουέντιν Ταραντίνο, «Αυτή είναι η ζωή μου» του Ντάγκλας Σερκ, «Η ωραία και το κτήνος» του Βινσέντε Μινέλι, «Ο κονφορμίστας» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι , « Η γοητεία  της αμαρτίας» του Λουκίνο Βισκόντι , «Τζούλια» του Φρεντ Ζίνεμαν , «Καμπαρέ» του Μπομπ Φόσι, «Λόλα» και  «Λιλί Μαρλέν» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.

Την επόμενη Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου θα προβληθεί  το αριστούργημα του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Η κυρία χωρίς καμέλιες» με την Λουτσία Μποζέ.

 Για οποιαδήποτε επικαιροποιημένη πληροφορία  σχετικά με τις προβαλλόμενες ταινίες  και τους συντελεστές τους ανατρέχετε στο kemes facebook  ή στο kemes.wordpress.com

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας