“Λογιστική η αύξηση σε 500.000 συνταξιούχους – Οι αυξήσεις λόγω ΣτΕ και οι συντελεστές αναπλήρωσης” γράφει η Αντριάνα Βασιλά
Αύξηση των κύριων συντάξεων για όσους έχουν πάνω από 33 χρόνια εργασίας μέσω της αλλαγής των ποσοστών αναπλήρωσης θα περιλαμβάνει το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για το ασφαλιστικό, που θα κατατεθεί έως τις 20 Ιανουαρίου στη Βουλή. Ωστόσο σήμερα παραδίδεται στον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννη Βρούτση η αναλογιστική μελέτη για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, που θα δίνει την επιλογή για αύξηση των κύριων συντάξεων από 30 έτη ασφάλισης και πάνω.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα σενάρια που επεξεργάζεται η επιστημονική ομάδα του υπουργείου Εργασίας με βάση την απόφαση του ΣτΕ, οι συντελεστές αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων θα φτάσουν το 50%-51% για 40-42 έτη ασφάλισης (έναντι 42,80% σήμερα) και 40% για 35ετία ασφάλισης (έναντι 33,81% σήμερα) στην ανταποδοτική σύνταξη. Αυτό σημαίνει αύξηση άνω των 8 ποσοστιαίων μονάδων για την 40ετία και άνω των 6 για την 35ετία.
Αν προστεθεί και η εθνική των 384 ευρώ, οι κύριες θα οδηγηθούν σε αυξήσεις έως 15% για τις υψηλές συντάξεις στην περιοχή μεταξύ 38-42 ετών ασφάλισης όπου είχαν εντοπιστεί οι μεγαλύτερες αδικίες στον νόμο Κατρούγκαλου. Μικρότερες έως 10% θα είναι οι αυξήσεις για συντάξιμες αποδοχές έως 1.500 ευρώ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυξήσεις μεσοσταθμικά 65 ευρώ συν τα αναδρομικά τεσσάρων μηνών θα πάρουν άμεσα περίπου 60.000 συνταξιούχοι.
Ένα μέρος των συνταξιούχων δεν θα πάρει ζεστό χρήμα, αλλά θα δει να αποτυπώνεται η βελτίωση λογιστικά μόνο στα χαρτιά, καθώς διατηρεί προσωπική διαφορά. Το κόστος των αυξήσεων υπολογίζεται σε 400 εκατ. ευρώ ετησίως.
Για παράδειγμα, με τον σημερινό τρόπο υπολογισμού και με συντάξιμες αποδοχές 3.187 ευρώ, ένας ασφαλισμένος στην ανώτερη κλάση του ΙΚΑ ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης θα πάρει κύρια σύνταξη 1.748,03 ευρώ. Με τους νέους συντελεστές η σύνταξή του διαμορφώνεται στα 1.977,5 ευρώ (αύξηση 12,5%).
Στο τελικό στάδιο
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων βρίσκεται στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας των νέων ποσοστών αναπλήρωσης για τους ασφαλισμένους που αποχωρούν από την αγορά εργασίας με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης, με τη μεσοσταθμική αύξηση να ανέρχεται σε 60-70 ευρώ τον μήνα. Οι αυξήσεις θα δοθούν είτε άμεσα, σε όσους συνταξιούχους δεν έχουν προσωπική διαφορά, είτε θα μειώσουν την προσωπική διαφορά και επομένως οι συνταξιούχοι θα δουν πιο γρήγορα τις αυξήσεις στις συντάξεις από την 1.1.2023.
Οι αυξήσεις στις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις θα δοθούν αναδρομικά από την 1.10.2019, αφού ψηφιστεί το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, πάρει ΦΕΚ και γίνει ο επανυπολογισμός τους από τον ΕΦΚΑ. Αύξηση στις κύριες συντάξεις τους έως και 200 ευρώ τον μήνα θα δουν οι συνταξιούχοι λόγω της αλλαγής των ποσοστών αναπλήρωσης που θα ισχύσει αναδρομικά από τις 4 Οκτωβρίου.
Την ίδια στιγμή, περισσότεροι από 500.000 συνταξιούχοι θα αντιληφθούν τις αυξήσεις μόνο στα εκκαθαριστικά τους, καθώς θα μειωθεί η προσωπική διαφορά που καταγράφεται (πρόκειται για τη διαφορά που προέκυψε μετά τον επανυπολογισμό των παλιών συντάξεων με βάση τον Ν. 4387/16). Από τις αλλαγές ευεργετημένοι θα είναι κυρίως:
● Ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι που αποτελούν – κατά τους ειδικούς – τους ασφαλισμένους που έχουν πιο σταθερό ασφαλιστικό δεσμό και φτάνουν ευκολότερα στα 40 έτη.
● Δημόσιοι υπάλληλοι που είναι μόνιμοι και ασφαλίζονται συνεχώς άνευ διακοπής από την πρόσληψή τους κι έπειτα.
● Παλιοί ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ με περισσότερα από 35 έτη ασφάλισης και υψηλές συντάξιμες αποδοχές.
Με τις προωθούμενες αλλαγές στα ποσοστά αναπλήρωσης αυξήσεις στα μηνιαία έσοδά τους αναμένεται να δουν:
1. Νέοι συνταξιούχοι από όλα τα πρώην Ταμεία του ιδιωτικού τομέα και το Δημόσιο που έχουν αποχωρήσει μετά τις 13 Μαΐου 2016 και δεν έχουν προσωπική διαφορά. Θα λάβουν το ποσό της αύξησης, εφόσον έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης ως αναπροσαρμογή του μεικτού ποσού.
2. Παλαιοί συνταξιούχοι που αποχώρησαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016 και έχουν αρνητική προσωπική διαφορά και λαμβάνουν αύξηση στο ποσό της σύνταξής τους από την 1η Ιανουαρίου 2019. Εφόσον οι συγκεκριμένοι συνταξιούχοι έχουν αποχωρήσει από την αγορά εργασίας με περισσότερα από 30 έτη εµπίπτουν στις κατηγορίες αυξηµένης ανταποδοτικότητας, κάτι που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη προσωπική διαφορά και θα αυξηθεί από τις 4 Οκτωβρίου 2019 το 1/5 του ποσού που λαμβάνουν.
3. Παλαιοί συνταξιούχοι που αποχώρησαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016 και έχουν πολύ μικρή θετική προσωπική διαφορά (π.χ. κάτω από 50 ευρώ). Με την αύξηση της ανταποδοτικής τους σύνταξης αναμένεται να καλύψουν το ποσό της προσωπικής διαφοράς και να περάσουν σε αρνητική προσωπική διαφορά, διεκδικώντας αύξηση στη σύνταξή τους. Για παράδειγμα, έστω συνταξιούχος που έχει στο εκκαθαριστικό του θετική προσωπική διαφορά 25 ευρώ. Αν έχει αποχωρήσει με 40 έτη ασφάλισης και η ανταποδοτική του σύνταξη αυξηθεί από 4 Οκτωβρίου κατά 50 ευρώ, τότε θα μηδενίσει την προσωπική διαφορά και θα δικαιωθεί μικρή αύξηση.
Οι εν λόγω συνταξιούχοι πιθανότατα δεν θα αντιληφθούν σημαντική μεταβολή στο καθαρό ποσό τους ή, αν αντιληφθούν, αυτή θα είναι μικρή. Ωστόσο μπορούν να ελπίζουν σε μελλοντική αύξηση των αποδοχών τους, από το 2023 και μετά, οπότε θα νομοθετηθούν γενικές αυξήσεις µε βάση την αύξηση του ΑΕΠ και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Χωρίς λεφτά στο χέρι
Αυξήσεις αναμένεται να έχουν και άλλες κατηγορίες νέων και παλαιών συνταξιούχων, αλλά μόνο στα εκκαθαριστικά, καθώς διατηρούν προσωπική διαφορά η οποία θα πρέπει, σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, να συμψηφιστεί με την αύξηση που θα λάβουν από 4 Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι συνταξιούχοι αυτοί ξεπερνούν τους 500.000 και είναι κυρίως:
1. Παλαιοί συνταξιούχοι (πριν από 12.5.2016) που έχουν θετική προσωπική διαφορά σημαντικού ύψους (π.χ. άνω των 50 ή 100 ευρώ). Η αύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης για παλαιούς συνταξιούχους που έχουν αποχωρήσει µε πολλά έτη ασφάλισης οδηγεί σε συνολική αύξηση της νέας σύνταξης προ φόρου. Έτσι μειώνεται αντίστοιχα η προσωπική διαφορά. Στην τσέπη δεν προκύπτει διαφορά, αλλά ο συνταξιούχος μπορεί να ελπίζει νωρίτερα σε μηδενισμό της προσωπικής διαφορά και αύξηση.
2. Νέοι συνταξιούχοι που αποχώρησαν από 13.5.2016 έως 31.12.2018 και διατηρούν τμήμα προσωπικής διαφοράς (25% έως 50%) επειδή η σύνταξή τους – όπως υπολογίστηκε µε τον νόμο Κατρούγκαλου – ήταν μειωμένη κατά τουλάχιστον 20% από τη σύνταξη που θα έπαιρναν µε το παλαιό καθεστώς.
Παραδείγματα κατηγοριών συνταξιούχων που θα δουν αυξήσεις στα ποσά των συντάξεών τους:
● Δημόσια υπάλληλος (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης), 62 ετών, μπορεί να αποχωρήσει άμεσα με 40 έτη ασφάλισης. Με τις αποδοχές Π.Ε. και με συμπληρωμένα 40 έτη ασφάλισης με τον νέο συντελεστή το ποσό της σύνταξής της θα διαμορφωθεί περίπου στα 1.144 ευρώ. Με τον σημερινό συντελεστή θα ελάμβανε 940 ευρώ, μηνιαία αύξηση 204 ευρώ.
● Δημόσια υπάλληλος (Τεχνολογικής Εκπαίδευσης) είναι σήμερα 64 ετών και συμπληρώνει με εξαγορά πλασματικού χρόνου των σπουδών της και δύο τέκνων συνολικά 40 έτη ασφάλισης. Η εν λόγω ασφαλισμένη μπορεί να αποχωρήσει άμεσα με πλήρη σύνταξη. Με τον νέο συντελεστή το ποσό της σύνταξής της θα διαμορφωθεί στα 1.081 ευρώ, ενώ με το σημερινό καθεστώς θα ήταν στα 894 ευρώ, μηνιαία αύξηση 187 ευρώ.
● Ασφαλισμένος στο ΙΚΑ συμπλήρωσε με εξαγορές πλασματικών ετών 40 χρόνια ασφάλισης και συμπληρώνει και τα 62 το 2020. Με τις μέσες συντάξιμες αποδοχές του να φτάνουν στα 1.900 ευρώ το ποσό της σύνταξής του θα διαμορφωθεί με αίτηση το 2020 στα 1.353 ευρώ. Με τον σημερινό συντελεστή θα ελάμβανε 1.197 ευρώ, μηνιαία αύξηση 156 ευρώ.
● Ασφαλισμένος στον ΟΑΕΕ – ΤΕΒΕ / ΕΦΚΑ με 40 έτη ασφάλισης και τα 62 του έτη συμπληρωμένα ήδη έχει καταβάλει μέσες εισφορές από το 2002 κι έπειτα για αποδοχές 2.450 ευρώ. Το ποσό της σύνταξής του θα διαμορφωθεί στα 1.633,5 ευρώ, ενώ με τον σημερινό συντελεστή θα ελάμβανε 1.432 ευρώ, μηνιαία αύξηση 201,5 ευρώ.
● Μηχανικός ασφαλισμένος στο ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ με 37 έτη ασφάλισης σήμερα, συμπληρώνει το 62ο έτος της ηλικίας του το 2022. Με τις συντάξιμες αποδοχές του να φτάνουν τα 2.100 ευρώ το ποσό της σύνταξής του θα διαμορφωθεί το 2022 με 40 έτη ασφάλισης στα 1.455 ευρώ, ενώ με τον σημερινό συντελεστή θα ελάμβανε 1.282 ευρώ, μηνιαία αύξηση 173 ευρώ.
● Γιατρός ασφαλισμένος στο ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ στον κλάδο των χαμηλών εισφορών με 35 έτη ασφάλισης σήμερα, συμπληρώνει το 62ο έτος της ηλικίας του το 2024 κι επομένως όταν φτάσει στα 62 θα έχει συμπληρώσει 40ετία. Οι συντάξιμες αποδοχές του υπολογίζονται στα 1.670 ευρώ με βάση τις κατηγορίες στις οποίες έχει ασφαλιστεί και τις εισφορές που έχει καταβάλει από το 2002 κι έπειτα. Το ποσό της σύνταξής του θα διαμορφωθεί στα 1.218 ευρώ, ενώ με τον σημερινό συντελεστή θα ελάμβανε 1.083 ευρώ, μηνιαία αύξηση 135 ευρώ.
Τα όρια ηλικίας
Νέες αλλαγές στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης χιλιάδων ασφαλισμένων έρχονται από την 1η Ιανουαρίου 2020, στο πλαίσιο της μεταβατικής περιόδου που ξεκίνησε το 2015 και ολοκληρώνεται το 2022. Τα νέα όρια αφορούν κυρίως συνταξιοδοτούμενους με 35ετία και 37ετία. Η αύξηση κυμαίνεται από 3 έως 21 μήνες. Ωστόσο, οι εν λόγω ασφαλισμένοι, παρά την επιβάρυνση της μεταβατικής περιόδου, έχουν την ευκαιρία να βγουν στη σύνταξη ακόμα και στην ηλικία των 55 ετών, δηλαδή 12 χρόνια νωρίτερα από την ηλικία των 67, που είναι το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης.
Σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, με πλήρη σύνταξη μπορεί να βγουν οι ασφαλισμένοι που συμπληρώνουν τα 62, αρκεί να έχουν διανύσει ασφαλιστικό βίο 40 ετών. Διαφορετικά, έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν στα 62 με μειωμένη σύνταξη. Έτσι:
● Όσοι κατοχυρώνουν 35ετία και το όριο των 58, το 2020 θα μπορούν να συνταξιοδοτηθούν στα 61 (επιβάρυνση 6 μήνες).
● Όσοι κατοχυρώνουν 35 χρόνια και ηλικία 60 ετών θα συνταξιοδοτηθούν το 2020 σε ηλικία 61 ετών και 6 μηνών (επιβάρυνση 3 μήνες).
● Όσοι κατοχυρώνουν 36 έτη ασφάλισης και το ηλικιακό όριο των 59, θα συνταξιοδοτηθούν το 2020 σε ηλικία 61 ετών και 3 μηνών (επιβάρυνση 4 μήνες).
● Όσοι κατοχυρώνουν την 37ετία και την ηλικία των 55, θα συνταξιοδοτηθούν το 2020 στα 60 έτη και 3 μήνες (επιβάρυνση 10 μήνες).
Στις άλλες περιπτώσεις, ο ασφαλισμένος που έχει συμπληρώσει τα αναγκαία έτη θεμελίωσης για πλήρη ή μειωμένη σύνταξη το 2010, το 2011 και το 2012 θα συνταξιοδοτηθεί το 2020 με επιβάρυνση από έναν έως και 21 μήνες.
Για παράδειγμα, μητέρα ανηλίκου, εκπαιδευτικός, με 25ετία το 2010, συμπληρώνει τα 50 το 2020. Το νέο όριο ηλικίας για την περίπτωσή της είναι το 63ο και 7 μήνες.