«Το οξυγόνο κρατάει ζωντανό το σώμα. Τα συναισθήματα κρατούν ζωντανή την ψυχή.” (Antonio Cumetta)
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
Μπήκαμε στο χειμώνα. Στο ημερολόγιο έγραφε, Κυριακή 01-12-2019.
Ξεκινούσε η πρώτη μέρα του Δεκέμβρη, του μήνα της χαράς, των παιδικών φωνών, του τραγουδιού, των ευχών και των δώρων.
Ξύπνησα στις 04.30΄ π.μ. Έξω ακόμη σκοτάδι. Οι νύχτες του χειμώνα μεγάλες σε διάρκεια, αργούσε να χαράξει. Πρωινό και άρχισα να ετοιμάζομαι για την καθιερωμένη μας κυριακάτικη δραστηριότητα στο βουνό. Ο τελευταίος έλεγχος στο σακίδιο.
Όλα τα απαραίτητα ήταν τακτοποιημένα στο… μικρό σάκο, με τους πολλούς ιμάντες και τους κατάλληλους χώρους αποθήκευσης, που θα το κουβαλούσα, «γαντζωμένο» στην πλάτη μου, για πολλές ώρες πορείας.
Αφού ετοιμάστηκα, περίμενα ανυπόμονα την καθορισμένη ώρα του ραντεβού μου με τα υπόλοιπα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός». Έφτασε η στιγμή. Ήμασταν όλοι συνεπείς στην ώρα μας.
Παντού το μαύρο πέπλο της νύχτας και η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στους 3 βαθμούς Κελσίου. Μέσα στη σιωπή της πόλης, που ακόμη κοιμόταν, τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας στο τζίπ.
Τα ρολόγια δείξανε 06.00’ π.μ. Ήταν η ώρα που αφήσαμε πίσω μας τους θορύβους των πολυκατοικιών και με ένα «bye-bye» στην κουραστική καθημερινότητα ξεκινήσαμε για το «δικό μας» ήρεμο και ήσυχο «σπίτι στο…Λιβάδι», που βρισκόταν στα 2.100 μέτρα υψόμετρο. Οι δρόμοι της πόλης στολισμένοι χριστουγεννιάτικα και άδειοι από κίνηση (φωτ. 1).
Η εικόνα της νυκτερινής Βέροιας φανταστική από ψηλά. Φαινόταν σαν ένα δένδρο… στολισμένο με λαμπιόνια (φωτ. 2 του Sakis Triantafyllou).
Μπήκαμε στην Εγνατία Οδό με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Προορισμός μας το Λιτόχωρο, η ημιορεινή κωμόπολη της Πιερίας, που απλώνεται στη «σκιά» του βουνού των θεών,. Από εκεί θα ξεκινούσαμε την κυριακάτική μας ορειβατική δραστηριότητα που περιελάμβανε: «Ανάβαση στο ‘‘Λιβαδάκι’’ Ολύμπου και στη συνέχεια προς τις κορυφές ‘‘Σημαιοφόρος’’ και ‘‘Πάγος’’».
Οδηγώντας στο σκοτάδι και με συζητήσεις δεν καταλάβαμε για πότε μπήκαμε στο Νομό Πιερίας. Στην έξοδο για Λιτόχωρο βγήκαμε από την Εθνική «Αθηνών-Θεσσαλονίκης» και ακολουθήσαμε τον ανηφορικό επαρχιακό ασφαλτόδρομο.
Ανηφορίζοντας, το μόνο που βλέπαμε, εκείνη τη στιγμή, ήταν τα φώτα της μικρής παραθεριστικής πόλης και κοιτάζοντας ακόμη πιο πέρα, στο βάθος, καταφέραμε να διακρίνουμε, με δυσκολία, ένα μαύρο γιγάντιο ορεινό όγκο να αρχίζει να «σχηματίζεται» στο σκουρόχρωμο φόντο του σκοταδιού, που από τη μια στιγμή στην άλλη παραχωρούσε τη θέση του στο πρώτο πρωινό φως της μέρας.
Φτάσαμε στο στολισμένο γιορτινά Λιτόχωρο. Ανηφορίζοντας τον κεντρικό δρόμο, προσπεράσαμε το Δημοτικό Πάρκο «Κατούνια» και στη συνέχεια τον ασφαλτόδρομο, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στην Ι. Μ. Αγ. Διονυσίου και στα «Πριόνια» Ολύμπου (φωτ. 3).
Κατευθυνθήκαμε προς το Κέντρο. Φτάνοντας στο χαρακτηριστικό πέτρινο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγ. Νικολάου, που βρίσκεται στην Κεντρική Πλατεία, συνεχίσαμε ακολουθώντας την ένδειξη της πινακίδας: «Προς Αγ. Ιωάννη». Περάσαμε μέσα από τα στενά δρομάκια της κωμόπολης, καθώς και από τα σοκάκια του παλιού παραδοσιακού οικισμού με τα πέτρινα σπίτια και τις πολλές μικρές πλατειούλες του.
Η δόμηση άναρχη. Το πέρασμά μας προσεκτικό μέσα από ένα πραγματικό λαβύρινθο της πυκνοκατοικημένης παραθεριστικής αυτής μικρής πόλης. Κάποια στιγμή, «ουφ, βγήκαμε»!!
Συνεχίσαμε την οδική πορεία μας στο ανηφορικό στενό ασφαλτόδρομο, ακολουθώντας τις ενδείξεις των πινακίδων, που συναντούσαμε, επιτέλους, στη διαδρομή μας. Στα 2,5 περίπου χιλιόμετρα μετά την έξοδο από το Λιτόχωρο και με κατεύθυνση πάντα προς το εξωκλήσι του «Αγ. Ιωάννη», αφήσαμε τον ασφαλτόδρομο και στρίψαμε δεξιά σε ένα δασικό χωματόδρομο που οδηγούσε στο «Ρέμα Σκανδαλιάρας».
Τον ακολουθήσαμε. Ήταν ένας ανηφορικός δασικός δρόμος, που μας θύμιζε περισσότερο έναν τρακτερόδρομο με πολλά στροφηλίκια. Ήταν σε κακή κατάσταση. Το βρήκαμε «χαραγμένο» από αυλακώσεις που δημιούργησαν τα νερά της βροχής των προηγούμενων ημερών.
Η πορεία μας αργή και η οδήγηση για γερά νεύρα. Διανύσαμε τα δύσκολα 4,5 περίπου χιλιόμετρα της διαδρομής πάνω σε χωμάτινο δρόμο και φτάσουμε στον προορισμό μας. Βρεθήκαμε στο σημείο με το ξύλινο ταμπλό, στα δεξιά μας, που μαρτυρούσε την ύπαρξη μονοπατιού (φωτ. 4).
Στα 700 περίπου μέτρα υψόμετρο και μέσα σε ένα καταπράσινο δασώδες τοπίο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτικη ορειβατική μας εξόρμηση. Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στο 1ο Κελσίου. Άρχισε να χαράζει. Η Φύση γύρω μας άρχισε να «ντύνεται» στα χρώματα της εποχής και όλο το τοπίο να «παίρνει» το σχήμα του.
Στο βάθος, πέρα στον ορίζοντα και πάνω από τον Θερμαϊκό, ο ήλιος χρωμάτιζε τον ουρανό προσπαθώντας να κάνει την όλο λάμψη εμφάνισή του μέσα από τα σύννεφα (φωτ. 5).
Οι κινήσεις μας «τυποποιημένες»: Στα σακίδιά μας τα πλέον απαραίτητα → Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS → Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας και → αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε. Τα σακίδια στην πλάτη μας βαρεία, είχαμε προσθέσει και ένα επιπλέον βάρος, τα κραμπόν για κάθε ενδεχόμενο στην χιονισμένη κορυφογραμμή.
Μπήκαμε σε μονοπάτι με μια οργιώδη μαγευτική βλάστηση, που στην είσοδό του, πέρα από το παλιό ξύλινο ταμπλό που χρόνο με το χρόνο καταστρέφεται, είχε στον κορμό ενός δένδρου ένα κόκκινο μεταλλικό βέλος με την ένδειξη: «LIVADAKI 8,5 km» και λίγο πιο κάτω την χαρακτηριστική σήμανση…μία κόκκινη βούλα μέσα σε ένα λευκό φόντο…που θα ακολουθούσαμε (φωτ. 6).
Η πορεία μας, από την αρχή της κιόλας, ανηφορική. Το μονοπάτι ευδιάκριτο και με πολύ καλή σήμανση Περνούσαμε μέσα από σκοτεινά φυτικά τούνελ, με τον ήλιο να προσπαθεί να περάσει τις ακτίνες του μέσα από τα λογής-λογής κλαδιά του μικτού δάσους (φωτ. 7 και 8).
Τα τμήματα της διαδρομής με χαμηλή θαμνώδη βλάστηση ελάχιστα. Δεν κάναμε παραπάνω από 15 λεπτά ανηφορικής πορείας και φτάσαμε στα 850 μέτρα υψόμετρο. Βρεθήκαμε στη θέση με τη τοπωνυμία «Ντελή» (DELI).
Από το σημείο ξεκινά άλλο μονοπάτι, με κατεύθυνση στα δεξιά, που οδηγεί στη θέση «Γκόλνα» (GOLNA). Για να φτάσει κάποιος εκεί θα πρέπει να περπατήσει ακόμη ένα χιλιόμετρο, σύμφωνα με την ενδεικτική μεταλλική πινακίδα-βέλος. (φωτ. 9 και 10).
Στη διασταύρωση μονοπατιών δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε ακολουθώντας το κλασικό μονοπάτι. Οι εικόνες των τοπίων εναλλάσσονταν σε κάθε μας βήμα. Το ίδιο και η βλάστηση. Το πυκνό μεικτό δάσος και τα τμήματα με τη χαμηλή βλάστηση διαδέχτηκε το δάσος οξυάς.
Το περάσαμε και αυτό και μπήκαμε, στη συνέχεια, σε δάσος με τα πανύψηλα μαυρόπευκα. Δεν έλειψαν, όμως και τα περάσματά μας μέσα απο δάση με έλατα. Όλη αυτή η εναλλαγή δεν κούραζε. Αντιθέτως, προκαλούσε το ενδιαφέρον μας για το τι θα συναντούσαμε στη συνέχεια, καθώς και τον θαυμασμό μας στη διαφορετικότητα του κάθε κομματιού (φωτ. από 11 έως και 16).
Η πορεία μας μετά τη θέση «Ντελή» γινόταν, αρχικά, στην ανήλια πλαγιά του ορεινού όγκου, με την ψυχρούλα στα τμήματα εκείνα να ήταν ακόμη πιο αισθητή. Σε όλη τη διαδρομή η απόλυτη σιωπή, τα πάντα σώπαιναν. Είχαμε την αίσθηση ότι κάποια μάτια αγριμιών μας παρακολουθούσαν, αλλά εμείς δεν τα βλέπαμε. Προχωρούσαμε.
Ανηφορίζαμε την πλαγιά που σχημάτιζαν τα τοπωνύμια: «Κάτω Τσουκνίδα», «Άνω Τσουκνίδα» και «Πελεκούδια». Δεν εναλλασσόταν μόνο η χλωρίδα στα περάσματά μας, αλλά και η γεωμορφολογία του μονοπατιού που περπατούσαμε.
Πατήσαμε σε τμήματα με το σκουρόχρωμο χώμα και σε άλλα με τις σκόρπιες πέτρες. Περπατήσαμε πάνω σε χορταριασμένο έδαφος και κάπου αλλού περάσαμε ανάμεσα από βράχινους όγκους. Δεν έλειψαν όμως και τα «στρωμένα» με…χαλί…κομμάτια του. Τα πεσμένα καφετί χρωματισμού φύλλα κάνανε τη διαφορά μέσα στο δάσος (φωτ. από 17 έως και 23).
Η πορεία μας ανηφορική και η κλίση του μονοπάτι διέφερε από κομμάτι σε κομμάτι της διαδρομής. Αλλού η κλίση ήταν ομαλή και αλλού γινόταν απαιτητική. Τα οριζόντια κομμάτια σύντομα και ελάχιστα. Σε πολλά σημεία το μονοπάτι είχε το σχήμα αυλακιού, με τα νερά της βροχής να το έχουν βαθύνει και στενέψει.
Οι επιφανειακές ρίζες των δένδρων με τους διάφορους παράξενους σχηματισμούς τους έχουν σχηματίσει σκαλοπάτια, που μας βοηθούσαν στην ανηφορική πορεία μας, το ίδιο και οι διάφοροι σχηματισμοί στους βράχους που συναντούσαμε στα βραχώδη τμήματα του μονοπατιού (φωτ. 24 και 25).
Προχωρούσαμε. Η μαγεία του τοπίου που βλέπαμε, η ομορφιά των εικόνων που αντικρίζαμε, οι εναλλαγές της χλωρίδας όσο ανεβαίναμε, καθώς και εκείνες της μορφολογίας του εδάφους που περπατούσαμε βήμα-βήμα, δεν μπορούσαν να περάσουν έτσι…απαρατήρητα.
Όλες τις παραπάνω εικόνες τις «αιχμαλωτίζαμε» στις μνήμες των ψηφιακών μας φωτογραφικών μηχανών. Φτάσαμε στο πρώτο μικρό ξέφωτο, με τα χαμηλόσωμα πεύκα να το περικυκλώνουν. Βρεθήκαμε στη θέση με τοπωνύμιο «Κάτω Τσουκνίδα».
Στο σημείο δεν σταματήσαμε, συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας. Λίγο πιο πάνω, αποφασίσαμε να κάνουμε την πρώτη μας ολιγόλεπτη στάση για ανάσα. Είχαμε, ήδη, περπατήσει μία ώρα και 20 λεπτά για να φτάσουμε από την είσοδο του μονοπατιού στα 1.240 μέτρα υψόμετρο.
Ο αρχηγός μας, ο Τοτός, μέσα στην τρελή χαρά και ο Θανάσης στο έργο του, «τσέκαρε» το σημείο στο GPS (φωτ. 26).
Βαθιές ανάσες, «γεμίσαμε» τα πνευμόνια μας με καθαρό οξυγόνο, «πήραμε» δυνάμεις και ξεκινήσαμε. Από το σημείο της στάσης δεν κάναμε παραπάνω από 10 λεπτά πορείας και συναντήσαμε το δεύτερο ξέφωτο, στα 1.340 περίπου μέτρα υψόμετρο και στη θέση με την τοπωνυμία «Άνω Τσουκνίδα».
Ήταν μεγαλύτερο από το πρώτο και είχε μεταλλικούς πασσάλους μιας παλιάς εγκαταλειμμένης περίφραξης, ένδειξη, μάλλον, της αρχής του Εθνικού Δρυμού (φωτ.27).
Όσο βρισκόμασταν στο σημείο εκείνο αισθανόμασταν την ευχάριστη ζεστασιά του ήλιου από πάνω μας. Ήταν όμως σύντομη. Ξαναμπήκαμε στο ανήλιο κομμάτι της πλαγιάς. Η διαδρομή στην ψυχρούτσικη αυτή πλευρά δεν ήταν μεγάλη.
Καταφέραμε, όμως, να αντικρίσουμε, από κάποια ανοίγματα, ένα τμήμα του απέναντι ορεινού όγκου του βουνού των θεών. Η κορυφή «Σκούρτα», ο «Λαιμός», η κορυφή «Πρ. Ηλίας» στα λευκά και χαμηλά ο καταπράσινος «Μαυρόλογκος» (φωτ. 28).
Ξαναβγήκαμε στο φως. Βρεθήκαμε στην άλλη πλευρά της πλαγιάς, που ο ήλιος με την ζεστασιά του δημιουργούσε ένα ευχάριστο κλίμα για τη συνέχεια. Πέρα από την παρουσία του ήλιου, την προσπάθειά μας την αποζημίωνε και η θέα που μπορούσαμε πλέον να αντικρίσουμε από ψηλά.
Βλέπαμε τον Θερμαϊκό, ένα κομμάτι του κάμπου της Πιερίας, ένα τμήμα της Κατερίνης, τον ορεινό όγκο του ‘’Χορτιάτη’’ και την Θεσσαλονίκη, σαν μια λευκή γραμμή στη βάση του. Κοιτάζοντας από την άλλη, βλέπαμε τον «Κίσσαβο ή Όσσα», που «συναγωνίζονταν» με τον Όλυμπο. Όμορφες εικόνες (φωτ. 29 και 30) .
Σε όλη τη διαδρομή συναντούσαμε έργα τέχνης της Φύσης. Παντού οι δημιουργίες της, σε κορμούς, σε βράχους…παντού. Δεν έλειψαν και τα «τέρατα του δάσους». «Συναντήσαμε» μία…γιγάντια προϊστορική «σαρανταποδαρούσα», που χρόνο με το χρόνο φέρει πάνω τις όλο και περισσότερα σημάδια του φθοροποιού χρόνου, καθώς και ένα υπερμεγέθη πέτρινο…«αβγό δεινοσαύρου»;;!!! Η φαντασία μας οργίαζε σε κάθε μας βήμα (φωτ. 31, 32, 33).
Αποφασίσαμε να κάνουμε τη δεύτερή μας σύντομη στάση κοντά σε πεσμένους κορμούς κωνοφόρων. Εκεί μας συνάντησαν δύο ορειβάτες της περιοχής. Κουβεντιάσαμε μαζί τους και μάθαμε ότι είχαν προορισμό το «Λιβαδάκι», αλλά από το «λούκι» που θα συναντούσαμε λίγο πιο πάνω. Θα παρακάμπτανε δηλαδή το μονοπάτι (φωτ. 34).
Εμείς όμως, μετά την ολιγόλεπτη ξεκούραση, συνεχίσαμε την κλασική διαδρομή για το «Λιβαδάκι», ακολουθώντας το καθαρό και με πολύ καλή σήμανση μονοπάτι. Ανηφορίζαμε. Η ανάβαση γινόταν ολοένα και πιο απαιτητική. Ήθελε…πνευμόνια, γερά πόδια και πολύ κουράγιο.
Προσπεράσαμε και το λούκι με τους δύο ορειβάτες, που συναντήσαμε νωρίτερα, έτοιμους να το «σκαρφαλώσουν». Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα και 30 λεπτά πορείας και βρεθήκαμε, από το τελευταίο ξέφωτο, στη θέση με την τοπωνυμία: «Πελεκούδια».
Υπάρχει μια σχετική μεταλλική πινακίδα του Ε.Ο.Σ. Λιτοχώρου, που τη βρήκαμε διάτρητης από σφαίρες «κυνηγών-σκοπευτών». Κρίμα. Ας βάλουν σαν στόχους τα…βάζα του σπιτιού τους…για να εκτονωθούν οι άνθρωποι (φωτ. 35, 36, 37, 38).
Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, τόσο πλησιάζαμε στις περιοχές του ρόμπολου και της προΑλπικής ζώνης. Κάποια στιγμή, το δάσος άρχιζε να αραιώνει. Μπροστά μας συναντούσαμε, πλέον, μονάδες ελάτων και των «ακέφαλων» μεγαλόσωμων ρόμπολων.
Συναντήσαμε και το πρώτο χιόνι, που βήμα με βήμα γινόταν περισσότερο, καλύπτοντας όλο το γύρω τοπίο (φωτ. 39, 40, 41).
Κοντεύαμε στο «Λιβαδάκι». Πλησιάζαμε στα 2.100 μέτρα υψόμετρο. Η θέα από ψηλά απερίγραπτη. Μία εικόνα…χιλιάδες λέξεις. Επιφωνήματα θαυμασμού στο αντίκρισμά της. Βλέποντας όλα εκείνα που αντικρίζαμε γύρω μας, δεν μπορούσαμε να μείνουμε αμέτοχοι. Ήμασταν μεν μονάδες στο ψηλότερο βουνό της Ελλάδος, είχαμε, όμως, πολλούς ρόλους στον με πολλά ενδιαφέροντα ορεινό όγκο του.
Πέρα από περιπατητές-ορειβάτες, γίναμε για κάποιες ώρες: θεατές, θαυμαστές, φωτογράφοι, ζωγράφοι, ποιητές, δημιουργοί και τέλος…ένα συμπληρωματικό κομμάτι του όλου θαυμάσιου εκείνου σκηνικού.
Ο ήλιος από πάνω μας με τη ζεστασιά του και εμείς αισθανόμασταν…«μικροί θεοί»…στο βουνό των θεών και κάτω από τα πόδια μας, εκεί πολύ χαμηλά, σαν να «βλέπαμε» τους «θνητούς» να «κινούνται» στην άχαρη καθημερινότητα των πόλεων Κατερίνης, Θεσσαλονίκης και του Λιτόχωρου, καθώς και «εκείνους» των σκόρπιων οικισμών και χωριών του κάμπου της Πιερίας.
Και στο γαλάζιο του Θερμαϊκού «κάποιους άλλους», που «πάλευαν» για το μεροκάματό «τους» στα ήρεμα νερά του Κόλπου. Όμορφο σενάριο για…σκηνοθεσία (φωτ. 42).
Οι τελευταίοι βράχοι και νάτο !! Βλέπαμε μπροστά μας το χιονισμένο «Λιβαδάκι». Το…«μικρό σπίτι στο λιβάδι»…,εκεί στο βάθος, ξεχώριζε στο λευκό του τοπίου.
Έτσι το ονομάσαμε εμείς το μικρό πετρόχτιστο Καταφύγιο Ανάγκης του ΕΟΣ Λιτόχωρου με τη ψηλή καπνοδόχο.
Μετά από μία πολύ απαιτητική ανηφορική πορεία 4ων ωρών και 10 λεπτών, βρεθήκαμε από τα 700 στα 2.100 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 43, 44).
Το χιόνι που συγκεντρώνεται όλο το χειμώνα στο σημείο είναι πολύ. Τις περισσότερες φορές σκεπάζει ολόκληρο σχεδόν τον οικίσκο. Στις 17-03-2019 που ξαναβρεθήκαμε στην περιοχή αναγκαστήκαμε να καθίσουμε πάνω στην τσιμεντένια σκεπή του καταφύγιου, γιατί το είχε, κυριολεκτικά,…«καταπιεί»…το πολύ χιόνι που συγκεντρώθηκε (φωτ. 45).
Ολιγόλεπτη στάση. Έφτασε η ώρα να «γυμνάσουμε» τους μυς των ποδιών μας σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή. Το χιόνι παγωμένο και στα τμήματα με μεγάλες κλίσεις το άρβυλο γλιστρούσε επικίνδυνα. Έτσι, ελαφρύναμε τα σακίδιά μας και προσθέσαμε βάρος στα πόδια, «κουμπώνοντας» τα κραμπόν στα άρβυλα (φωτ. 46).
Η μέρα καταπληκτική και ο ήλιος, από πάνω μας, έκαιγε. «Πασαλείψαμε» τα πρόσωπά μας με αντηλιακή κρέμα, για προστασία και περιμέναμε το «Ξεκινάμε!!» του αρχηγού. Οι κινήσεις μας γρήγορες, η κάθε επιπλέον καθυστέρηση θα ήταν εις βάρος μας.
Χρειαζόμασταν πολύ ώρα ακόμη για την κορυφή του προορισμού μας και το κάθε λεπτό είναι πολύτιμο την εποχή που η διάρκεια της μέρας είναι μικρή. Ετοιμαστήκαμε, πήραμε βαθιές ανάσες και ξεκινήσαμε.
Δεν ακολουθήσαμε τα σημάδια του κλασικού μονοπατιού, όσα φυσικά φαίνονταν μέσα από το χιόνι, αλλά επιλέξαμε να ανηφορήσουμε από την προσήλια πλευρά της πλαγιάς, για να πατήσουμε χιόνι λιγότερα παγωμένο. Τα βήματά μας αργά και προσεκτικά. Οι στάσεις δευτερολέπτων συχνές.
Η αδρεναλίνη στα ύψη και τα συναισθήματα ανάμεικτα. Όσο ανεβαίναμε, τόσο καλύτερα βλέπαμε όλο το πέριξ του καταφυγίου χώρο, καθώς και όλη εκείνη την απερίγραπτη εικόνα που «απλωνόταν» κάτω χαμηλά, στη βάση του ορεινού όγκου (φωτ. από 47 έως και 50).
Μπήκαμε στην αλπική ζώνη. Απουσίαζαν τα κωνοφόρα και παντού κυριαρχούσε το λευκό που γυάλιζε στο αντίκρισμά του. Ανηφορίζαμε. Οι ώρες κυλούσαν, ήδη περάσαμε το 5ωρο και βάλε στο βουνό. Παρακάμψαμε την κορυφή «Σημαιοφόρος» (υψ. 2.381 μ.), για να κερδίσουμε χρόνο. Και να !!! Φάνηκαν, από απέναντι, όλες οι ψηλότερες κορυφές του βουνού των θεών. Εικόνα απερίγραπτη, φανταστική. Επιφωνήματα θαυμασμού.
Ήμασταν για ακόμη μια φορά τυχεροί, που είχαμε αυτή τη δυνατότητα να την ξανααντικρίσουμε από ψηλά.
Βλέπαμε: τον «Αγ. Αντώνιο» (υψ. 2.815 μ.), το «Σκολιό» (υψ. 2.904 μ.), τη «Σκάλα», το «Μύτικα» (υψ. 2.918 μ.), το «Στεφάνι» (υψ. 2.911 μ.), τη «Τούμπα» , τον «Πρ. Ηλία» (υψ. 2.787 μ.), το «Λαιμό», τη «Σκούρτα» (υψ. 2.475 μ.) και χαμηλά, το δασοσκέπαστο «Μαυρόλογγο» (φωτ. 51 και 52).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε. Φτάσαμε στον προορισμό. Βρεθήκαμε στην κορυφή «Πάγος». Χρειαστήκαμε 6,5 ώρες απαιτητικής ανηφορικής πορείας, για να βρεθούμε από τα 700 στα 2.676 μέτρα υψόμετρο της κορυφής.
Ο Τοτός, ο αρχηγός μας, προχώρησε λίγο ακόμη προς τα πάνω. Μήπως, «προλάβαινε» και τον «Καλόγερο» (υψ. 2.700 μ.). Εμείς μείναμε στην κορυφή «Πάγος» για τις απαραίτητες αναμνηστικές φωτογραφίες (φωτ. 53).
Τα ρολόγια δείχνανε 14.00΄. Έπρεπε να επιστρέψουμε, για να μη μας «έβρισκε» το σκοτάδι μέσα στο δάσος. Κάναμε νόημα στον Τοτό να γυρίσει και πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής.
Όλη η διαδρομή γνώριμη, την είχαμε κάνει ανηφορίζοντας και οι εικόνες τοπίων ίδιες, αλλά τις βλέπαμε από άλλη, αυτή τη φορά, οπτική γωνιά και με διαφορετικό φωτισμό. Η κατηφόρα ευκολότερη, φυσικά, από την ανηφόρα. Ήθελε, όμως, δύναμη στα γόνατα.
Στην πλαγιά με το χιόνι προσέχαμε πολύ, για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού. Στο «Λιβαδάκι» καθίσαμε για να «απαλλάξουμε» τα άρβυλά μας από το βάρος των κραμπόν και να βάλουμε, επιτέλους, κάτι στο στόμα μας. Το σάντουιτς, τα μπισκότα, οι μπάρες δημητριακών, ήταν τόσο νόστιμα και ό,τι χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή για τη συνέχεια (φωτ. από 54 έως και 57).
Δεν καθυστερήσαμε πολύ. Ξαναφορτωθήκαμε, για τελευταία φορά, τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.Η ώρα περνούσε, άρχιζε να σκοτεινιάζει. Και εμείς, ακόμη μέσα στο δάσος. «Φορέσαμε» τους φακούς κεφαλής και συνεχίσαμε την πορεία μας με το φως των φακών.
Άλλη αίσθηση και μεγαλύτερη προσοχή. Η πορεία μας: Λιβαδάκι» → «Πελεκούδια» → «Άνω Τσουκνίδα» → «Κάτω Τσουκνίδα» → «Ντελή» → είσοδος μονοπατιού, δεν κράτησε παραπάνω από 3 ώρες (φωτ. 58, 59, 60).
Φτάσαμε στο σημείο με το τζιπ και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.
Στο σημείο αυτό είχε φτάσει στο τέλος της άλλη μια κυριακάτικη δραστηριότητά μας με πολλές εμπειρίες, με αμέτρητες όμορφες εικόνες «φωλιασμένες» σε μια γωνιά του μυαλού και εκατοντάδες άλλες «αιχμάλωτες» στις μνήμες των ψηφιακών μας μηχανών.
Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε για την «έδρα» μας, για τα σπίτια μας, αφήνοντας πίσω την όμορφή εικόνα του «στολισμένου», με πολύχρωμα φώτα, κάμπου της Πιερίας που τον είχε «σκεπάσει» το σκοτάδι (φωτ. 61)
Το δίδαγμα της κυριακάτικής μας δραστηριότητας:
«Με τη σοφία που μάζεψα με τον καιρό, ανακάλυψα πως κάθε εμπειρία, είναι μια μορφή εξερεύνησης.» (Ansel Adams, Αμερικανός φωτογράφος)
Απολογισμός :
Διαδρομή: Είσοδος μονοπατιού στα 700 μέτρα υψόμετρο→«Ντελή»→«Κάτω Τσουκνίδα→
«Άνω Τσουκνίδα» → «Πελεκούδια» → «Λιβαδάκι» (υψ. 2.100 μ.)→ κορυφή
«Πάγος» (υψ. 2.676 μ.) → επιστροφή
Υψομετρική διαφορά : 2.068 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα. Στοιχεία GPS).
Χρόνος : 10,5 ώρες ( συνολικός χρόνος )
Απόσταση: 25 χλμ.