Life Περιβάλλον Περισσότερο διαβασμένα

Σμόλικας: Πατώντας το πρώτο χιόνι στα 2.637 μέτρα υψόμετρο της κορυφής

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης

 «Φεύγεις και πας, που ταξιδεύεις;  / Δρόμοι ανοιχτοί, τα σύνορά σου είναι όπου αντέχεις...»

( Αλκίνοος Ιωαννίδης – «Ο δρόμος σου είσαι εσύ»)

Νοέμβρης, ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου.

Στο ημερολόγιο έγραφε: Κυριακή 17-11-2019.

Έξω το απόλυτο σκοτάδι. Ξεκινούσε καινούργια μέρα Ξεκινούσαμε και εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», για μία ακόμη προγραμματισμένη εξόρμησή μας.

Μαζί μας, για πρώτη φορά, και κάποιοι φίλοι ορειβάτες, που αποφάσισαν να μας ακολουθήσουν. Ξεκινούσαμε για το ραντεβού μας με τη Φύση.

Εκεί, βρισκόταν το κυριακάτικο…«καταφύγιό» μας, που θα μας «φιλοξενούσε» και θα μας «κρατούσε» μακριά από τις σκέψεις και τις σκοτούρες της άχαρης καθημερινότητας.

Εκεί, στη δική μας «ελεύθερη γωνιά» απόδρασης, θα ξεδιπλώναμε τις δράσεις των «θέλω» μας, αφήνοντας πίσω, στην πόλη, τους…«τεμπέλικους» καναπέδες…της απραξίας και τις …επανωτές φραπεδιές…της αδράνειας.

Τα ρολόγια έδειχναν 05.00΄ π.μ.

Ήταν η ώρα που φεύγαμε από τη Βέροια, την πόλη της ιστορίας και του πολιτισμού. Την πόλη της απέραντης ομορφιάς της Φύσης και της ζωής.

Αναχωρήσαμε για την προγραμματισμένη «Ανάβασή μας στην ψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου του Σμόλικα».

Οδεύοντας προς την έξοδο της πόλης, περάσαμε από τους σκοτεινούς δρόμους της «ωραίας κοιμωμένης», που ήταν άδειοι από κίνηση (φωτ. 1).

Μπήκαμε στην Εγνατία οδό και πήραμε την κατεύθυνση προς Ιωάννινα.

Προορισμός μας, το εξωκκλήσι του «Πρ. Ηλία» που βρίσκεται 3 περίπου χλμ. έξω απο το χωριό  Αγ. Παρασκευή (ή Κεράσοβο) Κόνιτσας.

Ανηφορίζοντας την Εγνατία, είδαμε την τεχνική Λίμνη του Αλιάκμονα να κάνει τη διαφορά και τα φώτα τις πόλης, σαν χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, να έχουν «στολίσει» το σκουρόχρωμο πέπλο που σκέπαζε ολόκληρο το τοπίο (φωτ. 2, του Sakis Triantafyllou και 3, παλαιότερη).

Μετά τα διόδια του Πολυμύλου και μπαίνοντας στο Νομό Κοζάνης παντού η πυκνή ομίχλη. «Δεν βλέπαμε πέρα από τη…μύτη μας», όπως λέει ο λαός μας.

Η οδήγηση προσεκτική. Στην έξοδο «Καστοριά – Μαυραναίοι», βγήκαμε από την Εγνατία και πήραμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Μαυραναίους. Το μακρινάρι της διαδρομής χωρίς κανένα ενδιαφέρον. «Πρωταγωνιστούσε» η ομίχλη που, και εδώ, κάλυπτε όλο το τοπίο, κάνοντας το ταξίδι μας άχαρο και κουραστικό.

Το βλέμμα μας «ταξίδευε» ακολουθώντας μόνο τη συνεχή λευκή γραμμή του δρόμου, που κατά διαστήματα γινόταν διακεκομμένη, καθώς η ματιά δεν κατόρθωνε να διακρίνει τίποτα μέσα από το πυκνό όλο υγρασία…πέπλο.

Τα περάσματα από τα χωριά μάς υπενθύμιζαν τις περιοχές του Νομού Γρεβενών που εκείνη τη στιγμή περνούσαμε.

Μαυραναίοι→Ανάβρυτα (ένα χωριό κτισμένο σ’ ένα πυκνό δάσος βελανιδιάς κοντά στον ποταμό Βενέτικο)Αετιά (κτισμένη σε υψόμετρο 1.150 μέτρων και το χειμώνα γίνεται ορμητήριο των χιονοδρόμων)Φιλιππαίοι (με σπίτια δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής).

Συνεχίζαμε.

Τα χιλιόμετρα στο καντράν του τζιπ «κυλούσαν», όσο εμείς προχωρούσαμε και η ένδειξη της εξωτερικής θερμοκρασίας «έπαιζε» μεταξύ των 4ων και 5 βαθμών Κελσίου.

Σε μια στροφή του δρόμου…ω, τι θαύμα;;!!

Για μια στιγμή, κάποιο…«αόρατο χέρι»…«τραβηξε» την…κουρτίνα και έτσι, μπορέσαμε να διακρίνουμε μέσα από το άνοιγμα της ομίχλης: «…ένα ακόμη όμορφο και ρομαντικό χωριό της Πίνδου.», γράφει στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του ο Χρήστος Ενισλείδης. Και συνεχίζει: «Μέσα σε πυκνό από πλατάνια, από οξιές, από πεύκα και έλατα δάσος. Γεμάτη νερά κρουσταλλένια, γεμάτη άνθηση και ζωή. Η Σαμαρίνα μια πόλις καλοκαιρινή. Γι’ αυτό τα χιόνια και τα κρούσταλλα εξαφανίζουν την ζωή το χειμώνα…» (φωτ. 4, παλαιότερη).

Βγαίνοντας από την Εγνατία, δεν κάναμε παραπάνω από 50 χλμ. οδικής διαδρομής για να φτάσουμε στο πιο φημισμένο από τα ορεινά βλαχοχώρια της Πίνδου.

Η Σαμαρίνα ή «Σάντα Μαρίνα», είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στην βορειοανατολική πλευρά του ορεινού όγκου του Σμόλικα και σε υψόμετρο 1.450 μέτρων, στο ψηλότερο δηλ. σημείο από κάθε άλλο χωριό στην Ελλάδα.

Μπαίνοντας στο χωριό δεν συναντήσαμε κίνηση. Είδαμε, μόνο, 2-3 αυτοκίνητα παρκαρισμένα δίπλα στον ξενώνα, που μαρτυρούσαν την παρουσία επισκεπτών (φωτ. 5, 6).

Περάσαμε μέσα από τη Σαμαρίνα με την κατασκευαστική της πολυμορφία και τις δεκάδες διαφημιστικές της πινακίδες. Αντικρίσαμε, στο πέρασμά μας, σπίτια με τσίγκο ή πέτρα στις σκεπές. Δεν σταματήσαμε.

Συνεχίσαμε την οδική πορεία μας με κατεύθυνση προς το επόμενο ορεινό χωριό, την Αγία Παρασκευή (ή Κεράσοβο) Κόνιτσας. Η ομίχλη με τα…κόλπα της…«έπαιζε» με τα νεύρα μας σε ένα δρόμο με πολλά στροφηλίκια και παράλληλα «δοκίμαζε» τις αντοχές του οδηγού σε ένα οδόστρωμα κατεστραμμένο σε πολλά σημεία του.

Από εικόνες τοπίων;;;!!! Τίποτα. Μπήκαμε στις περιοχές του Νομού Ιωαννίνων. Μόλις άρχισαν οι κατηφόρες, άρχισε να αλλάζει και όλο το γύρω σκηνικό.

Η ομίχλη από λεπτό σε λεπτό απομακρυνόταν και μπροστά μας ξεδίπλωνε μια εικόνα ενός καταπράσινου δάσους κωνοφόρων, που κάλυπτε τις βορειοδυτικές πλαγιές του ορεινού όγκου του Σμόλικα και απλωνόταν σε όλο το μήκος της ρεματιάς, μέχρι την κοιλάδα του «Σαραντάπορου», εκεί που στα 970 περίπου μέτρα υψόμετρο είναι κτισμένο το ορεινό χωριό Αγ. Παρασκευή της Κόνιτσας (φωτ. 7).

Πέρα από την εικόνα του μαγευτικού τοπίου που αντικρίζαμε γύρω μας, βλέπαμε, με ανακούφιση και χαρά, ότι ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Η φθινοπωρινή μέρα ήταν ηλιόλουστη. Φτάσαμε στην πέτρινη γέφυρα με τη «Νεροτριβή» (ντριστέλα)  του Αγροτικού Συνεταιρισμού Αγ. Παρασκευής δίπλα της.

Η νεροτριβή είναι κτισμένη κοντά στα ορμητικά νερά του ποταμού «Κακόλακκος» και την χρησιμοποιούν τόσο οι κάτοικοι του χωριού, όσο και εκείνοι της ευρύτερης περιοχής, για να πλένουν τις βελέντζες και τις βαριές κουβέρτες τους..

Από το σημείο ξεκινά και το μονοπάτι με τον χαρακτηρισμό «Κ2», κίτρινη σήμανση, που οδηγεί στις κορυφές του Σμόλικα, αφού πρώτα περάσει από την άγρια και παρθένα περιοχή του Ρέματος «Βαθύλακκος» (φωτ. από 8 έως και 11).

Στο σημείο με τα τσιμεντένια τραπέζια και πάγκους, κάτω από τον πανύψηλο πλάτανο, δεν καθυστερήσαμε πολύ.

Συνεχίσαμε για ελάχιστα ακόμη χιλιόμετρα. Συναντήσαμε τον πρώτο χωμάτινο δρόμο στα αριστερά μας και τον ακολουθήσαμε, αφήνοντας πίσω μας τον ασφαλτόδρομο.

Δεν κάναμε παραπάνω από 500 μέτρα στο χωματόδρομο και φτάσαμε από τη διασταύρωση στον προορισμό μας.

Χρειαστήκαμε να διανύσουμε 174 χλμ. οδικής διαδρομής και 3 ώρες οδήγησης, για να βρεθούμε από τη Βέροια στα 1.070 μέτρα υψόμετρο.

Στο σημείο, δηλαδή, με το πέτρινο εκκλησάκι του «Πρ. Ηλία», που είναι κτισμένο σε ένα υψωματάκι και περιτριγυρισμένο από λογής-λογής δένδρα. Σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε (φωτ. 12, 13, 14) .

Λίγο πιο πέρα, ετοιμάζονταν για τη δική τους δράση στο βουνό κάποιοι κυνηγοί. Ο καιρός ήταν ό,τι πρέπει για την ορειβασία. Ο ουρανός καθαρός από σύννεφα και η θερμοκρασία κοντά στους 7 βαθμούς Κελσίου. Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα, για μια πολύωρη πορεία.

Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS, για να «καταγράψει» την διαδρομή. Συντονίσαμε τους ασυρμάτους για κάθε ενδεχόμενο, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, χαιρετήσαμε τους πρωινούς λάτρεις του κυνηγιού και ξεκινήσαμε. Τα τετράποδα των κυνηγών μάς κοιτούσαν ξαφνιασμένα, από την παρουσία μας και με απορία στο πέρασμά μας ( φωτ. 15).

Ακολουθήσαμε το χωματόδρομο. Το τοπίο γύρω μας πολύχρωμο. Η Φύση το είχε «ντύσει» φθινοπωρινά.

Λίγα μόλις μέτρα μετά τον «Πρ. Ηλία», κάναμε την απαραίτητη παράκαμψη. Βγήκαμε από το λασπωμένο και «φαγωμένο» από τις ροδιές των αυτοκινήτων χωμάτινο δρόμο και μπήκαμε σε ένα μονοπάτι, για να γλυτώσουμε από τις λάσπες και τα συγκεντρωμένα βρώμικα νερά (φωτ. 16, 17, 18).

Το μονοπάτι αυτό μας έβγαλε, και πάλι,  στο δασικό δρόμο, που περνούσε λίγο πιο πάνω.Το ακολουθούσαμε ανηφορίζοντας. Δεν κάναμε παραπάνω από 25 λεπτά πορείας, από το εξωκκλήσι του «Πρ. Ηλία» και συναντήσαμε το κλασικό ορειβατικό μονοπάτι «Ο3», που ξεκινά από το χωριό Αγ. Παρασκευή της βόρειας πλευράς του ορεινού όγκου και καταλήγει στο χωριό Πάδες της νότιας πλευράς του, αφού πρώτα περάσει από τη χαρακτηριστική «Δρακόλιμνη» του Σμόλικα.

Το ακολουθήσαμε. Καθαρό, με ευδιάκριτη σήμανση και πολυπερπατημένο. Κατά διαστήματα, συναντούσαμε μεταλλικές πινακιδούλες στους κορμούς των δένδρων, που μας ενημέρωναν για τις ώρες πορείας που χρειάζονταν ακόμη για να φτάσουμε στον προορισμό.

Η κλίση του μονοπατιού ομαλή και το πέρασμά του με μέτριο βαθμό δυσκολίας. Η μυρωδιά του υγρού εδάφους έφτανε μέχρι τις μύτες μας και στα γυμνά μέρη του σώματός μας αισθανόμασταν την πρωινή ψυχρούλα της ατμόσφαιρας. Περνούσαμε μέσα από πυκνά δάση πανύψηλων μαυρόπευκων.

Κάπου-κάπου, βλέπαμε τις ακτίνες του ήλιου να προσπαθούν, με δυσκολία, να περάσουν μέσα από τα πυκνά βελονοφόρα κλαδιά των κωνοφόρων και σπάνιες φορές, ολόκληρο το φωτεινό δίσκο, που σαν ένα λαμπερό χριστουγεννιάτικο αστέρι στόλιζε τις κορυφές των ελάτων (φωτ. από 19 έως και 25).

Προχωρούσαμε «ακούγοντας» την…όλο μυστήριο σιωπή του δάσους. Ένα μυστήριο που «ταξίδευε» τη ματιά μας και «σκουντούσε» τη φαντασία μας. Ρίχναμε γύρω μας ματιές. Τα ίδια τα  θαύματα της Φύσης, οι δημιουργίες Της, οι σχηματισμοί Της, τα «αποτυπώματά» Της σε κάθε τι στο γύρω περιβάλλον, οι πινελιές Της, οι «εμπνεύσεις» Της…από   μόνα τους τραβούσαν το βλέμμα  μας πάνω τους.

Και εμείς, σαν απλοί θαυμαστές, τις εικόνες που αντικρίζαμε τις «εγκλωβίζαμε» σε κάποια γωνιά του μυαλού μας ή τις «αιχμαλωτίζαμε» στις μνήμες των ψηφιακών μας φωτογραφικών μηχανών.

Η Alessia S. Lorenzi έγραψε: «Η φύση δεν φωνάζει, δεν κάνει ερωτήσεις. Δεν θέλει τίποτα, μόνο σεβασμό ενώ αθόρυβα ζωγραφίζει υπέροχους πίνακες, που σε αφήνουν χωρίς ανάσα..» Τη σιωπή του δάσους τη διέκοπταν, όμως, τα τραγούδια και η έντονη, στη συζήτηση, φωνή του αεικίνητου Γιώργου.

Στα περάσματά μας, παντού νερά. Περνούσαμε πάνω από αυλάκια και δίπλα από ρεματιές με τα γάργαρά τρεχούμενα νερά τους. Φτάσαμε στην πρώτη πηγή της διαδρομής.

Ήμασταν στα 1.490 περίπου μέτρα υψόμετρο. Χρειαστήκαμε 1ώρα ανηφορικής πορείας για να ξεδιψάσουμε και να συμπληρώσουμε στα παγούρια μας νερό (φωτ. 26).

Στο σημείο δεν καθυστερήσαμε πολύ. Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Η γύρω βλάστηση ίδια με την προηγούμενη που περάσαμε. Κυριαρχούσε το μαυρόπευκο. Το μόνο που άλλαζε, όσο προχωρούσαμε, ήταν η γεωμορφολογία του μονοπατιού.

Αφήναμε το ομαλό χωμάτινο και μπαίναμε σε ένα πετρώδες, με τις σκόρπιες πέτρες, διάφορων μεγεθών, παντού. Ο σκούρος καφετί χρωματισμός τους έκανε τη διαφορά μέσα στο δάσος (φωτ. 27, 28, 29).

Συνεχίζαμε την ανηφορική πορεία μας. Περάσαμε από την περιοχή με το τοπωνύμιο: «Πευκόφυτο»

Η κλίση της πλαγιάς άρχιζε να «μεγαλώνει» σε κάθε μας βήμα προς τα πάνω και η πορεία μας γινόταν ολοένα και πιο απαιτητική.

Στο μεγαλύτερο κομμάτι της ανηφορικής διαδρομής είχαμε, στα δεξιά μας, το ρέμα με τα θορυβώδη τρεχούμενα νερά του, που ο ήχος της ορμής τους έφτανε στα αυτιά μας κι όταν ακόμη βρισκόμασταν μακριά.

Με τις συζητήσεις μεταξύ μας, με τα τραγούδια του Γιώργου και με τα διάφορα αστειάκια δεν καταλάβαμε για πότε μπήκαμε στη ζώνη του έλατου (φωτ. από 30 έως και 35).

Συνεχίζαμε. Κοντεύαμε στην υποαλπική ζώνη. Τα έλατα άρχιζαν να αραιώνουν και τα υποαλπικά χορτολίβαδα να κάνουν την εμφάνισή τους. Και μαζί με αυτά ο ζωοδότης ήλιος, που τον βλέπαμε επιτέλους ολόκληρο, να δίνει με τη λάμψη του και τη ζεστασιά του ζωντάνια  σε ολόκληρο το τοπίο.

Τα ακέφαλα μεγαλόσωμα ρόμπολα, σε συστάδες ή μεμονωμένα, ξεχώριζαν με το μέγεθός τους και το κατασκευαστικό τους σχήμα και κάνανε τη διαφορά σε όλο το σκηνικό που «ξεδιπλωνόταν» γύρω μας. Βγήκαμε από το ελατοδάσος (φωτ. 36, 37, 38).

Δεν περπατήσαμε πολύ στο ορεινό χορτολίβαδο και φτάσαμε στη δεύτερη πηγή της διαδρομής. Βρισκόμασταν στα 2.010 περίπου μέτρα υψόμετρο και χρειαστήκαμε 1 ώρα και 35 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από την πρώτη πηγή στο σημείο με το τρεχούμενο νερό που έβγαινε μέσα από σωλήνα..

Ήταν ό,τι έπρεπε να ξεδιψάσουμε και να γεμίσουμε τα παγούρια μας για τη συνέχεια. Λίγο πιο πάνω, από την πηγή, υπάρχει μια χαρακτηριστική καλύβα που είναι, εξ’ ολοκλήρου, κατασκευασμένη από τσίγκο.

Ολιγόλεπτη στάση και ξεκινήσαμε.

Στο το σημείο της πηγής, εγκαταλείψαμε το κλασικό μονοπάτι «Ο3» (κόκκινη γραμμή στη φωτογραφία), που οδηγούσε στη «Δρακόλιμνη» του Σμόλικα, και ακολουθήσαμε ένα «δικό μας» μονοπάτι (κίτρινη γραμμή στη φωτογραφία) για να κερδίσουμε χρόνο.

Την εποχή αυτή, κοντεύοντας προς τον χειμώνα, η διάρκεια της μέρας είναι μικρή και η  κάθε καθυστέρηση πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια μιας πολύωρης ορειβατικής δραστηριότητας (φωτ. 39, 40).

Όταν βρισκόμαστε στη Φύση, η ομορφιά της ατμόσφαιρας, η μαγεία των τοπίων και της θέας, μάς «ενεργοποιούν» όλες τις αισθήσεις μας και τις «έχουν» συνέχεια στο «ΟΝ».

Οι αισθήσεις αυτές, στο περιβάλλον που κινούμαστε, «συνεργάζονται» τόσο αρμονικά μεταξύ τους, που η μία συμπληρώνει την άλλη και όλες μαζί «δημιουργούν» μια ευχάριστη διάθεση να χαρούμε όλα εκείνα που βιώνουμε την κάθε στιγμή «φιλοξενούμενοι» στο…σπίτι Της.

Όπως ανηφορίζαμε, ο ήχος που έφτανε στα αυτιά «οδήγησε» τη ματιά μας προς το γιγάντιο βραχώδη όγκο, που ορθωνόταν σχεδόν κάθετα στα αριστερά μας.

Αντικρίσαμε μία πανέμορφη εικόνα. Βλέπαμε μικρούς καταρράκτες στη σειρά, τον έναν κάτω από τον άλλον.

Τους δημιουργούσαν τα νερά που πέφτανε από το ψηλότερο σημείο της απότομης σκουροκαφετί χρωματισμού πλαγιάς, για να καταλήξουν στο ρέμα, που είχαμε περάσαμε βγαίνοντας από το ελατοδάσος  (φωτ. 41).

Φωτογραφίες και συνεχίσαμε. Ανηφορίζοντας συναντήσαμε το μονοπάτι που «συνδέει» τη «Δρακόλιμνη» με την ψηλότερη κορυφή του Σμόλικα, τον «Γέρο».

Στο σημείο εκείνο, ο «δράκος του βουνού», δημιουργία της Φύσης σε κορμό βιολογικά νεκρού δένδρου, «υποκλινόταν» στο πέρασμά μας «θαυμάζοντας» το κουράγιο, την υπομονή και την επιμονή μας στο τόλμημα της πραγματοποίηση της πολύωρης δραστηριότητάς μας στον ορεινό όγκο της απαίτησης και της συνεχούς προσπάθειας (φωτ. 42, 43).

Αναμνηστικές φωτογραφίες και συνεχίσαμε. Άρχιζαν τα απαιτητικά περάσματα ανάμεσα από τα βράχια.

Βρισκόμασταν  στο «βασίλειο» των βράχων. Παντού βραχώδεις όγκοι διάφορων μεγεθών και παράξενων σχηματισμών. Ανηφορίζαμε προσεκτικά για την αποφυγή ανεπιθύμητων τραυματισμών.

Ακολουθούσαμε τη σήμανση του μονοπατιού, που ήταν μία κίτρινη βούλα μέσα σε κόκκινο κύκλο.

Στην προσπάθειά μας μάς συναγωνίζονταν τα ακέφαλα ρόμπολα «αναρριχητές» που τα συναντούσαμε σκόρπια, στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής, να μας «επιδεικνύουν» την…αναρριχητική τους ικανότητα (φωτ. 44, 45).

Όσα αντικρίζαμε γύρω μας μάς δίνανε την εντύπωση ότι βρισκόμασταν στον «εκθεσιακό χώρο» της Φύσης.

Παντού τα καταπληκτικά έργα Της. Σε κορμούς δένδρων, σε ξηρά κούτσουρα, στους βράχους, παντού.

«Η Φύση όταν έχει κέφια…δημιουργεί και όταν δημιουργεί, κάνει…θαύματα.» (φωτ. από 46 έως και 50).

Την απαιτητική προσπάθειά μας στην ανάβαση την αποζημίωναν οι εικόνες που αντικρίζαμε από ψηλά.

Στα δεξιά μας, η επιβλητική κορυφογραμμή της «Τύμφης» («Γκαμήλας») και χαμηλά της, διακρινόταν με δυσκολία,  ένα τμήμα του ορεινού όγκου της «Τραπεζίτσας».

Πίσω μας και χαμηλά, η χαρακτηριστική «Δρακόλιμνη» του Σμόλικα, που έκανε τη διαφορά σε όλο το γύρω τοπίο. Έχει το σχήμα…καρδιάς που εντυπωσιάζει.

Βλέπαμε επίσης και τα σημεία της διαδρομής που περάσαμε ανηφορίζοντας.

Μπροστά και στα αριστερά μας, τι άλλο;;!!

Η πλαγιά με τη μεγάλη κλίση, που έπρεπε να ανηφορίσουμε για να φτάσουμε στην κορυφή (φωτ. 51, 52, 53, 54).

Με όλη τη θέα αυτή συντροφιά, δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στα 2.500 μέτρα υψόμετρο. Το υποαλπικό χορτολίβαδο άρχιζε να το διαδέχεται ο χιονισμένος βραχώδης όγκος της κορυφής. Πατούσαμε το πρώτο χιονάκι της ορειβατικής χρονιάς 2019-2020.

Άλλη αίσθηση.

Βαθιές ανάσες, μια εξερευνητική ματιά προς τα πάνω και ξεκινήσαμε για το τελευταίο απαιτητικό κομμάτι της διαδρομής.

Ανεβαίναμε την χιονισμένη πλαγιά με πολύ προσοχή. Το χιόνι που πατούσαμε δεν ήταν παγωμένο πολύ. «Έκρυβε», όμως, κινδύνους ανεπιθύμητων τραυματισμών μιας στιγμιαίας χαλάρωσης. Η προσπάθειά μας κοπιαστική και τα βήματα αργά.

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής συναντήσαμε ίχνη ζαρκαδιού. Κοντεύαμε στον προορισμό μας.

Φάνηκαν, επιτέλους, το τριγωνομετρικό κολωνάκι της κορυφής και το αλεξικέραυνο (φωτ. 55, 56, 57, 58).

Χρειαστήκαμε 5 ώρες απαιτητικής ανάβασης, συνολικός χρόνος, για να βρεθούμε στα 2.637 μέτρα υψόμετρο της χιονισμένης κορυφής του Σμόλικα, τον «Γέρο».

Ανάμεικτα συναισθήματα.

Επιφωνήματα χαράς, ικανοποίησης, επιβράβευσης. Τι άλλο θα μπορούσε να νιώσει κανείς όταν βρεθεί στην ψηλότερη κορυφή του δεύτερου σε ύψος βουνού της Ελλάδος μετά τον Όλυμπο;;!! (φωτ. 59, 60).

Τι, ακόμη, παραπάνω θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς πάνω από τα…σύννεφα σε μια τόσο ηλιόλουστη μέρα;;!!

Η θέα, από ψηλά, μοναδική και μαγευτική. Θα χρειαστεί κάποιος να κάτσει πολλή ώρα για να την απολαύσει.

Όπου κι αν ταξίδευε το βλέμμα μας αντικρίζαμε: κορυφές, βουνά, δασωμένους ορεινούς όγκους, ρεματιές.

Βλέπαμε την χιονισμένη κορυφή «Μόσια», την δεύτερη σε ύψος κορυφή του ορεινού όγκου του «Σμόλικα» μετά τον «Γέρο», που βρισκόμασταν και χαμηλότερα το μεγάλο λάκκο, το «Βαθύλακκο», που τους περισσότερους μήνες του χρόνου είναι σκεπασμένος με χιόνι.

Κοιτάζοντας στα βόρεια, βλέπαμε να απλώνεται αγέρωχη η κορυφή του «Γράμμου», το φυσικό σύνορο Ελλάδος με την Αλβανία. Και χαμηλότερα διακρίναμε το «Βόιο».

Νοτιοδυτικά, βλέπαμε την επιβλητική κορυφογραμμή της «Τύμφης» («Γκαμήλας») και χαμηλότερα την κατάφυτη «Τραπεζίτσα».

Κοιτάζοντας χαμηλά, προς την πλαγιά που ανηφορίσαμε, βλέπαμε την…καρδιά του Σμόλοκα, τη «Δρακόλιμνη».

Ταξιδεύοντας την ματιά μας πιο πέρα από τα υποαλπικά χορτολίβαδα με τη λίμνη και χαμηλότερα, βλέπαμε το ορεινό χωριό της Κόνιτσας, την Αγ. Παρασκευή (ή Κεράσοβο) (φωτ. 61, 62).

Αναμνηστικές φωτογραφίες στο τριγωνομετρικό της κορυφής με το αλεξικέραυνο δίπλα του. Η ύπαρξή του μαρτυρεί τις «πτώσεις» κεραυνών, που είναι  ένα σύνηθες φαινόμενο στην περιοχή. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη απ’ όλους όσους σκοπεύουν να την επισκεφτούν.

Έχει τοποθετηθεί μετά τον τραγικό θάνατο του Lucats Gyorgy Tamas, του 19χρονου Ούγγρου ορειβάτη, που κτυπήθηκε από κεραυνό το 1997.

Φυσούσε πολύ, δεν ήταν να καθίσουμε παραπάνω.

Τελευταίες ματιές. Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.

Η πορεία μας κατηφορική και τα περάσματα μέχρι το ξηρό κορμό, σε σχήμα…«δράκου» της φαντασίας μας, γνώριμα. Τα είχαμε περάσει ανηφορίζοντας.

Φτάνοντας στο πιο πάνω «δρακοσημείο», συνεχίσαμε την πορεία μας ακολουθώντας το κλασικό μονοπάτι, που οδηγούσε στην «Δρακόλιμνη» (φωτ. 63).

Προσπεράσαμε δηλαδή εκείνο, το…«δικό μας μονοπάτι» στα δεξιά, που είχαμε ανηφορίσει ξεκινώντας από την πηγή, για να κερδίσουμε χρόνο.

Κοντεύαμε. Ήμασταν πολύ κοντά στο θαύμα της Φύσης.

Και νάτο !!! Μπροστά μας, σε σχήμα…καρδιάς!!

Χρειαστήκαμε 50 λεπτά προσεκτικής κατάβασης, για να φτάσουμε από την κορυφή στην  υποαλπική λίμνη του «Σμόλικα», τη «Δρακόλιμνη» ή «Λύγκα» όπως αλλιώς ονομάζεται.

Βρίσκεται σε υψόμετρο 2.150 μέτρων και είναι δεύτερη σε μέγεθος, μετά τη «Δρακόλιμνη» της «Γκαμήλας» (φωτ. 64, 65).

Η θέση της, το σχήμα της, η μαγεία της, σε «αναγκάζουν» από μόνα τους να παραμείνεις στο σημείο όσο περισσότερο χρόνο μπορείς. Να χαρείς και να θαυμάσεις την περίπου 3ων με 4ων στρεμμάτων έκτασή της.

Να την περπατήσεις περιμετρικά, κάνοντας όχι παραπάνω απο 400 βήματα.

Να ψάξεις να βρεις τους αμφίβιους αλπικούς τρίτωνες (μικρά δρακάκια), να κάνουν καταδύσεις στα νερά της.

Να δεις τον πυθμένα της να…κοκκινίζει.

Βλέποντας τα κυματάκια στην επιφάνειά της, να έχεις την εντύπωση  ότι…«λειτουργεί»;;!!.

Ότι, η καρδιά του Σμόλικα…«κτυπά», εκεί στη μέση του ορεινού όγκου του.

Την είδαμε, όμως,….«πληγωμένη»;;!!.

Η συστάδα από καλαμιές δημιουργούσε μια…«κηλίδα» που ξεχώριζε.

Από το σημείο περνά το μονοπάτι «Ο3», που συνεχίζει ή για το χωριό Πάδες ή για το χωριό Αγ.Παρασκευή Κόνιτσας.

Καθίσαμε να ξεκουραστούμε και να χαρούμε όλη την ομορφιά της (φωτ. 66, 67, 68).

Τα λεπτά τρέχανε και η ώρα περνούσε.

Μας περίμενε η πολύωρη επιστροφή.

Έπρεπε να αφήσουμε την μαγεία του σημείου εκείνου και να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφής.

Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, «ρίξαμε» μια τελευταία ματιά στο τοπίο και ξεκινήσαμε.

Μπήκαμε στο μονοπάτι «Ο3» με κατεύθυνση προς Αγ.Παρασκευή.

Κατηφορίζοντας φτάσαμε στην καλύβα από τσίγκο και στη συνέχεια στην πηγή. Στο σημείο, δηλαδή, που κάναμε την…«αναγκαστική» παράκαμψη, για να κερδίσουμε χρόνο ανηφορίζοντας.

Από δώ και πέρα  όλα πλέον μας ήταν γνώριμα, τα είχαμε περάσει ανηφορίζοντας.

Διέφερε μόνο η γωνία φωτισμού των εικόνων που αντικρίζαμε για δεύτερη φορά.

Στη διαδρομή μας είχαμε και κάποιες αναπάντεχες…συναντήσεις;;!!

Αιφνιδιασμένες αγελάδες στο μονοπάτι που κατηφορίζαμε (φωτ. 69, 70, 71, 72).

Άρχισε να σκοτεινιάζει.

Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 10 λεπτά για να φτάσουμε από τη «Δρακόλιμνη» στο εκκλησάκι του «Πρ. Ηλία».

Στο χώρο του εξωκκλήσι αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή.

Νιώθαμε ικανοποιημένοι για το κατόρθωμά μας και ευχαριστημένοι, γιατί ο Σμόλικας «μοιράστηκε» μαζί μας τη μαγεία του και την τόσο ξεχωριστή ομορφιά του μέσα σε μια καταπληκτική ηλιόλουστη μέρα.

Στο σημείο αυτό άλλη μία ορειβατική μας εξόρμηση έφτασε στο τέλος της.

Με αμέτρητες εικόνες και παραστάσεις «φωλιασμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας και γεμάτοι από όμορφες εμπειρίες πήραμε το δρόμο της επιστροφής για Βέροια.

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, τα…«χριστουγεννιάτια λαμπιόνια» που «στόλιζαν» την κατάμαυρη…«κουρτίνα», τράβηξαν την προσοχή μας. Ήταν τα φώτα του ορεινού χωριού Σαμαρίνα με φόντο το μαύρο της νύχτας.

Ευχή μας, να μάς δοθούν και άλλες ευκαιρίες και να έχουμε τις δυνατότητες να την ξαναεπισκεφτούμε.

«Στο βουνό δεν ανεβαίνεις με τα πόδια αλλά με την…καρδιά.» (φράση ορειβατών)

 Απολογισμός:

Διαδρομή:  Θέση «Πρ. Ηλίας» (υψ. 1.070 μ.)→δασικός δρόμος→μονοπάτι «Ο3»→στα 2.010

μέτρα υψόμετρο «δικό μας» μονοπάτι→ μονοπάτι που «συνδέει» τη «Δρακόλιμνη»

με την κορυφή→κορυφή (υψ. 2.637 μ.)→μονοπάτι προς αλπική λίμνη→

«Δρακόλιμνη» (υψ. 2.150μ.)→κλασικό μονοπάτι «Ο3»→δασικός δρόμος→εξωκλήσι

«Πρ. Ηλίας».

Υψομετρική διαφορά: 1.622 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα, ένδειξη GPS)

Απόσταση: 20 χλμ.  ( ένδειξη GPS)

Χρόνος: 9 ώρες ( συνολικός χρόνος )

banner-article

Ροη ειδήσεων