Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
Βόρεια πλευρά του Ολύμπου, αρχές φθινοπώρου του 2019.
Στις 8.15΄ π.μ. φτάσαμε, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», στο ασφαλτοστρωμένο parking, που βρίσκεται στις παρυφές του βουνού των θεών, στη θέση με το τοπωνύμιο: «Αγία Κόρη».
Μετά το χωριό Βροντού της Πιερίας ακολουθήσαμε τις πινακίδες και αφού διανύσαμε μια απόσταση 4ων περίπου χλμ, βρεθήκαμε στο σημείο με την πετρόχτιστη καμάρα. Η εικόνα της «Αγίας», στην αριστερή πλευρά της, μαρτυρούσε την ύπαρξη της καλά «κρυμμένης» μέσα στην οργιώδη βλάστηση και όμορφα κτισμένης, στην πλαγιά μιας μαγευτικής ρεματιάς με τρεχούμενα νερά, εκκλησούλας προς τιμήν της «Κόρης», που έγινε «Αγία» στη συνείδηση των ανθρώπων της περιοχής (φωτ. από 1 έως και 5).
Φύγαμε από την πρωτεύουσα της Ημαθίας όταν στο βάθος του ορίζοντα άρχιζε να χαράζει και στον ουρανό φάνηκε η μακρόστενη πολύχρωμη λωρίδα, που από λεπτό σε λεπτό διευρυνόταν απομακρύνοντας το σκούρο πέπλο της νύχτας (φωτ. 6).
Στο ημερολόγιο έγραφε: Κυριακή, 22-09-2019.
Μαζί μας και η Μαρία, η μοναδική γυναικεία παρουσία. Αποφάσισε, μετά από μια πολύμηνη απουσία της, να συμμετάσχει στην προγραμματισμένη κυριακάτικη ορειβατική μας εξόρμηση, που προέβλεπε: «Ανάβαση στην ‘‘Πετρόστρουγκα’’ (υψ. 1.940 μ.), ξεκινώντας από την ‘‘Αγία Κόρη’’ (υψ. 340 μ.) της βόρειας πλευράς του Ολύμπου».
Αφήσαμε πίσω μας τους σκοτεινούς, ακόμη, δρόμους της πόλης και ακολουθήσαμε την οδική διαδρομή: Βέροια → Εγνατία Οδός → Εθνική Αθηνών-Θεσ/νίκης → έξοδος προς «Ν. Έφεσος, Βαρικό» → Τ.Κ. Βροντούς (του Δήμου Δίον) → parking στη θέση με τοπωνύμιο: «Αγ. Κόρη».
Τον λαμπερό δίσκο στον ουρανό, με το χρυσαφί φωτοστέφανο γύρω του, τον είδαμε από την Εγνατία Οδό, να ξεπροβάλλει πίσω από τον ορεινό όγκο του «Χορτιάτη» ( φωτ. 7).
Η διαδρομή μας ευχάριστη.
Με τις εικόνες του ανατέλλοντα ήλιου…να μας προκαλούν τον θαυμασμό, με τα πειράγματα και τις χαρούμενες συζητήσεις…να δημιουργούν μια όμορφη ατμόσφαιρα μέσα στο περιορισμένο χώρο του τζιπ, δεν καταλάβαμε για πότε κύλησαν τα 75 λεπτά ταξιδιού και βρεθήκαμε, από τη Βέροια, στο χώρο στάθμευσης που βρίσκεται κοντά στη ρεματιά με τη μαγευτική ομορφιά της και το «κρυμμένο» μυστήριό της.
Από το σημείο αυτό μπορεί κάποιος να ξεκινήσει για τις κορυφές του βουνού των θεών.
Υπάρχουν ξύλινα βέλη-πινακίδες και ένας ενημερωτικός χάρτης με το σκαρίφημα του ορεινού όγκου και το χαραγμένο δίκτυο μονοπατιών της βόρειας πλευράς του Ολύμπου.
Σε κάθε βέλος αναγράφεται η τοπωνυμία και ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να φτάσει ο περιπατητής στο σημείο της επιλογής του (φωτ. 8, 9, 10).
Σταθμεύσαμε το τζιπ κοντά στην είσοδο του μονοπατιού και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την πολύωρη ορειβατική μας δραστηριότητα. Η μέρα ηλιόλουστη και η πρωινή θερμοκρασία ικανοποιητική. Στα σακίδιά μας τα πλέον απαραίτητα και το μόνο επιπλέον βάρος τα πολλά υγρά.
Στη διαδρομή μας θα συναντούσαμε πηγές στις θέσεις: «Ίταμος», «Κοπανούλα», «Κλεφτόβρυση», «Γιαγκούλα», αλλά δεν ήμασταν σίγουροι εάν, λόγω εποχής, θα βρίσκαμε νερό.
Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS, για την καταγραφή της διαδρομής. Ο Τοτός, ο αρχηγός μας, σαν ένα γνήσιος ιππότης, ρύθμισε το ύψος των μπατών της Μαρίας. Και εγώ, ο «φωτογράφος» της ομάδας, αποθανάτιζα τις στιγμές. Ανοίξαμε τους ασυρμάτους μας και ξεκινήσαμε (φωτ. 11).
Δεν μπήκαμε στο μονοπάτι, που ξεκινούσε από το χώρο στάθμευσης, αλλά αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το άλλο, που περνούσε δίπλα από το εκκλησάκι της «Αγ. Κόρης» (άγιο κορίτσι). Περάσαμε την πετρόχτιστη πύλη εισόδου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, που μας οδηγούσαν, με στροφηλίκια, χαμηλά στη ρεματιά. Δεν τα μετρήσαμε, μάθαμε, όμως, ότι αριθμούσαν κάτι παραπάνω από 170.
Η οργιώδης βλάστηση, στα αριστερά μας όπως κατηφορίζαμε, έκανε τα μάτια μας να αποζητούν επίμονα «αυτό το κάτι», το «μυστικό» που έκρυβε τόσο καλά στις φυλλωσιές και τα πυκνά κλαδιά της.
Και νάτο!! Το βλέμμα μας δεν άργησε να «καρφωθεί» στο λευκό που ξεχώρισε κάποια στιγμή, κάνοντας τη διαφορά στο καταπράσινο σκηνικό του τοπίου. Ήταν το εκκλησάκι της «Κόρης» και από κάτω τα ορμητικά τρεχούμενα νερά της χαράδρας.
Στα δεξιά μας, όπως κατεβαίναμε, η γκριζωπή βραχώδης απόκρημνη πλαγιά, που σε κάποια σημεία της ορθωνόταν κάθετα ακριβώς δίπλα μας (φωτ. από 12 έως και 15).
Φτάσαμε στο ξεχωριστό κομμάτι του τοπίου που ξεχώριζε. Βρεθήκαμε στην «χαμένη κιβωτό των μυστικών».
Σταματήσαμε για λίγο πάνω στη τσιμεντένια γεφυρούλα, που ενώνει τις δύο πλαγιές της χαράδρας, να απολαύσουμε τη μαγευτική εικόνα του σημείου, ακούγοντας τον ήχο των ορμητικών νερών, που τρέχανε κάτω από τα πόδια μας (φωτ. 16).
Συνεχίσαμε. Όσο πλησιάζαμε στο προσκύνημα, τόσο η «σιωπή του μυστηρίου» γινόταν πιο έντονη. Φτάσαμε στο εκκλησάκι, που είναι κτισμένο γύρω από το κορμό ενός δένδρου και είναι αφιερωμένο σε μια άγνωστη όμορφη Κόρη, η οποία κατέφυγε εκεί για να ξεφύγει από τη μανία των Τούρκων.
Σύμφωνα με μία από τις εκδοχές, στο εσωτερικό της κουφάλας του δένδρου αυτού κρύφτηκε η «Αγία» ακούγοντας τα σκυλιά των ανθρώπων του Πασά να πλησιάζουν στη Σπηλιά Της. Την εσοχή στον κάθετο βράχο η «Κόρη» την χρησιμοποιούσε σαν κρησφύγετο και σαν χώρο προσευχής.
Έπειτα από χρόνια, ένας υλοτόμος κόβοντας το δένδρο ανακάλυψε τον σκελετό Της, που ευωδίαζε. Έτσι, στο σημείο εκείνο κτίστηκε το εκκλησάκι προς τιμήν Της, η οποία δεν αναγνωρίστηκε ως Αγία από την επίσημη Εκκλησία, έχει όμως αναγνωριστεί «Αγία» στη συνείδηση του λαού.
Αυτό εξ’ άλλου μαρτυρούν: το τελείως απομονωμένο από τον «έξω κόσμο» προσκύνημα, οι διάφορες τσιμεντοκατασκευές γύρω από αυτό και τα αμέτρητα τάματα –ρούχα, μαντήλια, κορδόνια, κομποσκοίνια κ.α.- που οι ντόπιοι, σαν έθιμο, τα κρεμάνε στα κλαδιά των γύρω δένδρων. Είναι ένα έθιμο που δεν αποτελεί πρακτική της επίσημης Εκκλησίας, αλλά είναι τοπικό (φωτ. από 17 έως και 24).
Η στάση μας σύντομη, δεν καθυστερήσαμε πολύ. Είχαμε να κάνουμε μια πολύωρη ανηφορική πορεία προκειμένου να φτάσουμε στον προγραμματισμένο προορισμό μας. Φωτογραφίες, λήψη βίντεο και συνεχίσαμε.
Μπήκαμε στο κλασικό μονοπάτι, που ξεκινά από το αγίασμα του προσκυνήματος και περνά από το σημείο με τη Σπηλιά. Το μονοπάτι ανηφορικό, απαιτητικό, με πορεία σε πλαγιά με μεγάλη κλίση, μέχρι τη διασταύρωση μονοπατιών με τα ξύλινα βέλη της σήμανσης (φωτ. 25).
Εάν ακολουθούσαμε το βέλος με κατεύθυνση στα αριστερά, το μονοπάτι θα μας οδηγούσε στο «Ρέμα Αράπη», που απείχε 2 χλμ. από το σημείο. Εμείς ακολουθήσαμε την κατεύθυνση του βέλους προς «Βάθρες», που απείχαν μόλις 500 μέτρα από τη διασταύρωση. Το μονοπάτι καθαρό, ευδιάκριτο, βατό, χωρίς δυσκολία και με πολύ καλή σήμανση.
Μπράβο στα μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Βροντούς για τη δουλειά που κάνανε. Περνούσαμε μέσα από ένα μακρινάρι φυτικό τούνελ, που σχημάτιζε η πυκνή μεικτή βλάστηση της περιοχής. Η διαδρομή ευχάριστη. Ακολουθούσαμε τα κόκκινα σημάδια μέσα σε κιτρινόχρωμο πλαίσιο.
Τα 500 μέτρα από τη διασταύρωση των μονοπατιών τα διανύσαμε γρήγορα. Χρειαστήκαμε 10 μόλις λεπτά πορείας για να φτάσουμε στον «επίγειο παράδεισο». Βρεθήκαμε στον «Καταρράκτη ‘‘Αγ. Κόρης’’», που στη θέα του μας προκάλεσε τον θαυμασμό. Όλη η εικόνα που αντικρίσαμε ήταν απερίγραπτη και όλο το γύρω σκηνικό ήταν φανταστικό.
Οι φωτογραφικές μας «πήραν» φωτιά και τα «κλικ» των κλείστρων ασταμάτητα. Βλέπαμε τα νερά να πέφτουν με ορμή σε μια μεγάλη φυσική πισίνα, που στη θέα της μας «προκαλούσε» και μας «καλούσε» για βουτιές. Η επιφάνεια της λιμνούλας γυαλί, διάφανη. Βλέπαμε καθαρά τον πυθμένα της. Το νερό της πρασινωπού χρωματισμού, όλο πειρασμός. Αντισταθήκαμε, δεν ήταν αυτός ο κυριακάτικος προορισμός μας και ούτε ο κατάλληλος καιρός για βουτιές (φωτ. από 26 έως και 30).
Σταθήκαμε για λίγα λεπτά πάνω στη ξύλινη γέφυρα να απολαύσουμε όλη αυτή την ομορφιά της Φύσης και στη συνέχεια ξεκινήσαμε την ανηφορική πορεία μας.
Το μονοπάτι μάς «πήγε» πάνω από τη λιμνούλα. Σε κάποιο σημείο της σύντομης διαδρομής συναντήσαμε το άλλο, που ξεκινούσε από το parking και οδηγούσε στην «Πετρόστρουγκα» και στη συνέχειά του στις κορυφές του βουνού των θεών.. Το ακολουθήσαμε.
Περπατούσαμε πάνω από τους ογκόλιθους της ρεματιάς. Περάσαμε δίπλα από τις βάθρες, μέχρι να μπούμε σε ένα άλλο σκοτεινό φυτικό τούνελ. Αυτές τις εναλλαγές: δάσος-ρεματιά-δάσος, συναντήσαμε, ανηφορίζοντας, άλλες δύο με τρείς φορές (φωτ. από 31 έως και 41).
Μετά το τελευταίο καταρρακτάκι της διαδρομής, το μονοπάτι άρχισε να ανηφορίζει στην αριστερή πλαγιά του «Ρέματος ‘‘Αγίας Κόρης’’». Όσο προχωρούσαμε, τόσο απομακρυνόμασταν από τα τρεχούμενα νερά. Μέχρι που δεν τα ακούγαμε σχεδόν καθόλου και εκείνο που κυριαρχούσε στο υπόλοιπο της πορείας μας ήταν η σιωπή του δάσους.
Το μονοπάτι ανοδικό με διαδοχικά «ζιγκ-ζαγκ» και πολύ απαιτητικό. Ανηφόριζε την πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση και απαιτούσε στο πέρασμά του γερά πνευμόνια, αρκετό κουράγιο και δύναμη στα πόδια. Ήταν, όμως, βατό. Χωμάτινο στο μεγαλύτερο κομμάτι του και με ελάχιστα πετρώδη τμήματα.
Περνούσε μέσα από δασώδη περιοχές. Ακολουθούσαμε τη σήμανση, πορτοκαλί κύκλος σε άσπρο φόντο. Από ένα άνοιγμα της πυκνής μεικτής βλάστησης καταφέραμε να δούμε κάποια χωριά, τον κάμπο, τις παραλίες του Νομού Πιερίας, καθώς και ένα τμήμα του Θερμαϊκού (φωτ. από 42 έως και 46).
Συνεχίζαμε. Η ανηφόρα συνεχής και τα οριζόντια τμήματα της διαδρομής σχεδόν απόντα. «Οπλισμένοι» με πολύ κουράγιο και δύναμη στα πόδια προχωρούσαμε. Παντού η σιωπή του δάσους.
Στο πράσινο του τοπίου, που δεν έδειχνε ακόμη φθινοπωρινό, κάνανε τη διαφορά τα ανθισμένα κυκλάμινα, που τα βλέπαμε να ξεπροβάλουν μέσα από τα καφετί χρώματος ξερά πεσμένα φύλλα δένδρων. Ομορφιά. Κάπου-κάπου ήταν απαραίτητες, για τη συνέχεια, οι ολιγόλεπτες στάσεις ανάσας (φωτ. 47, 48, 49, 50).
Φτάσαμε στην πηγή, στη θέση «Ίταμος» (υψ. 900 μ.). Χρειαστήκαμε μία ώρα και 45 λεπτά απαιτητικής πορείας, με πολλές στάσεις φωτογράφησης και ανάσας, για να βρεθούμε στο σημείο με το ελάχιστο τρεχούμενο νερό. Υπάρχει και πινακίδα με το τοπωνύμιο.
Νομίζαμε πως δεν θα είχε, λόγω εποχής, καθόλου νερό. Κι όμως, είχε και μάλιστα δροσερό. Συμπληρώσαμε τα παγούρια μας και συνεχίσαμε (φωτ. 51 και 52).
Το μονοπάτι στενό και ανηφόριζε απότομα. Μας οδήγησε στο δασικό δρόμο, που ερχόταν από το «Μαστορούλι» και συνέχιζε για το ρέμα «Αράπη». Συναντήσαμε τις μπανιέρες –ποτίστρες (υψ. 985 μ.).
Τις προσπεράσαμε και συνεχίσαμε, διασχίζοντας το χωματόδρομο, στο απέναντι μονοπάτι με μεγάλη κλίση, που οδηγούσε στην πηγή που βρίσκεται στη θέση «Κοπανούλα». Τα περάσματά μας μέσα σε πευκοδάσος και από σημεία με πυκνή φτέρη.
Δεν μιλούσαμε για την οικονομία ενέργειας, λόγω της απαιτητικής ανάβασης. Φτάσαμε στα 1.090 μέτρα υψόμετρο. Μετά από μια σύντομη διαδρομή, από την πηγή «Ίταμος», βρεθήκαμε στην άλλη που βρίσκεται στο τοπωνύμιο «Κοπανούλα» (φωτ. από 53 έως και 57).
Δεν καθυστερήσαμε. Συνεχίσαμε ακολουθώντας τη σήμανση του μονοπατιού. Βρεθήκαμε σε ορεινό δρόμο, τρακτερόδρομο, που έδειχνε να μην έχει χρησιμοποιηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ακολουθήσαμε περπατώντας στη ράχη «Ρομπολάκια» (φωτ. 58, 59, 60).
Κοντεύαμε στην πίσω πλευρά της ράχης που βαδίζαμε. Έπ, τι γίνεται εκεί πάνω;;!! Γιατί τόση κοσμοσυρροή;;!!!», αναρωτηθήκαμε. Πλησιάζοντας, συναντήσαμε καμιά δεκαριά κυνηγούς, με τα πορτοκαλί γιλέκα, να στέκονται γύρω από το αγριογούρουνο που είχαν σκοτώσει πριν από κάποια λεπτά. Το είδαμε να κείτεται εκεί και τους κυνηγούς να ετοιμάζονται να το μεταφέρουν (φωτ. 61).
Τους προσπεράσαμε, αφήνοντας πίσω μας την όχι τόσο ευχάριστη εικόνα, για μάς, η οποία δεν θα είναι και η μοναδική όσο θα διαρκεί η κυνηγετική περίοδος. Στο σημείο εκείνο τερμάτιζε και ο τρακτερόδρομος που ακολουθούσαμε. Συνεχίσαμε σε μονοπάτι που περνούσε μέσα από ένα όμορφο δάσος με πανύψηλα πεύκα.
Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το μονοπάτι, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στη θέση με το τοπωνύμιο «Μαστορούλι» [ υψ. 1.465 μ.] (φωτ. 62, 63, 64, 65).
Το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας. Λίγο πιο πάνω, συναντήσαμε ένα άλλο μονοπάτι, στα αριστερά μας, που οδηγούσε στη θέση με το τοπωνύμιο «Κλεφτόβρυση» . Μέχρι το σημείο αυτό, στα 1.480 μ. υψόμετρο, κάναμε 3 ώρες και 40 λεπτά απαιτητικής πορείας, ξεκινώντας από το εκκλησάκι της «Αγ. Κόρης».
Εάν ακολουθούσαμε το μονοπάτι στα αριστερά μας, θα βρισκόμασταν στον τόπο που έχασε τη ζωή του ο 25χρονος Φώτης Γιαγκούλας, κυνηγημένος από ένα απόσπασμα της τότε χωροφυλακής, που βγήκε στο κατόπι του. Ήταν, στην εποχή του, ο φόβος και ο τρόμος της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.
Ο Γιαγκούλας έγραψε, στη λεπίδα του μαχαιριού του το 1917, πιάνοντας τα όπλα και τραβώντας κατά Όλυμπο μεριά για να γίνει κλέφτης στα 17 του: «Επειδή δεν μπορώ να βρώ δίκαιο στη Δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάστηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μάχαιρας.» [διατύπωση με τη σημερινή ομιλούμενη γλώσσα] (φωτ. 66, 67).
Εμείς, προχωρήσαμε με κατεύθυνση προς «Πετρόστρουγκα». Περάσαμε μέσα από την πυκνή φτέρη και ανάμεσα από πανύψηλα πεύκα (φωτ. 68).
Φτάσαμε πάνω στη ράχη, έχοντας εικόνα και από της δύο πλευρές του ορεινού όγκου. Από το «Διάσελο Έλατος», το καλά σηματοδοτημένο στενό μονοπάτι άρχισε να κατηφορίζει, πλησιάζοντας σταδιακά στο ρέμα «Αράπλακος». Από το χαμηλότερο σημείο της κατάβασης και περνώντας το ρέμα αρχίσαμε να ανηφορίζουμε.
Βαδίζαμε σε μονοπάτι-γιδόστρατο, που κατά τόπους γινόταν απότομο. Η κούραση μιας πολύωρης απαιτητικής προσπάθειας άρχισε να εξωτερικεύεται στα πρόσωπά μας. Τα βήματά μας άρχισαν να βαραίνουν μετά από μια διαδρομή-μακρινάρι.
Ανηφορίσαμε την πλαγιά με τη μεγάλη κλίση και σε ένα σέλωμα μεταξύ «Παλιοκοπρισιάς» και «Αλαταριάς» αποφασίσαμε να κάνουμε στάση. Στα 1.750 μ. υψόμετρο φτάσαμε κάνοντας μια πορεία διάρκειας πέντε, συνολικά, ωρών. Θέλαμε άλλη μία, περίπου, ώρα για το καταφύγιο της «Πετρόστρουγκας».
Ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε άλλο, για να μη κουράσουμε περισσότερο την μοναδική γυναίκα της παρέας μας, που είχε να περπατήσει πάνω από 8 μήνες. Καθίσαμε, λοιπόν, να πάρουμε το κολατσιό μας και να ξεκουραστούμε. Σάντουιτς, μπάρες δημητριακών, πολλά υγρά, το menu με θέα τα γύρω δάση και την ομίχλη που πηγαινοερχόταν ( φωτ. 69, 70).
Ξεκουραστήκαμε. Ήρθε η ώρα της επιστροφής. Τελευταία ματιά, τελευταίες φωτογραφίες και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κατάβαση. Ο Θανάσης «σημείωσε» στο GPS το σημείο. Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Τα περάσματα γνωστά, οι εικόνες τοπίων γνώριμες, αλλά με διαφορετική γωνία φωτισμού. Το κατέβασμα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ήθελε όμως γερά γόνατα. Τα περάσματα της επιστροφής: διασταύρωση για «Κλεφτόβρυση» → η άλλη για «Μαστορούλι» → περιοχή «Ρομπολάκια» → θέση «Κοπανούλα» → το σημείο με τις μπανιέρες-ποτίστρες → η πηγή «Ίταμος» → «Καταρράκτης Αγ. Κόρης» → parking (φωτ. από 71 έως και 77).
Στον καταρράκτη και το εκκλησάκι της «Αγ. Κόρης» συναντήσαμε κόσμο. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια. Το κυριακάτικο ταξίδι μας στη Φύση και το βουνό κάπου εδώ έφτασε στο τέλος του.
Η φανταστική μέρα συνέβαλε να γνωρίσουμε ακόμη καλύτερα το βόρειο τμήμα του ορεινού όγκου του βουνού των θεών και να περπατήσουμε ευχάριστα σε ένα μονοπάτι-μακρινάρι του δικτύου μονοπατιών της περιοχής.
Επιστρέψαμε στη Βέροια με τις καρδιές μας γεμάτες από έντονα συναισθήματα και στις άκρες του μυαλού μας «φωλιασμένες» εκατοντάδες εικόνες που αντικρίσαμε και άλλες τόσες στιγμές που βιώσαμε.
« Το να επιστρέφεις εκεί που ξεκίνησες, δεν είναι το ίδιο με το να μην έχεις φύγει ποτέ.»
( Terry Pratchett, Βρετανός συγγραφέας)
Απολογισμός :
Διαδρομή: Εκκλησάκι «Αγ. Κόρη» (υψ. 340 μ.) → «Καταρράκτης» → πηγή «Ίταμος» (υψ. 900 μ.)
→ ποτίστρες-μπανιέρες (υψ. 985 μ.) → «Κοπανάκι» (υψ. 1.090 μ.) → διασταύρωση
«Μαστορούλι» (υψ. 1.465 μ.) → διασταύρωση «Κλεφτόβρυση» (υψ. 1.480 μ.) → διάσελο
στα 1.750 μ. → επιστροφή στο parking
Υψομετρική διαφορά : 1.700 μέτρα (με τα ανεβοκατεβάσματα)
Απόσταση: 22 χλμ.
Χρόνος : 9 ώρες και 30 λεπτά ( συνολικός χρόνος )