“Αλέξανδρος Σχινάς, Λιτοχωρινός αλλά… βασιλοκτόνος” γράφει ο Σωτήρης Μασταγκάς
Σωτήρης Δ. Μασταγκάς
Ο Γεώργιος Α΄ (1845-1913) υπήρξε ο μακροβιότερος βασιλιάς των Ελλήνων από το 1863 μέχρι το 1913. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά βασιλιάς της νεότερης Ελλάδας μετά τον Όθωνα και αρχηγός νέου Βασιλικού Οίκου.
Στις 28 Οκτωβρίου 1912 τα ελληνικά στρατεύματα εισέρχονταν θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη και απελευθέρωναν την πόλη. Την επομένη ακολούθησε ο 68χρονος, τότε, βασιλιάς Γεώργιος Α΄, ο οποίος λόγω της εύθραυστης κατάστασης που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη, ώστε να επισημοποιήσει, αλλά κυρίως να εδραιώσει την ελληνική παρουσία. Θεώρησε απαραίτητο να παραμείνει σ’ αυτήν ως τη στιγμή της οριστικής υπαγωγής της στην Ελλάδα. Μέσω της παρουσίας του το ελληνικό κράτος διατράνωνε στον ύπατο βαθμό την κυριαρχία του επί της Θεσσαλονίκης, τονίζοντας επί πλέον, στον ύπατο επίσης βαθμό, το αδιαπραγμάτευτο της πόλης αυτής για τους Έλληνες.
Στο διάστημα της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, συνήθιζε να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους, χωρίς συνοδεία ή με ελάχιστη προστασία. Την Τρίτη 5 Μαρτίου 1913, ώρα 4 απογευματινή, ο βασιλιάς συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του Ταγματάρχη Ιωάννη Φραγκούδη βγήκε από το προσωρινό του ανάκτορο (μέγαρο Χατζηλαζάρου) και τράβηξαν περπατώντας κατά τον Λευκό Πύργο. Στο Λευκό Πύργο έμειναν για πολύ λίγο κι ύστερα άρχισαν να επιστρέφουν ακολουθώντας το πεζοδρόμιο.
Κατά τη διαδρομή ένα άτομο, ο Αλέξανδρος Σχινάς, παρακολουθούσε επίμονα κι από μικρή απόσταση τον βασιλιά. Στη γωνία της οδού Αγίας Τριάδος, ο Σχινάς, που καιροφυλακτούσε, πλησίασε και κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα τεράστιο περίστροφο πυροβόλησε από πίσω τον βασιλιά στο μέρος της δεξιάς πλάτης. Ήταν ώρα 5.30΄ το απόγευμα.
Ο βασιλιάς Γεώργιος μεταφέρθηκε με αμάξι στο νοσοκομείο τού «Παπάφειου Ιδρύματος», όμως το μοιραίο είχε επέλθει, ήταν ήδη νεκρός. Παράλληλα, ο Αλέξανδρος Σχινάς συνελήφθη και παρεδόθη στο 2ο Αστυνομικό Τμήμα (Φαλήρου) Θεσσαλονίκης.
Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα καταστήματα έκλεισαν, μόλις νύχτωσε τα φώτα των δρόμων και των κατοικιών παρέμειναν σβηστά κι άρχισαν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών. Στις 8 Μαρτίου 1913, σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής, ο διάδοχος Κωνσταντίνος ορκίστηκε ως νέος βασιλιάς. Η σωρός τού βασιλιά Γεωργίου Α΄, αφού εκτέθηκε για πολλές ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα, μεταφέρθηκε στον Πειραιά με πλοίο. Στις 20 Μαρτίου έφτασε στην Αθήνα, όπου τελέστηκε η κηδεία του και κατόπιν ετάφη στα ανάκτορα του Τατοΐου. Ο Αλέξανδρος Σχινάς, το πρωί της 23 Απριλίου 1913, μεταφερόμενος για ανάκριση από τις φυλακές Γεντί-Κουλέ στο Διοικητήριο, διέφυγε της προσοχής της φρουράς, έπεσε από το παράθυρο «και απεβίωσεν αυτοκτονήσας».
Ο Αλέξανδρος Σχινάς
Ο δολοφόνος δήλωσε ότι ονομάζεται Αλέξανδρος Σχινάς και ότι γεννήθηκε το 1870.
Ο απεσταλμένος της εφημερίδας των Αθηνών ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ δημοσιογράφος ΣΤΑΜ-ΣΤΑΜ, που είδε τον δολοφόνο στο κρατητήριο, τον περιγράφει σαν «…ένα ράκος ανθρώπινον, μαυροκίτρινος από την δυστυχίαν με αρχίζοντα να ασπρίζουν τα μαλλιά του και με μαύρα τα μουστάκια και μαύρα κατάμαυρα σαν πίσσα τα μάτια του, μάτια σκληρά και άγρια με εκείνο το ανήσυχο της τρέλλας και τον σπινθήρα του μανιακού, μετρίου αναστήματος με ρούχα λιγδιασμένα, πλατειά, αποφόρια φαίνεται κανενός, με λερωμένο πάνινο πουκάμισο, αξύριστος και με κουμπωτά παπούτσια και κάλτσες φίλντέ-κός παληές εις τα λιανά και ξηρά πόδια νευρασθενικού και σαν ξερόκλαδα του χεριού τα δάκτυλα, με ένα χρώμα δέρματος καπνισμένου …».
Στην εφημερίδα των Αθηνών ΕΜΠΡΟΣ σκιαγραφείται το πορτραίτο του Σχινά, σε αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα του νεαρού τότε διπλωμάτη Β. Δενδραμή: «Εκ της ανακρίσεως δεν προέκυψαν στοιχεία επιβαρύνοντα άλλα πρόσωπα. Ο δολοφόνος είναι έκφυλος, αλήτης, ουχί βεβαίως παράφρων, πάντως όμως ανισόρροπος ζων δι’ επαιτείας. Προ επταετίας εις ουδεμίαν σχέσιν ευρίσκετο μετά της ενταύθα αδελφής του. Αφίκετο ενταύθα προ 20 ημερών εξ Αθηνών, μετά ολιγοήμερον διαμονήν εν Βόλω οπόθεν διήλθε. Είς τινας πλησιάζοντας αυτόν τελευταίως ανέπτυσσε περιέργους ιδέας περί σοσιαλισμού, ότι όλοι οι άνθρωποι, εκτός ολίγων, θα είναι ίσοι, ότι δεν θα υπάρχουσι πλέον πλούσιοι και πτωχοί και ότι οι εργάτες θα εργάζονται μόνον δύο ώρας την ημέραν … Έζη εις έν άθλιον χάνι, δίδων δύο γρόσια την ημέραν διά τον ύπνον του και ξοδεύων άλλα δύο γρόσια διά την τροφήν του. Δεν έτρωγε παρά μόνον γάλα. Είχεν εγγραφή προ ετών εις την Ιατρικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν εφοίτησε σοβαρώς. Ήτο αποδιοπομπαίος τράγος εις την οικογένειάν του … Εις υποβληθείσας εις αυτόν ερωτήσεις απαντά μετά ειρωνείας. “Τι είχες με τον Βασιλέα” ερωτά ο ανακριτής. “Προ δύο ετών”, απήντησε, “υπέβαλα μίαν αναφοράν εις το Παλάτι ζητών βοήθεια και ο υπασπιστής με εξεδίωξε με τρόπον βάναυσον”».
Η δικογραφία
Στις δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης επικεφαλής ήταν ο Εισαγγελέας Εφετών Ρωμάνος, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάμπρου και ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Βάος, οι οποίοι επελήφθησαν αμέσως. Όμως ο αρχηγός της Στρατιάς, σύμφωνα με την εξουσία που του έδινε ο Στρατιωτικός Νόμος, ανέλαβε την υπόθεση και διέταξε (παρήγγειλε) προς τον Επίτροπο του Β΄ Στρατοδικείου Εκστρατείας την ενέργεια τακτικής ανάκρισης. Η ανάκριση ανετέθη στον αντεισηγητή του Στρατοδικείου, έφεδρο Ανθυπολοχαγό Πυροβολικού Βασίλειο Κανταρέ, ο οποίος προχώρησε τις ενέργειες με γοργό ρυθμό, κινητοποιώντας κι άλλες εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές.
Μέχρι την 23 Απριλίου 1913, ημέρα που αυτοκτόνησε ο Σχινάς, ο Κανταρές δεν είχε υποβάλει τη δικογραφία με το πόρισμά του στον Επίτροπο του Στρατοδικείου. Τα υπέβαλε την επομένη 24 Απριλίου, με την πρόταση να παύσει κάθε δίωξη λόγω θανάτου του κατηγορουμένου.
Για τη συγγραφή της παρούσης εργασίας μου χρησιμοποίησα τα κάτωθι έγγραφα της δικογραφίας:
- Το ανθρωπομετρικό δελτίο του δράστη.
- Ένταλμα φυλακίσεως του Σχινά.
- Έκθεση πραγματογνωμόνων για το περίστροφο.
- Ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας επί του σώματος του βασιλιά Γεωργίου Α΄.
- Έκθεση ιατροδικαστική περί της διανοητικής και σωματικής κατάστασης του Σχινά.
- Έκθεση εξετάσεως Αλ. Σχινά.
- Εξέταση κατηγορουμένου (πολυσέλιδη, σε συνέχειες, διάρκειας δέκα ημερών).
- Το πόρισμα του Βασ. Κανταρέ (δώδεκα δακτυλογραφημένες σελίδες).
- Έκθεση αυτοψίας επί της αυτοκτονίας του Σχινά.
- Έκθεση ιατροδικαστική περί της αιτίας θανάτου του Σχινά.
- Έκθεση νεκροτομής επί του πτώματος του Σχινά.
- Πέντε μαρτυρίες περί του περιστατικού της αυτοκτονίας του Σχινά.
Πρέπει να τονιστεί ότι στο ανακριτικό υλικό περιέχονται πολλές εξετάσεις (καταθέσεις) μαρτύρων, τηλεγραφήματα κλπ. Ξεχωρίζει η αυτοβιογραφία του Σχινά, που την έγραψε 4-5 ημέρες προ της δολοφονίας, με απλό μολύβι σε τέσσερις σελίδες μιας κόλλας αναφοράς.
Αποσπάσματα από την απολογία και το πόρισμα
Το ζητούμενο και συνεπώς το λίαν ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό στοιχείο είναι η σχέση του βασιλοκτόνου Αλέξανδρου Σχινά με το Λιτόχωρο. Ο ίδιος δηλώνει ότι «ο πατήρ μου κατάγεται από το Λιτόχωρο του Ολύμπου» και σε συνάρτηση με άλλες πληροφορίες της δικογραφίας, η όλη διερεύνηση της Λιτοχωρίτικης καταγωγής του καθιστά ελκυστικό το θέμα. Η απολογία του στον αντεισηγητή Βασίλειο Κανταρέ κράτησε δέκα ημέρες και ήταν πιο πολύ μία αυτοβιογραφία. Ακολουθεί επιλογή κειμένων από την πολυσέλιδη απολογία του Σχινά:
«Εγώ εγεννήθην εδώ κατά το 1870, ο πατήρ μου όμως κατάγεται από το Λιτόχωρο του Ολύμπου, έφερε δε το επίθετον Φλόκας, η μήτηρ μου δε, νομίζω, ότι κατάγεται εκ Σερρών, αλλά ποίον είναι το επίθετόν της το οικογενειακόν δεν γνωρίζω. Ο πατήρ μου εν Θεσσαλονίκη μετήρχετο τον έμπορον, πωλών παντοπωλικά είδη αλλά μικροεμπόριον. Μετήλθε δε και τον έμπορον δερμάτων επί τινας μήνας αλλ’ εις όλα τα επαγγέλματα απέτυχε και ήτο πτωχός. Ο πατήρ μου είχε δύο αδελφούς, τον ιατρόν Κωνστ. Σχινάν και τον Νικόλ. Σχινάν, έμπορον και οι δύο ούτοι έχουν αποθάνει. Ο θείος μου ιατρός, ο οποίος ήτο αρκετά εύπορος άνθρωπος και είχε καλήν κοινωνικήν θέσιν, αγνοώ διατί, μετέβαλε το επίθετόν του και από Φλόκας εγράφη Σχινάς. Κατόπιν δε και ο πατήρ μου και ο άλλος του αδελφός τον εμιμήθησαν μεταβαλλόντες και αυτοί το επίθετόν των. Ο πατήρ μου ένεκα της αποτυχίας του αυτής εις τα διάφορα επαγγέλματα και ένεκα οικογενειακών μετά της μητρός μου και της μεγαλυτέρας αδελφής μου ερίδων, επεβιβάσθη πλοίου τινός ως ναύτης και κατά το 1890 ή 1891 ανεχώρησεν εκ Θεσσαλονίκης και έκτοτε δεν εγνώσθη τι εγένετο. Μόνον όταν ήμην φοιτητής εν Αθήναις κατά το 1893, έλαβον μίαν επιστολήν παρ’ αυτού εκ Κωνσταντινουπόλεως. Του απήντησα και μου έστειλε ακόμη και άλλην μίαν και έκτοτε ουδέν έμαθον περί αυτού. Η μήτηρ μου προ τεσσάρων ή πέντε ετών απέθανε. Εγώ ηκολούθησα, ζώντος εισέτι εδώ του πατρός μου, το σχολείον και ετελείωσα κατά το 1886 το Γυμνάσιον, απολυθείς με τον βαθμόν λίαν καλώς.
Ελθών εις Θεσσαλονίκην απετάνθην εις την θείαν μου, σύζυγον του ιατρού Σχινά και την παρεκάλεσα να μου δίδη μίαν λίραν κατά μήνα, ελπίζων να λάβω και από τον έτερον θείον μου άλλην μίαν και ούτω να κατορθώσω να μεταβώ εις Αθήνας να σπουδάσω. Ήλπιζον συνάμα να λαμβάνω κάτι τι και από τον εξάδελφόν μου Ι. Σχινάν, υιόν του θείου μου ιατρού εκ του πρώτου του γάμου, όστις είχε μεταβή παρά τω εκ μητρυιάς θείω του Κωνσταντινίδη, ως υπάλληλος, αφού προηγουμένως είχε σπουδάσει εμπορικά εις το MONBELIEU. Εις τον θείον μου ιατρόν Κ. Σχινάν δεν απετάνθην, διότι δεν διετέλει με την οικογένειάν μου εις ομαλάς σχέσεις, καθ’ όσον ένεκα χρηματικών μετά του πατρός μου διαφορών, είχον έλθη προ πολλού εις διάστασιν. Παρά ταύτα όμως ουδέν κατόρθωσα να λάβω, δι’ ό και απετάνθην προς την μικροτέραν μου αδελφήν Ελένην, η οποία τότε ήτο διδασκάλισσα εις την Απανωμήν.
Εις την Απανωμήν μετέβην διά μίαν μόνον ημέραν και επέστρεψα αυθημερόν, μεταβάς εκεί διά να παραλάβω την μητέρα μου ευρισκομένην εκεί λόγω του θανάτου της θυγατρός της μεγαλυτέρας μου αδελφής. Μετά το τέλος του σχολικού έτους επανήλθεν η αδελφή μου εξ Απανωμής εις Θεσσαλονίκην, εις ήν απετάνθην και εμείναμε σύμφωνοι ίνα μοι παράσχη τας δυνατάς χρηματικάς βοηθείας και εξακολουθήσω τας σπουδάς μου εν Αθήναις.
Μετά το τέλος του δευτέρου τούτου έτους ήλθον κατά το θέρος εις Θεσσαλονίκην και διέμεινα εν τη πατρική μου οικία. Εκεί κατώκει η μεγαλυτέρα μου αδελφή Πολυξένη Βάμβα, παρά τη οποία ουδέν άλλο εύρον ει μη έριδας και φιλονικίας μας μετά του συζύγου της, τους οποίους προσεπάθουν να συμβιβάσω εγώ, αι οποίαι όμως κατέληγον εις βάρος μου. Μετά την πάροδον του θέρους κατά τας αρχάς του τρίτου μου ακαδημαϊκού έτους μετέβην και αύθις εις Αθήνας διά να εξακολουθήσω τας σπουδάς μου, δαπάνας της μικροτέρας μου αδελφής, ήτις ευρίσκετο τότε ως διδασκάλισσα εις Γκιουμουρτζίναν.
Ήλθεν εις τας Αθήνας ο Νικ. Ζαχόπουλος, υποδηματοποιός, κάτοικος ενταύθα, όστις είχε ανοίξει υποδηματοποιείον εδώ και επρομηθεύετο υποδήματα εξ Αθηνών, του εζήτησα συνδρομήν ίνα μεταβώ παρά τη αδελφή μου εις Γκιουμουρτζίναν, μου έδωσε τοιαύτην και μετέβην κατά το καλοκαίρι εκεί και διέμενα παρ’ αυτή επί έν έτος. Εκεί έμεινα περί το έτος. Κατόπιν επανήλθον μετά της αδελφής μου ενταύθα κατά τας σχολικάς διακοπάς. Ήλπισα ότι θα κατώρθουν να πείσω την αδελφήν μου να μεταβώμεν ομού εις το χωρίον Κλεισούρα, όπου μας προσεφέρθη προς αμφοτέρους θέσις. Η αδελφή μου όμως επροτίμησε να μεταβή εις Ξάνθην, εξαπατηθείσα υπό της μεγαλυτέρας αδελφής μου, λόγω συμφέροντος και ούτω έμεινα εγώ μόνος.
Τη συστάσει του βιβλιοπώλου Χριστομάνου διωρίσθην διδάσκαλος εις Κατερίνην, όπου διέμεινα επί έν έτος.
Εις Κατερίνην παρέμεινα καθ’ όλον το σχολικόν έτος μέχρι της 5ης Μαΐου 1900 ή 1901 αν ενθυμούμαι καλώς, οπότε καταληφθείς υπό ισχυράς νευρασθενείας ηναγκάσθην να απομακρυνθώ εκείθεν, απελάμβανα δε εν Κατερίνη τριάκοντα λίρας καθ’ όλον το σχολικόν έτος, τας οποίας και μου έδωσαν μολονότι έφυγα πριν ενεργηθούν εξετάσεις. Τη συστάσει των κατοίκων, οι οποίοι έβλεπαν την κατάστασίν μου, μετέβην εις ένα παράλιον τσιφλίκι Βρωμερί, ιδιοκτησία κάποιου Τούρκου, του οποίου αγνοώ το όνομα. Παρέμεινα 20-25 ημέρας, εκείθεν βελτιωθείσης ολίγον της καταστάσεώς μου, μετέβην εις κάτι χωρία ορεινά ελπίζων να βελτιωθή ακόμη καλύτερον η κατάστασίς μου. Εκεί όμως δεν ωφελήθην αλλ’ εξηντλήθην περισσότερον και ηναγκάσθην να επιστρέψω ενταύθα.
Εις Θεσσαλονίκην έμεινα επ’ ολίγον συντηρούμενος τη βοηθεία των φίλων μου και εκείθεν μετέβην εις Άγιον Όρος προς συλλογήν εράνων, αφ’ ού προηγουμένως διήλθον της Σμύρνης μεταβάς προς συνάντησιν του εξαδέλφου μου Θεοχ. Λογοθέτου, διδασκάλου, ίνα τη μεσιτεία εκείνου λάβω συστατικήν επιστολήν της εκεί Μητροπόλεως διά το Άγιον Όρος.
Εν Αθήναις ευρισκόμενος και υποφέρων τα πάνδεινα εκαραδόκουν να μοι δοθή η κατάλληλος ευκαιρία, συλλέγων τα προς τούτο απαιτούμενα χρήματα, να επανέλθω εις την ελευθερωθείσαν πατρίδα μου, τόσον μεν διά να μη πεθάνω εις τους δρόμους εν Αθήναις, έχων υπονοίας ότι πάσχω εκ φυματιώσεως, όσον και διότι εσκεπτόμην μήπως διά περιοδείας εις Λιτόχωρον, Αικατερίνην, Καβάλαν, Άγ. Όρος και άλλα μέρη κατορθώσω και συλλέξω ποσόν τι χρημάτων 40 – 50 λιρών, ίνα δι΄αυτών κάμω εργασίαν τινά και ζήσω, διότι διέβλεπον ότι ήτο αδύνατον να λάβω θέσιν τινά υπαλληλικήν και διότι η υγεία μου δεν το επέτρεπε».
Από το μακροσκελές πόρισμα του αντεισηγητή Βασιλείου Κανταρέ, κρίνεται σκόπιμη η δημοσίευση των κάτωθι επιλεγμένων κειμένων:
«Μετά πολυετή, άεργον, αλητικόν και εν πολλοίς εγκληματικόν βίον, εν τε τη ελευθέρα και υποδούλω Ελλάδι, μυσαρόν και απεχθές της κοινωνίας απόβρασμα, ο Αλέξανδρος Σχινάς, πάνοπλος με τα εγκληματικώτερα στοιχεία τας τε χείρας και το πνεύμα, κατέπλευσεν την 11ην Φεβρουαρίου 1913 εξ Αθηνών ενταύθα.
Ήτο μονήρης, μελαγχολικός και εκκεντρικός μετ’ ουδενός ερχόμενος εις συνάφειαν και ιδιαιτέρας ομιλίας, απόκληρος της κοινωνίας, αποφεύγων τους πάντας και αποστρεφόμενος παρ’ όλων, πλην του εξαδέλφου του Κ. Δούμα, νέου γνωστής εν Θεσσαλονίκη οικογενείας, όστις μεταβαίνων παρ’ αυτώ τω παρείχεν τάς, ων είχεν ανάγκην, βοηθείας μέχρι της 3 – 4 Μαρτίου 1913.
Ο Αλέξανδρος Σχινάς, Έλλην εξ Ελλήνων γονέων, του μεν πατρός εκ Λιτοχώρου της Μακεδονίας της δε μητρός εκ Σερρών, εγεννήθη εν Θεσσαλονίκη το 1870, ένθα και ετελείωσε τας γυμνασιακάς του σπουδάς. Το 1890 κατήλθεν εις Αθήνας εγγραφείς εις την Ιατρικήν Σχολήν του Εθνικού ημών Πανεπιστημίου και δαπάναις της μικροτέρας του αδελφής, διδασκαλίσσης τότε, εσπούδαζε μέχρι του έτους 1894-1895. Κατά το χρονικόν τούτο διάστημα ο βίος του ήτο ομαλός, ουχ ήττον όμως δεν παραλείπομεν να σημειώσωμεν καί τινα ελαττώματα τούτου, καταδεικνύοντα τον κατόπιν τελείως διαμορφωθέντα εγκληματικόν του χαρακτήρα. Έμφυτος κακεντρέχεια διέκρινε τούτον από της γεννήσεώς του, εν απάσαις αυτού ταις σχέσεσι και αυταίς ακόμη ταις συμμαθητικαίς. Πνεύμα ταπεινόν και πονηρόν διείπε πάσας αυτού τας πράξεις και ισχυρώς κατείχετο υπό της διαβολής (όρα απάσας σχεδόν τας καταθέσεις των παιδιόθεν γνωστών του και ιδία του Γ. Πεντζίκη, Π. Νέδου)».
Απαραίτητα ενημερωτικά για δυνατούς λύτες
Οι Λιτοχωρινοί, κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, στην πλειονότητά τους ήταν κατ’ επάγγελμα ναυτικοί, έχοντας με το λιμάνι και την πόλη της Θεσσαλονίκης όχι μόνον μια απλή επικοινωνία, αλλά όντας υποχρεωμένοι να διαμένουν οικογενειακώς σ’ αυτή. Μετέφεραν με τα καΐκια τους και εμπορεύονταν καυσόξυλα, κάρβουνα, ξυλεία, δημητριακά κλπ. Η παρουσία τους είναι βέβαιη από τους τελευταίους ακόμη βυζαντινούς χρόνους και η πορεία της ομώνυμης παροικίας είναι από τις σημαντικότερες των παροικιών της Θεσσαλονίκης. Οι Λιτοχωρινοί διακρίθηκαν σε πολλούς τομείς αναπτύσσοντας πλούσιες δραστηριότητες.
Άλλος παράγοντας που συνετέλεσε στη μετακίνηση και εγκατάσταση πολλών κατοίκων του Λιτοχώρου στη Θεσσαλονίκη, ήταν η καταστολή των προεπαναστατικών και επαναστατικών κινημάτων στον Όλυμπο και τη Μακεδονία στα 1821, 1828, 1854 και 1878 και η κατάπνιξή τους με αγριότητα από τα οθωμανικά στρατεύματα. Στα 1854, η επανάσταση στον Όλυμπο και τα Πιέρια και το κίνημα των Ολυμπίων, ήταν μοιραίο να αποτύχουν, όμως δημιούργησαν ένα κύμα προσφύγων.
Η παροικία των Λιτοχωριτών της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκε από τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην πόλη το 1854. Κορυφαίες προσωπικότητες οι Φλόκας, Πεντζίκης, Τουρπάλης και άλλοι. Στον «Κατάλογο προσωπικού φόρου Μπετελίων για το έτος 1865» της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου της Θεσσαλονίκης, στον κατάλογο των συντεχνιών, περιλαμβάνονται πολλοί απογεγραμμένοι Λιτοχωρίτες, όπως Φλόκας, Καλαμπάκας, Σίσκος, Κουκουλογιάννης και άλλοι.
Το έμμετρο σύγγραμμα «Κώνωψ Ολύμπου και Μακεδονίας» που εκδόθηκε το 1870 από τον λόγιο Ιωάννη Δρακιώτη, αναφέρεται αναλυτικά και διεξοδικά στο Λιτόχωρο. Στην τελευταία σελίδα του με τους φιλόμουσους συνδρομητές, δηλαδή τους χορηγούς της έκδοσης, αναγράφεται και ο Αντώνιος Ευάγγ. Φλόκος. Ετυμολογικά η λέξη «φλόκος» χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς και αναφέρεται στο τριγωνικό ιστίο των ιστιοφόρων που προεξέχει από την πλώρη. Υπάρχει και η λέξη «φλόκα», που είναι η φούντα με τις σημασίες της.
Αξιόλογη είναι η προφορική μαρτυρία, όπως την έχει καταγράψει ο φιλόλογος καθηγητής Νικόλαος Κάκαλος στο βιβλίο του «Το Λιτόχωρο κατά την επανάσταση του 1878 και ο Ευάγγελος Κοροβάγκος, Λιτόχωρο 1992». Το ενδιαφέρον μικρό κείμενο έχει ως εξής: «Ήρθε του Κωστίνου το καΐκι, πρωτοτάξιδο, και πήρε τον Φλόκα, τον Πεντζίκη, τον Σασαγιάννη, τον Μπάκα, τον Κιλιπούρι … Έστειλε ο Τούρκος το βαπόρι, πήρε τα γυναικόπαιδα και τους έβαλε στο Τσαούς μοναστήρι συσσίτιο». Οι ισχυρές σχέσεις και οι δεσμοί καταγωγής και συγγένειας κράτησαν την επαφή και επικοινωνία της οικογένειας Φλόκα με το Λιτόχωρο. Έτσι, σε δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις των ετών 1926, 1927 και 1930 βλέπουμε ότι η οικογένεια παραθέριζε τα καλοκαίρια στο Λιτόχωρο. Ο Λιτοχωρινός λόγιος δήμαρχος Αθανάσιος Κοκώνης (1912-1985) είχε καταγράψει – και παρουσιάσει – τα βιογραφικά των οικογενειών Φλόκα και Πεντζίκη, δυστυχώς, όμως, δεν φρόντισε να διασωθούν.
Ο βασιλοκτόνος Αλέξανδρος Σχινάς στην απολογία του καταθέτει ότι οι θείοι του Κωνσταντίνος Σχινάς, ιατρός, Νικόλαος Σχινάς, έμπορος, και ο πατέρας του πρότερον είχαν το επώνυμο «Φλόκας» και το άλλαξαν σε «Σχινάς», χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τον λόγο της αλλαγής αυτής. Ασφαλώς το επίθετο Σχινάς ήταν γνωστό στο Τουρκοκρατούμενο Λιτόχωρο. Ένα παράδειγμα: Ο Λιτοχωρινός αγωνιστής του 1821 Ευαγγέλης Σχινάς, ο οποίος «έτρεχε πάντοτε εις τον υπέρ ελευθερίας αγώνα, προθυμότατος και ευπειθέστατος πάντοτε εις τας διαταγάς των διαφόρων οπλαρχηγών Ολυμπίων», και που το 1835 έλαβε το σιδηρούν παράσημον «ως εντίμως μεθέξας του υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος ηρωϊκού αγώνος». Ήταν ανεψιός του Ιάκωβου Περικλή Ολύμπιου.
Ετυμολογικώς το επώνυμο Σχινάς κατατάσσεται στα επαγγελματικά, προερχόμενο από τη βυζαντινή ακόμη εποχή. Απαντάται σε αρχοντικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης. Ο δάσκαλος και συγγραφέας Αθανάσιος Αδαμόπουλος γράφει ότι «… παλαιότερη παράδοση αναφέρει ότι, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), μερικές από τις οικογένειες εξεχόντων βυζαντινών, που έφυγαν με πλοία προς τη Δύση, εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Λιτόχωρο». Ο πατέρας του Αλέξανδρου Σχινά εγκατέλειψε την οικογένειά του και στα 1893 κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Ως προς τους θείους του ιατρό Κ. Σχινά και έμπορο Ν. Σχινά, πρέπει ιδιαιτέρως να τονίσουμε ότι τα ονόματα αυτά απαντώνται στον δημόσιο βίο, σε κοινωνικές θέσεις και σε σωματειακές (συντεχνιακές) δραστηριότητες της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Η αναδίφηση στην πλούσια βιβλιογραφία περί Θεσσαλονίκης της περιόδου αυτής, θα δώσει σημαντικές πληροφορίες. Ο θείος του Κωνσταντίνος Σχινάς διετέλεσε μέλος στη διοίκηση και μετείχε στην εκπαιδευτική επιτροπή του «Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης».
Για την Ελληνίδα μητέρα του εκ Σερρών υπάρχει το ισχυρό στοιχείο ότι κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα «οι περισσότεροι και πλουσιότεροι των κατοίκων (του Λιτοχώρου) μετώκησαν εις τας Σέρρας και συγκατώκησαν με τους Κρανιώτας». Πρόκειται κυρίως για την περιοχή της Νιγρίτας, όπου μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν αρκετές οικογένειες από το Λιτόχωρο, αλλά οι περισσότερες αργότερα επέστρεψαν στην κωμόπολη.
Ο Αλέξανδρος είχε δύο αδελφές. Η μικρότερη, η Ελένη Σχινά-Νάκου, ήταν δασκάλα κι είχε υπηρετήσει στη Θεσσαλονίκη, την Επανωμή, τη Γκιουμουρτζίνα και την Ξάνθη. Από τον έλεγχο των αρχείων (1890-1915) του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Λιτοχώρου, δεν προκύπτει ότι υπηρέτησε στο τότε Παρθεναγωγείο της Κοινότητας. Ως προς τη μεγαλύτερη αδελφή του Πολυξένη Βάμβα, παρατηρούμε ότι στους φιλόμουσους συνδρομητές, δηλαδή τους χορηγούς για την έκδοση του «Κώνωπα Ολύμπου και Μακεδονίας» του Ιωάννη Δρακιώτη, αναφέρεται και ο Δημήτριος Γ. Βάμβας.
Κάθε αναφορά στην αρχοντική και ευκατάστατη Λιτοχωρίτικη οικογένεια Λογοθέτη, δεν μπορεί να επαρκέσει στο παρόν μικρό πόνημα. Τα μέλη της οικογένειας Λογοθέτη διέπρεψαν καθόλη την Τουρκοκρατία και μέχρι το 1940, οπότε χάνονται τα ίχνη τους. Άνθρωποι των γραμμάτων, καλλιεργημένοι, προοδευτικοί, πατριώτες μετείχαν ενεργά στην κοινοτική και κοινωνική ζωή του Λιτοχώρου. Ο δάσκαλος Θεοχάρης Λογοθέτης δίδαξε στα σχολεία του Λιτοχώρου. Στα 1923 ήταν διευθυντής της Δημοτικής Σχολής Αρρένων (Αρρεναγωγείο). Σε δημοσιογραφική ανταπόκριση του 1927 διαβάζουμε: «Τας γυμναστικάς επιδείξεις ετίμησαν αι … ως και το προσωπικόν του Σχολείου Αρρένων … και των εξόχως δρασάντων επί Τουρκοκρατίας λαοφιλών μας δημοδιδασκάλων Γεωργίου Χουζούρη, Θεοχάρους Λογοθέτη και Ευαγγέλου Μπιτσκάρη, εις ούς οι σημερινοί επιστήμονες, έμποροι, διανοούμενοι κλπ της κωμοπόλεώς μας οφείλουσι τα πρώτα φώτα της μορφώσεώς των». Στην εφημερίδα «Δημότης Λιτοχώρου», τεύχος 23 του 2007, στη σελίδα 20, είναι δημοσιευμένη μια ωραία φωτογραφία του Θεοχάρη Λογοθέτη με άλλους δασκάλους και μαθητές του έτους 1926.
Ο βασιλοκτόνος Αλέξανδρος Σχινάς το 1908 μετέβη στη Σμύρνη, για να συναντήσει τον ξάδελφό του δάσκαλο Θεοχάρη Λογοθέτη, ο οποίος φαίνεται ότι είχε καλές σχέσεις με την τοπική Μητρόπολη και την εκκλησία. Δεν γνωρίζουμε πόσο χρονικό διάστημα διετέλεσε δάσκαλος στη Σμύρνη ο Λογοθέτης, όμως είμαστε βέβαιοι για την παρουσία των Λιτοχωριτών στην πόλη, όπου, κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα, πλοιοκτήτες είχαν αναπτύξει ναυτιλιακές και εμπορικές δραστηριότητες και σπούδαζαν τα παιδιά τους.
Ο Κ. Δούμας, εξάδελφος του Σχινά, προφανώς ήταν συγγενής τής εκ Σερρών μητέρας του. Το 1829 κάποιος Αντώνιος Δούμας εκτελούσε στις Σέρρες τα καθήκοντα του αυστριακού προξενικού πράκτορα. Το 1878 ο τραπεζίτης Ιωάννης Δούμας μετείχε στην Μακεδονική Επιτροπή.
Πρώτη εξαδέλφη του είναι η γνωστή καθηγήτρια Αγλαΐα Νικ. Σχινά, η οποία το 1905 βοήθησε τον Στέφανο Νούκα στην ίδρυση του Πρότυπου Παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης. Το σχολικό έτος 1910-1911 στην επωνυμία του σχολείου προστέθηκε το «Αγλαΐα Ν. Σχινά». Με τον θάνατο της Αγλαΐας Σχινά το 1974, σταμάτησε η λειτουργία του ομώνυμου εκπαιδευτηρίου.
Λίγα λόγια για τον Γ. Πεντζίκη. Μόλις κυκλοφόρησε η είδηση της δολοφονίας (5 Μαρ. 1913) του βασιλιά Γεωργίου του Α΄, πολλοί από μακρινά ακόμη μέρη, θεώρησαν υποχρέωσή τους να αναφέρουν ή να γράψουν στον ανακριτή διάφορες πληροφορίες για τον δολοφόνο, όπως τον γνώριζαν, για τις κινήσεις του κλπ. Στον ανακριτή Βασίλειο Κανταρέ κατέθεσε και ο Λιτοχωρίτης παιδιόθεν γνωστός του Γ. Πεντζίκης. Οι οικογένειες Φλόκα και Πεντζίκη είχαν καταφύγει στη Θεσσαλονίκη από το Λιτόχωρο κατά την επανάσταση του 1854. Για τον Γ. Πεντζίκη δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον Γαβριήλ Πεντζίκη (1868-1927) πατέρα τού Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993) του γνωστού Θεσσαλονικιού συγγραφέα και ζωγράφου. Ο ίδιος ο Ν. Γ. Πεντζίκης περί το 1991 ή 1992 είχε παραχωρήσει συνέντευξη ωριαίας διάρκειας στο τηλεοπτικό κανάλι TV 100, στον Λιτοχωρίτη θεολόγο καθηγητή Νικόλαο Τζουμάκα, στην εκπομπή «Ορθοδοξία και Σύγχρονος Κόσμος». Ο Γ. Πεντζίκης στην κατάθεσή του στον ανακριτή είπε για τον Αλέξανδρο Σχινά ότι ήταν «εγωπαθής και ματαιόδοξος, ήταν τέτοιος από τα μαθητικά θρανία, δεν μπορούσε να παραδεχθεί ότι ήταν υπαίτιος για την κατάντια του».
Ο Νικόλαος Ζαχόπουλος, υποδηματοποιός, ανήκει στις επώνυμες οικογένειες της παροικίας των Λιτοχωριτών της Θεσσαλονίκης, οι οποίες διέπρεψαν στις εμπορικές και επαγγελματικές δραστηριότητες. Λιτοχωρίτες Ζαχοπουλαίοι, αυτή την περίοδο, κατοικούσαν και στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Σχινάς είχε πάρει το απολυτήριο του εξαταξίου Γυμνασίου με βαθμό «λίαν καλώς», που για την εποχή του ήταν σοβαρό εφόδιο, δεν μπόρεσε όμως να κατασταλάξει σε κανένα επάγγελμα ή να δημιουργήσει κάποια μόνιμη εργασία. Επεχείρησε να σπουδάσει ιατρός και να εργαστεί ως δάσκαλος. Διορίστηκε δάσκαλος στον Πολύγυρο (1888), όπου έμεινε ένα έτος, ξανά δάσκαλος στην Αγουλινίτσα (1890) του Πύργου Ηλείας επί ένα έτος και τέλος διορίστηκε δάσκαλος στην Κατερίνη (1899 ή 1900), όπου παρέμεινε ένα σχολικό έτος.
Από τον Μάιο 1910 μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου 1913 ο Αλέξανδρος Σχινάς παρέμεινε στην Αθήνα, άστεγος και αξιολύπητος, επαιτώντας για να ζήσει. Τον Φεβρουάριο 1913 ήρθε στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη και Μακεδονία, με σκοπό να επισκεφθεί και το Λιτόχωρο. Παρότι οι γονείς του είχαν αποβιώσει, φαίνεται ότι διατηρούσε τους δεσμούς με τη γενέτειρα του πατέρα του.
Οδός Αγίας Τριάδος, στην ομώνυμη συνοικία της Αγίας Τριάδος. Τί σύμπτωση και τί ειρωνεία της μοίρας! Στην περιοχή αυτή με τον καιρό, από τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε μια συμπαγής παροικία και παρουσία Λιτοχωρινών, ένα άλλο Λιτόχωρο, που παρά τα χρόνια που πέρασαν, διατηρείται μέχρι σήμερα. Η έμπρακτη εκτίμηση της επίσημης Θεσσαλονίκης εκφράστηκε με την ονομασία ενός δρόμου της περιοχής σε οδό «ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ». Την οδό Αγίας Τριάδος επέλεξε ο Λιτοχωρινός Αλέξανδρος Σχινάς να γίνει βασιλοκτόνος.
Επίλογος
Στο πέρασμα του χρόνου αναπτύχθηκαν πολλές θεωρίες για την πραγματική ταυτότητα του δράστη Αλέξανδρου Σχινά, γράφτηκαν και λέχθηκαν πολλά και διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις ως προς τα αίτια και τα κίνητρά του, υπό το πρίσμα ενός ξεχωριστού εγκλήματος ή ενός πολιτικού γεγονότος. Το θύμα ήταν ο ανώτατος πολιτειακός παράγοντας της χώρας, ο αγαθότατος – όπως χαρακτηρίστηκε – βασιλιάς Γεώργιος Α΄, που σφράγισε με το αίμα του την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα. Το γιατί ο Σχινάς δολοφόνησε τον βασιλιά, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί. Οι αρχές υιοθέτησαν σχεδόν από την αρχή τη θεωρία του μοναχικού δράστη με προσωπικά κίνητρα, όμως η αυτοκτονία του βασιλοκτόνου προ της δίκης του άφησε αξεδιάλυτο το θέμα, προσφέροντας πολλαπλές εκδοχές.
Οι Λιτοχωρινοί πρόγονοί μας, από αδιαφορία και αμέλεια ή ευθυνοφοβία, δεν μερίμνησαν να εμπλουτίσουν και ισχυροποιήσουν την τοπική μνήμη και συνείδηση. Ίσως απέφυγαν το στίγμα και τον λεκέ που θα άφηνε πάνω τους ο βασιλοκτόνος Αλέξανδρος Σχινάς. Χρονικά το 1913 δεν είναι πολύ μακριά από μας, είναι οι συνηλικιώτες παππούδες μας.
Τεκμηριώνοντας την εκ Λιτοχώρου καταγωγή του Αλέξανδρου Σχινά, προσπάθησα να καλύψω κενά, να προβληματίσω και να θέσω ζητήματα που σηκώνουν περαιτέρω διερεύνηση. Έτσι, όχι μόνον από ευρύτερο ενδιαφέρον, αλλά και χάριν της τοπικής ιστοριογραφίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αδαμόπουλος Αθ., Σελίδες από το παλιό Λιτόχωρο, Λιτόχωρο 1995.
Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία της Μακεδονίας (1354 – 1833), Θεσσαλονίκη 1969.
Δρακιώτης Ι., Ο Κώνωψ Ολύμπου και Μακεδονίας, Αθήναι 1870.
Καζταρίδης Ι., Η Πιερία κατά την Τουρκοκρατία. Αντιστασιακά κινήματα και απελευθερωτικές προσπάθειες, Κατερίνη 2000.
Κάκαλος Νικ., Το Λιτόχωρο κατά την επανάσταση του 1878 και ο Ευάγγελος Κοροβάγκος, Λιτόχωρο 1992.
Καναβούρας Αθ., Η παροικία των Λιτοχωριτών της Θεσσαλονίκης. Ιστορική διαδρομή, εφημερίδα «Δημότης Λιτοχώρου», φύλλο 34, 2009.
Κανελλόπουλος Νικ., (Επίτιμος Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Δικαιοσύνης), Ο βασιλοκτόνος Αλέξανδρος Σχινάς, Αθήναι 1979.
Μάγνης Νικ., Περιήγησης ή Τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας, Εν Αθήναις 1860.
Μασταγκάς Σωτ., ΧΡΟΝΙΚΑ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ, τόμοι 1 – 13, έτη 2009 – 2017.
Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2002.
Νοτάρης Ι., Αρχείον Στέφανου Δραγούμη: Ανέκδοτα έγγραφα για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1966.
Σπανός Κ., 25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή του 1821 Ιάκωβου Περικλή Ολύμπιου, «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ», τόμος ΚΑ΄, Θεσσαλονίκη 1981.