Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιλαμβάνεται κάποιος τον πολιτισμό. Ο ένας είναι ως δημόσιο και πρωτίστως κοινωνικό αγαθό, πηγή και φορέα γνώσης, προνομιακό πεδίο για καλλιέργεια ήθους και γνώσης, δημιουργική και διαλεκτική σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον. Ο άλλος τρόπος είναι να τσουβαλιαστεί μέσα στο καλάθι με τα προς κατανάλωση προϊόντα, ως προϊόν και αυτός και να αντιμετωπιστεί με τους αγοραίους όρους της ελεύθερης οικονομίας.
Το πρόγραμμα της κυβέρνησης της ΝΔ για τον πολιτισμό, έτσι όπως εξειδικεύτηκε στις προγραμματικές δηλώσεις από την υπουργό Πολιτισμού απηχούν αυτή την δεύτερη εκδοχή, η οποία μπορεί να παρουσιάζεται ως «νέα», «πρωτοπόρα» και «αναπτυξιακή», αλλά είναι τόσο παλιά όσο και η ύπαρξη του καπιταλισμού. Και είναι το ίδιο ακριβώς μοντέλο που έχει σχεδιαστεί σε όλους του τις λεπτομέρειες από την Ε.Ε., τον ΟΟΣΑ και τον ΣΕΒ για την Υγεία, την Παιδεία, την Ενέργεια, τη Στέγη και ό,τι άλλο συνιστά αναγκαίο όρο και προϋπόθεση για ζωή με δικαιώματα.
Αλλωστε, η λεγόμενη νεοφιλελεύθερη μετατόπιση δεν είναι τίποτα άλλο από τον καπιταλισμό στην πιο πούρα, γνήσια και άγρια μορφή του, αυτή που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και την επιβίωσή του. Οσο για τον πολιτισμό, η μετάλλαξή του σε αγοραία κατηγορία εγγράφεται ως υποχρέωση, που πρέπει να τηρηθεί από τα κράτη – μέλη, στις κατευθύνσεις της Ε.Ε. η οποία φρόντισε ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 να αποτυπώσει την εμπορευματική του στόχευση και να δημιουργήσει το πλαίσιο ώστε οι ιδιώτες να εισβάλλουν σε κάθε μορφή και εκδήλωση της πολιτιστικής παραγωγής με έμμεσο ή άμεσο τρόπο.
Αυτό το έδαφος προετοιμάζεται συστηματικά με την «εργώδη» και «δημιουργική» συμβολή όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων. Το «Διάζωμα» ως Ρομπέν των μνημείων ήρθε για να νομικοποιήσει και κανονικοποιήσει την υποκατάσταση του θεσμικού φορέα προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, την Αρχαιολογική Υπηρεσία, με την εμπλοκή ιδιωτών, επιχειρήσεων, δήμων, ΜΚΟ, οι οποίοι θέτουν τις δικές τους προτεραιότητες. Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου νομιμοποίησε την αποκοπή του δημόσιου αρχαιολογικού μουσείου από το σώμα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας εισάγοντας τη μέθοδο λειτουργίας και διαχείρισης με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Επομένως, μοιάζει σαν λογικό επακόλουθο μια ομιλία που αφορά στον πολιτισμό να βρίθει οικονομικίστικων λεκτικών ιδιωματισμών και τεχνοκρατικών όρων, αφού δεν είναι πλέον πολιτισμικό και ηθικό μέγεθος, αλλά τεχνοκρατική κυβερνητική άσκηση και προνομιακό πεδίο για αποτελεσματικές μπίζνες.
Σε αυτό το προετοιμασμένο έδαφος η διακηρυχθείσα μετατροπή των μεγάλων δημόσιων αρχαιολογικών μουσείων σε ΝΠΔΔ παρουσιάζεται ως μέγιστη και ώριμη τομή, αν και είναι κομβικής σημασίας οπισθοδρόμηση στη λειτουργία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας . Ωστόσο, αυτή την εξαγγελία θα πρέπει ουσιαστικά και νοηματικά να τη συνδέσουμε και με την ανακοίνωση της χορηγίας του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για τη μελέτη επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Διότι, το συγκεκριμένο ίδρυμα δεν είναι ο ευπατρίδης ευεργέτης, αλλά το όνομα στην ούγια που ηγεμονεύει στο εγχώριο πολιτιστικό τοπίο και φροντίζει να δημιουργεί και να επιβάλει τα σύμβολα της ηγεμονίας του, οικονομικής και ιδεολογικής.
Πίσω από τη βιτρίνα της δωρεάς στο κράτος της Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Δέλτα Φαλήρου βρίσκεται ο απόλυτος έλεγχος που ασκεί στο παραγόμενο πολιτιστικό προϊόν και εν τέλει στο πολιτισμικό αποτύπωμα. Ποιος αλήθεια πιστεύει ότι ο «μεγάλος χορηγός» ενός αρχαιολογικού μουσείου που θα λειτουργεί ως ΝΠΔΔ και όχι ως οργανική μονάδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δε έχει έστω αφανή ρόλο στην διαχείρισή του;
Εξάλλου, η φράση «αυτοχρηματοδότηση του πολιτισμού» που διατυπώθηκε κατά την παρουσίαση των προγραμματικών δηλώσεων δεν είναι άνευ σημασίας. Ερχεται να ωραιοποιήσει λεκτικά την τραγωδία των υποχρηματοδοτούμενων και υποστελεχωμένων υπηρεσίων, αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, να την καταστήσει δεδομένη και μη αναστρέψιμη, να προλειάνει το έδαφος για την είσοδο των ιδιωτών στους κερδοφόρους τομείς των πολιτισμού αφήνοντας τα υπόλοιπα στον εθελοντισμό, που δεν είναι τίποτα άλλο από τη σύγχρονη εκδοχή της αγγαρείας και να οδηγήσει τα πεδία πολιτισμού – από την προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς μέχρι το σύγχρονο πολιτισμό – είτε στην επαιτεία είτε στη διολίσθησή τους σε «μαγαζιά» που θα παράγουν έσοδα.
Κάτω από το πρίσμα της περιλάλητης ανάπτυξης η καλλιτεχνική παραγωγή θα χειραγωγείται και θα ηγεμονεύεται από χορηγούς ευεργέτες και οι επενδύσεις θα εξακολουθούν να προηγούνται της προστασίας των μνημείων με τα δεύτερα είτε να επιτελούν είτε ως φόντο και «ξέπλυμα» των επενδυτών είτε να εξαφανίζονται ως εμπόδιο.