Στις 19 Ιουλίου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ εκφώνησε ομιλία ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου χαρακτήρισε το πραξικόπημα ως εισβολή της Χούντας στην Κύπρο και κατάλυση της ανεξαρτησίας της, ενώ ταυτόχρονα κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέμβει με όλα τα πρόσφορα μέσα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Ο Τούρκος Πρωθυπουργός, Μπουλέντ Ετζεβίτ, άρπαξε την ευκαιρία που επιζητούσε η Άγκυρα από πολύ καιρό και ισχυριζόμενος ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για “ειρηνική επέμβαση”, με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, εισέβαλε μια μέρα μετά, στις 20 Ιουλίου 1974.
Με την κωδική ονομασία “Αττίλας” η τουρκική εισβολή ξεκίνησε στις 05: 30 στις 20 Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Οι αλεξιπτωτιστές έπεφταν μαζικά ενώ δυνάμεις πεζικού της Τουρκίας αποβιβάζονταν στις παραλίες της Κερύνειας. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν.
Η “κυβέρνηση” των πραξικοπηματιών του Νίκου Σαμψών παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων στις 23 Ιουλίου 1974.
Στη Γενεύη άρχισαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης υπό την αιγίδα του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κάλαχαν. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον Γλαύκο Κληρίδη, αξίωσε για πρώτη φορά μετά το 1963 εφαρμογή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Κυπριακού Συντάγματος. Η Τουρκία αρνήθηκε και προέβαλε το πάγιο αίτημά της για γεωγραφικό χωρισμό του νησιού.
Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Τουράν Γκιουνές αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονιών, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% περίπου του νησιού. Ο Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών, για να συμβουλευτεί το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι Τούρκοι απέρριψαν το αίτημά του.
Ενόσω διαρκούσαν οι διπλωματικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη Γενεύη δεν φαινόταν να επιτυγχάνεται αίσια έκβαση και η Τουρκία, αφού πρώτα στις 3:30 τα ξημερώματα της 14 Αυγούστου του 1974 απέσυρε την αντιπροσωπεία της, σε λιγότερο από 1 1/2 ώρα μετά (4:35 π.μ. της ίδιας ημέρας) προχώρησε και στο δεύτερο κύμα εισβολής υπό την κωδική ονομασία “Αττίλας 2” με την κατάληψη της Μόρφου, της Αμμοχώστου και της Καρπασίας.
Παρά τις εκκλήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ [Ψήφισμα 353 (1974)] και τη γρήγορη αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στο νησί, η Τουρκία κατέλαβε το 36,2 τοις εκατό της εδαφικής επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και εκτόπισε βίαια περίπου 200.000 Ελληνοκυπρίους από τις εστίες τους. Άλλοι 20.000 Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι παρέμειναν στις κατεχόμενες περιοχές, εξαναγκάστηκαν και αυτοί τελικά να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν καταφύγιο στις ελεγχόμενες από την κυπριακή Κυβέρνηση περιοχές. Μέχρι τον Απρίλιο 2013 λιγότεροι από 328 εγκλωβισμένοι Ελληνοκύπριοι και 109 Μαρωνίτες παρέμεναν στις κατεχόμενες περιοχές.
Η Τουρκία μέχρι και σήμερα στερεί από τους εκτοπισμένους Ελληνοκυπρίους το δικαίωμα να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Το γεγονός αυτό έχει δώσει αφορμή για προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έχει εκδώσει σημαντικές αποφάσεις για τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης από την πλευρά της Τουρκίας.
Πέραν της οικονομικής καταστροφής, αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και τη βίαιης μετακίνησης πληθυσμού, περισσότερα από 3.000 άτομα σκοτώθηκαν ενώ μέχρι τα τέλη Ιουνίου 2018, εξακολουθούν να αγνοούνται από τις διακοινοτικές μάχες του 1963 – ’64 και την τουρκική εισβολή του 1974, 846 Ε/Κ και 271 Τ/Κ.
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο το Δεκέμβριο του 1974.
Η Κύπρος, σήμερα μέλος της ΕΕ, παραμένει διαιρεμένη. Οι συνεχείς προσπάθειες, υπό την αιγίδα των ΗΕ, για εξεύρεση μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, δεν έχουν ακόμα αποδώσει καρπούς, λόγω της επιμονής της τουρκικής πλευράς να διατηρήσει τα επεμβατικά της δικαιώματα, τις αναχρονιστικές εγγυήσεις και να διασφαλίσει την παρουσία τουρκικού στρατού στο νησί.