Απόψεις

“Γερνάει” ολόκληρος ο πλανήτης. Γράφει ο Βασίλης Γαλούπης

Μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού έως το 2100 «βλέπουν» νέες μελέτες

Με τη γήρανση του πληθυσμού να έχει πια παγιωθεί ως τάση στην Ευρώπη και μεγάλα κομμάτια του ανεπτυγμένου κόσμου, οι ειδικοί βασίζουν τα μοντέλα τους για το μελλοντικό μέγεθος της ανθρωπότητας εν πολλοίς στα ποσοστά των γεννήσεων στις επονομαζόμενες «υψηλής γονιμότητας» χώρες, τις φτωχότερες δηλαδή, όπου οι γυναίκες αποκτούν στην πλειονότητά τους περισσότερα παιδιά από ό,τι στις πλούσιες χώρες.

Η μέση γυναίκα στον Νίγηρα, χώρα της Αφρικής και μία από τις φτωχότερες παγκοσμίως, αποκτά επτά παιδιά. Η μέση γυναίκα στη Νότια Κορέα αποκτά μετά βίας ένα. Με λίγα λόγια, αν οι γυναίκες στις «υψηλής γονιμότητας» χώρες συνεχίσουν να κάνουν πολλά παιδιά, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα εξακολουθήσει να αυξάνεται. Ή αλλιώς, όσο συντομότερα πέσουν τα ποσοστά γεννήσεων σε αυτές τις χώρες, τόσο συντομότερα ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει στην «κορυφή» του και θα αρχίσει να μειώνεται.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υπολογίζει ότι οι γεννήσεις θα μειώνονται σταδιακά ενώ παράλληλα η διάρκεια ζωής θα αυξάνεται, με συνέπεια ο παγκόσμιος πληθυσμός να αυξηθεί από τα 7,7 δισ. που είναι σήμερα σε 11,2 δισ. το 2100. Ο ΟΗΕ δίνει ένα πιθανό εύρος μεταξύ 9,6 δισ. και 13,2 δισ.

Οι γνώμες γύρω από τις συνέπειες μιας τέτοιας αύξησης του πληθυσμού ποικίλλουν. Για κάποιους ένας πιο συνωστισμένος πλανήτης αποτελεί περιβαλλοντική καταστροφή. Άλλοι θεωρούν ότι αυτά τα επιπλέον δισ. ανθρώπων θα βοηθήσουν ώστε ο κόσμος να επινοήσει λύσεις για τα προβλήματά του.

Όμως τελευταία οι εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών τίθενται υπό αμφισβήτηση. Πολλοί δημογράφοι θεωρούν ότι η εκτίμηση του ΟΗΕ είναι λάθος επειδή ο Οργανισμός υποτιμά το πόσο γρήγορα η γονιμότητα πρόκειται να ελαττωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο κι όχι μόνο στη Δύση.

Αν και τα ακριβή στοιχεία πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση είναι δύσκολο να βρεθούν για κάποιες χώρες, σύμφωνα με τις ενδείξεις χωρών που κρατούσαν καλά οργανωμένα αρχεία για την εποχή, όπως η Αμερική, μια μέση γυναίκα στις ΗΠΑ αποκτούσε επτά ή και περισσότερα παιδιά.

Έως το 1960, όμως, το παγκόσμιο ποσοστό γεννήσεων είχε ήδη πέσει στα πέντε, ενώ σήμερα βρίσκεται στο 2,4, σχεδόν στο όριο του 2,1 που έχει οριστεί ως το «ποσοστό αναπλήρωσης», δηλαδή το ποσοστό όπου ο παγκόσμιος πληθυσμός παραμένει σταθερός, με την κάθε γενιά απλώς να αντικαθιστά τον εαυτό της.

Σχεδόν όλες οι πλούσιες χώρες έχουν ποσοστά γονιμότητας κάτω από το ποσοστό αναπλήρωσης. Συγκεκριμένα:

● Ο μέσος όρος στις χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ είναι 1,7.

● Οι μέσου εισοδήματος χώρες ακολουθούν με το ποσοστό τους να έχει μειωθεί πια στο 2,3.

● Μόνο στις φτωχές χώρες η γονιμότητα είναι σε τόσο υψηλά ποσοστά ώστε να προκαλέσει γρήγορη αύξηση πληθυσμού.

● Στην υποσαχάρια Αφρική είναι 4,8 και, συνολικά, στις «βαριά υπερχρεωμένες χώρες», όπως τις ονομάζει η Παγκόσμια Τράπεζα, το ποσοστό είναι 4,9.

Όσον αφορά τα ποσοστά που αποτελούσαν το σύνηθες πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, σήμερα «επιμένουν» μόνο στα φτωχότερα μέρη των φτωχότερων χωρών στον κόσμο.

Γεννήσεις και εκπαίδευση

Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφαρμοσμένων Συστημάτων στην Αυστρία (Institute for Applied Systems Analysis in Austria) θεωρούν ότι η κάμψη των γεννήσεων στις φτωχές χώρες αποτελεί τάση που θα συνεχιστεί και θα παγιωθεί, οδηγώντας τις γεννήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο να πάρουν την κατιούσα. Χάρη στη μόρφωση, όπως εκτιμάται, τα παγκόσμια ποσοστά γεννήσεων θα πέσουν γρηγορότερα από ό,τι έχουν υπολογίσει οι ειδικοί του ΟΗΕ.

Εκτιμούν, μάλιστα, ότι το μοντέλο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών είναι λάθος, καθώς η τάση ακόμα και στις φτωχότερες χώρες είναι πλέον όλο και περισσότερες γυναίκες να λαμβάνουν βασική εκπαίδευση. Ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει τα 12 δισ. μέχρι το 2100 μόνο αν η πρόοδος στην εκπαίδευση και άλλους παρόμοιους κοινωνικούς δείκτες φρεναριστεί.

Αν, όμως, η τρέχουσα πρόσβαση στη μόρφωση συνεχιστεί, τότε ο πληθυσμός θα αγγίξει στα 9,4 δισ. το 2075 και μετά θα αρχίσει να μειώνεται στα 8,9 δισ. έως το 2100. Στην περίπτωση, μάλιστα, που η πρόοδος στην εκπαίδευση ενταθεί, τότε ο πληθυσμός το 2100 θα έχει πέσει στα 7 δισ. και θα είναι μικρότερος ακόμη και από τον σημερινό.

Για να φτιάξουν τα μοντέλα τους οι δημογράφοι έπρεπε να κατανοήσουν γιατί κάποιες γυναίκες αποκτούν πολλά παιδιά και άλλες κανένα ή πολύ λίγα. Έτσι μελέτησαν τον μέσο όρο, την τάση της πλειονότητας, τη μέση γυναίκα και όχι τόσο περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από προβλήματα υγείας, ιατρικά και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά.

«Επένδυση με γρήγορες αποδόσεις»

Το συμπέρασμα είναι ότι στις πολύ φτωχές χώρες, π.χ. της Αφρικής, το να αποκτήσει κάποιος πολλά παιδιά αποτελεί στην πράξη μια «επένδυση με γρήγορες αποδόσεις», όπως αναφέρει ο «Economist».

Από την ηλικία των πέντε ετών τα παιδιά χρησιμοποιούνται στα χωράφια και γενικά κάνουν οποιαδήποτε δουλειά που συνεισφέρει στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Στον Νίγηρα, όπου το σύνηθες είναι μια γυναίκα να έχει πάνω από οκτώ παιδιά, έχουν ένα γνωμικό που λέει: «Ένα παιδί γεννιέται με δυο χέρια, αλλά μόνο με ένα στόμα».

Το να έχει κάποιος μια μεγάλη οικογένεια σε αυτές τις χώρες θεωρείται και ένα είδος «κοινωνικής ασφάλισης». Κάποια παιδιά θα πεθάνουν, κάποια θα είναι φιλάσθενα ή λιγότερο ικανά. Χωρίς το «δίχτυ ασφαλείας» της δημόσιας πρόνοιας, όμως, τα παιδιά που θα επιβιώσουν στις αντίξοες συνθήκες θα καταφέρουν να φροντίσουν εν τέλει και τους γονείς όταν γεράσουν.

Ενήλικη μόνο αν έχει παιδιά!

Όπως παρατηρεί το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, σε αυτές τις χώρες η απόκτηση πολλών παιδιών αυξάνει την αξία μιας γυναίκας. Στον Νίγηρα μια γυναίκα δεν θεωρείται ενήλικη αν δεν έχει αποκτήσει παιδιά. Οι άντρες στον Νίγηρα απαιτούν 12 παιδιά κατά μέσον όρο.

Για τους ανθρώπους στις ανεπτυγμένες χώρες τα «οικονομικά» της απόκτησης ενός παιδιού είναι εντελώς διαφορετικά. Αντί να αρχίσει να «φέρνει λεφτά» από την ηλικία των πέντε, το παιδί στις ανεπτυγμένες χώρες θεωρείται ότι αναλώνει τεράστια ποσοστά χρόνου, πόρων και προσοχής των γονιών του τουλάχιστον για τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής του, συχνά ενδεχομένως για πολύ περισσότερο.

Αντί να τα βάζουν στα χωράφια, όπως στις φτωχότερες χώρες, οι γονείς πασχίζουν να τους προσφέρουν την καλύτερη δυνατή μόρφωση ελπίζοντας ότι έτσι θα εξασφαλίσουν μια καλή δουλειά και ζωή. Όλα αυτά κοστίζουν, επομένως οι άνθρωποι συνήθως δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν πάνω από ένα ή, το πολύ, δυο παιδιά.

Συχνά, ακόμα και το ένα παιδί θεωρείται… πολύ, αφού πληθαίνουν ακόμα και στη Δύση αυτοί που δεν μπορούν να υποστηρίξουν σωστά την ανατροφή του.

Συνειδητή επιλογή

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η τάση για όλο και μικρότερο ποσοστό γεννήσεων θεωρείται εξαιρετικά απίθανο να αντιστραφεί. Άπαξ και το να αποκτά κάποιος ένα ή δύο παιδιά παγιωθεί ως ο γενικός κανόνας, έχει διαπιστωθεί ότι παραμένει. Οι άνθρωποι δεν αποκτούν πια παιδιά ως καθήκον προς τις οικογένειες ή τη θρησκεία τους. Επιλέγουν συνειδητά να αποκτήσουν ένα παιδί ως μέσο προσωπικής εκπλήρωσης.

Άρα, το μεγάλο ερώτημα αφορά τις γυναίκες στις φτωχές, υψηλής γονιμότητας χώρες. Πρακτικά σε αυτές στηρίζονται όλα τα μοντέλα υπολογισμού του παγκόσμιου πληθυσμού. Και τα στοιχεία δείχνουν ότι ακόμη και εκεί η συνήθεια των μεγάλων οικογενειών αλλάζει ραγδαία.

Περισσότερα χρόνια στο σχολείο ίσον λιγότερα παιδιά…

Ο παράγοντας που αναδεικνύεται ως ο πιο καθοριστικός είναι η εκπαίδευση των κοριτσιών. Όσο πιο πολλά χρόνια πηγαίνουν στο σχολείο, τόσο λιγότερα παιδιά αποκτούν. Ακόμη και όταν οι ερευνητές υπολογίζουν μόνο την εκπαίδευση που λαμβάνουν τα κορίτσια προτού ωριμάσουν σεξουαλικά, δηλαδή πριν να είναι βιολογικά ικανές να συλλάβουν, συνεχίζουν να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι περισσότερα χρόνια στο σχολείο ισούνται με λιγότερα μωρά στη ζωή τους αργότερα.

Πάμπολλες ακαδημαϊκές μελέτες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Η μόρφωση μειώνει τη γονιμότητα δίνοντας στις γυναίκες κι άλλες επιλογές:

● Αυξάνει τις πιθανότητες να βρουν οι γυναίκες έμμισθη εργασία.

● Μειώνει την οικονομική εξάρτηση από τον σύζυγο δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αρνηθούν να κάνουν κι άλλα παιδιά αν δεν το θέλουν.

● Τις προικίζει με τα διανοητικά εργαλεία και την αυτοπεποίθηση να αμφισβητήσουν παραδοσιακές νόρμες, όπως το ότι υποχρεούνται να κάνουν όσα περισσότερα παιδιά μπορούν.

● Καθιστά πιθανότερο το ότι θα κατανοούν πώς λειτουργεί η αντισύλληψη και θα τη χρησιμοποιούν.

● Το κυριότερο: Η μόρφωση μεταμορφώνει τις φιλοδοξίες που έχουν για τα ίδια τους τα παιδιά, συνεπώς και τον αριθμό των παιδιών που επιλέγουν να κάνουν, ώστε να μπορούν να τους προσφέρουν μόρφωση, ευκαιρίες κ.λπ.

Το παράδειγμα της Αιθιοπίας

Η τεράστια διαφορά που κάνει η εκπαίδευση σε αυτές τις χώρες είναι ιδιαίτερα εμφανής στα κράτη που τα ποσοστά γεννήσεων μόλις άρχισαν να πέφτουν. Στην Αιθιοπία, για παράδειγμα, έρευνα του 2005 βρήκε ότι το ποσοστό γονιμότητας στις γυναίκες χωρίς καμιά προηγούμενη σχολική εκπαίδευση ήταν 6,1. Στις γυναίκες, όμως, με δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή και παραπάνω ήταν μόλις 2,0.

Η καλύτερη πρόσβαση των κοριτσιών στην εκπαίδευση είναι ένα από τα λίγα πράγματα στα οποία σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις στον κόσμο συμφωνούν. Το ποσοστό των κοριτσιών παγκοσμίως που ολοκληρώνουν το δημοτικό σχολείο έχει ανέβει από 76% το 1997 σε 90% σήμερα.

Ραγδαία μεταβολή στην Κένυα

Είναι αξιοσημείωτο ότι μια μετάβαση που χρειάστηκε 200 χρόνια στη Δύση για να φτάσει από τα επτά παιδιά κατά μέσον όρο στα δύο, τώρα στις πολύ φτωχές χώρες συμβαίνει εκπληκτικά γρήγορα. Όταν μάλιστα άνθρωποι που ζούσαν στις αγροτικές περιοχές μετακομίζουν στις πόλεις, μπορεί να συμβεί σε μία μόλις γενιά.

Στην Κένυα το ποσοστό γονιμότητας για τις αγροτικές περιοχές είναι 4,5 ενώ το αστικό βρίσκεται στο 3,1. Με μηνιαίο μισθό μόλις 200 δολάρια τον μήνα, μηδαμινός για τα ευρωπαϊκά στάνταρ, μια γυναίκα στην Κένυα θεωρείται μέλος της μεσαίας τάξης. Μπορεί να πληρώσει για την καλύτερη εκπαίδευση του παιδιού της σε ένα ιδιωτικό σχολείο που κοστίζει 50 δολάρια ανά παιδί ανά σχολική περίοδο.

Αυτές οι γυναίκες συχνά αποφασίζουν να μην αποκτήσουν κι άλλα παιδιά, ώστε να μπορούν να προσφέρουν καλύτερες ευκαιρίες στο ένα ή τα δύο που ήδη έχουν…

topontiki

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας