Η εικόνα ενός πατέρα που κρατά την κόρη του και περπατά μες στη βροχή θα σημαδεύει για πάντα την εποχή μας.
Ο πρόσφυγας εκείνος στα σύνορα της Μακεδονίας ήταν ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες που τα έβαλαν με θεούς και δαίμονες, προκειμένου να γλιτώσουν από την καταστροφή και τον θάνατο. Στο δράμα τους δοκιμάστηκαν όλες οι αξίες του πολιτισμού. Κι άλλοτε αυτές βγήκαν νικήτριες, άλλοτε νικήθηκαν κατά κράτος, ενώ πολλές φορές ήρθαν ισοπαλία με σκοτάδι που ρίχνουν οι αντιφάσεις της ιστορίας πάνω στους ανθρώπους.
Το δράμα των προσφύγων του 2015 συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη, που βρέθηκε ξαφνικά από τα πρωτοσέλιδα της οικονομικής κρίσης, αντίκρυ στα πρωτοσέλιδα μιας άλλης, βλέποντας την ίδια παλιά ιστορία αυτή τη φορά σε πρωτόγνωρες διαστάσεις. Πόλεμος πάντα υπήρξε, προσφυγιά επίσης. Και το μεγαλείο ή η απανθρωπιά εμφανίζονται πάντα -πολλές φορές ταυτόχρονα- στις κρίσεις του συλλογικού μας βίου. Αλλά αυτή τη φορά, όπως ποτέ άλλοτε πριν, το δράμα των προσφύγων εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια κυριολεκτικά των πάντων, μπήκε σε κάθε σπίτι. Κι όπου κι αν έστρεφε κανείς το κεφάλι του, κάνοντας πως δεν βλέπει, η ιστορία τον ακολουθούσε. Η ιστορικών διαστάσεων μετακινήσεις πληθυσμών από κάθε γωνιά της ρημαγμένης περιφέρειας προς τον ανεπτυγμένο κόσμο αποτυπώθηκαν στην καθημερινότητα πληθυσμών καθηλωμένων στα επίχειρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πάνω σε χρεοκοπημένες δομές παραγωγής ισχύος αναμετρούνταν με ένταση οι προσδοκίες, οι ελπίδες, οι ενοχές και τύψεις ενός κόσμου που, περιμένοντας τον παράδεισο, συνειδητοποίησε ότι η κόλαση δεν κάνει διακρίσεις. Ερωτήματα που είχαν ξεθωριάσει στους καιρούς της ευημερίας τώρα αποκτούσαν περίγραμμα και χρώμα, αλλάζοντας την εικόνα που είχαμε για τον κόσμο.
«Η αποστολή μου είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία, ώστε εσείς να αποφασίσετε τι θέλετε να κάνετε. Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει “δεν γνώριζα”». Αυτά τα λόγια του Γιάννη Μπεχράκη από το πρόσφατο παρελθόν θα ηχούν με αξεθώριαστο νόημα στο απώτατο μέλλον. Γιατί, τέτοια λόγια εξηγούν με γλώσσα κατανοητή σε όλους ότι το βλέμμα είναι η αρχή κάθε ανθρώπινης προσπάθειας να κατανοήσει τον κόσμο. Κανείς δεν είδε την κρίση να έρχεται, λίγοι προέβλεψαν τι θα ακολουθούσε, το κακό έγινε μπροστά στα μάτια τους, λίγοι αντέδρασαν: η γνώση μας για τον κόσμο, όπως αποτυπώνεται στους τίτλους των ειδήσεων, εξαρτάται από το κατά πόσο είναι εκπαιδευμένο ή όχι το βλέμμα μας να αναγνωρίζει την πραγματικότητα.
Σε μια εποχή ανεπανάληπτης τεχνολογικής προόδου θα περίμενε κανείς η αναγνώριση της πραγματικότητας να είναι μια δεδομένη δεξιότητα του κοινού. Κι όμως, απ’ ό,τι φαίνεται ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουν να μην βλέπουν τη φτώχεια γύρω τους, καταφέρνουν να αγνοούν τα δράματα της διπλανής πόρτας, καταφέρνουν να αγνοούν τον πόνο του διπλανού τους. Είτε από αλαζονεία, είτε από άμυνα, είτε από επιβολή, είτε από αδράνεια, το βλέμμα «εκπαιδεύεται» να μην βλέπει την πραγματικότητα, συνηθίζοντας μόνο να βάζει στο περίγραμμά της τις αταίριαστες εμμονές και ματαιώσεις ενός καθηλωμένου νου.
Θρηνούμε την απώλεια ενός ανθρώπου, που έγινε το βλέμμα μας όταν σταθήκαμε όρθιοι. Εκείνος βρισκόταν από παλιά στις κολάσεις που εμείς δεν είχαμε διανοηθεί ότι υπήρχαν ή στην πορεία ξεχάσαμε. Βρισκόταν ανέκαθεν απέναντι στο ηθικό δίλημμα που διαχρονικά τίθεται όταν κανείς αντικρίζει τον θάνατο. Πολλοί αναρωτιούνται πώς γίνεται κανείς να φωτογραφίζει έναν άνθρωπο που θέλει βοήθεια και να μην τον βοηθά. Η απορία, που συμπυκνώνεται στην τραγική ιστορία του φωτορεπόρτερ Κέβιν Κάρτερ, αγνοεί κάτι βασικό. Φωτογράφοι στην παράδοση του ανθρώπου που γλίτωσε τον θάνατο στρέφοντας πάνω του την κάμερα γίνονται τα μάτια μας. Επανασυνδέουν τη χαμένη επαφή του βλέμματος με την πραγματικότητα. Είναι πάντα εκεί στα δύσκολα για να το κάνουν. Ρισκάρουν τη ζωή τους, το μυαλό και τη ψυχή τους για να το κάνουν. Είναι εκεί όπου εμείς απουσιάζουμε, δίνοντάς μας την ευκαιρία με το πάτημα ενός κλικ να αποφασίσουμε πώς θα γίνουμε παρόντες σε μια ιστορία που κάποτε ήταν η δική μας κι ίσως κάποτε ξαναγίνει.
Το βλέμμα, αυτό το βαθιά πολιτικό θέμα που έχει αναμετρηθεί με κάθε θεολογία και φιλοσοφία, στην εποχή του Μπεχράκη ξαναβρήκε αξία. Γιατί, όλοι πια είναι σε θέση να ξέρουν -ακόμα κι αν εκείνος πια δεν είναι ανάμεσά μας. Παραμένει μέσα σε όλους όσοι κατάφεραν να δουν μαζί του. Κι είναι δική μας, πλέον, απόφαση να κρατήσουμε το φως που από τεχνική της φωτογραφίας γίνεται ικανότητα του βλέμματος, το φως και, τελικά η ίδια η θέλησή μας να μείνουμε ζωντανοί· όπως εκείνος ο άνθρωπος που τον είδαμε να περπατά μες στη βροχή, κάνοντας σπίτι μας την αγκαλιά του.