Life

Η Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός” στον Όλυμπο – Αντικρίζοντας την οργή του… Δία

Περιγραφή:   Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης, Αντώνιος Τολιόπουλος

«Όλυμπε, ανήφορε του Δία,

   το χώμα σου είναι μαύρο

   ζυμωμένο μ’ όλα τα χινόπωρα

   των καστανιών και των πλατάνων,

   και το πόδι χώνεται βαθύτερα από το ’σταγάλι

   για να σ’ ανέβει…» ( από το «Ανεβαίνοντας στον Όλυμπο » του Συκελιανού Άγγελου )

Έξω ακόμη σκοτάδι.

Η εξωτερική θερμοκρασία κοντά στους 4 βαθμούς Κελσίου και η ψυχρούλα αισθητή.

Στο ημερολόγιο έγραφε 03-03-2019 και τα ρολόγια δείχνανε 06.00΄ π.μ.

Ξεκινούσε η πρώτη Κυριακή του Μάρτη, της Άνοιξης.

Ξεκινούσαμε και εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’, για το δικό μας κυριακάτικο ραντεβού με το βουνό.

Επιθυμία μας, αυτή τη φορά, ήταν: να βρεθούμε στον ορεινό εκείνο όγκο που η φαντασία των αρχαίων Ελλήνων τοποθέτησε, στις ανεμοδαρμένες – συννεφοσκέπαστες και γεμάτες μεγαλείο κορυφές του, την κατοικία των δώδεκα θεών της αρχαιότητας.

Αναχωρήσαμε από τη Βέροια για το ορεινό χωριό Πέτρα Ολύμπου με σκοπό να πραγματοποιήσουμε το κυριακάτικο πρόγραμμά μας, που προέβλεπε: την «Ανάβαση προς την χιονισμένη κορυφή ‘‘Κίτρος’’ από τη δυτική πλευρά του Ολύμπου και συγκεκριμένα από τη θέση ‘‘Βρύση Τσουρέκα’’.» (φωτ. 1).

Αφήσαμε πίσω μας την πόλη της έδρας μας, που ακόμη κοιμόταν, και πήραμε το δρόμο για την Κατερίνη (φωτ. 2).

Φτάνοντας στην πρωτεύουσα της Πιερικής γης, που εκτείνεται κάτω από τη σκιά του μυθικού Ολύμπου, ακολουθήσαμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς τον Αγ. Δημήτριο Πιερίας.

Περάσαμε, οδικώς, μέσα από τα χωριά Σβορώνος – Νεοκαισάρεια – Μοσχοχώρι – Κάτω Μηλιά – Φωτεινά.

Το σκουρόχρωμο πέπλο, που κάλυπτε τα πάντα, άρχιζε να απομακρύνεται και το πρώτο φως της μέρας ξεκίνησε να «χρωματίζει» όλη τη γύρω Φύση, κάνοντας το κάθε τι να παίρνει τη μορφή του και να ξεχωρίζει.

Λίγα μόλις χιλιόμετρα μετά το χωριό Φωτεινά, στρίψαμε αριστερά ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς το τελευταίο ορεινό χωριό του Νομού, την Πέτρα Ολύμπου.

Ο δρόμος επαρχιακός και με πολλά στροφηλίκια.

Ο καιρός έδειχνε καταπληκτικός και ο ουρανός με ελάχιστα αραιά συννεφάκια.

Κοντεύοντας στο χωριό, νάτος !!

«Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας  

   ο πετροπαιχνιδιάτορας

   λίγο το στόμα του άνοιξε

   κι ευθύς εμύρισε άνοιξη.»  (του Οδυσσέα Ελύτη).

Κοιτάζοντας πέρα, στο βάθος, καταφέραμε να δούμε, επιτέλους, τον ήλιο που «ζωγράφιζε» στον καθαρό ουρανό «χρησιμοποιώντας» απερίγραπτα χρώματα, που άλλαζαν κάθε τόσο, όσο αυτός ανέβαινε ακόμη πιο ψηλότερα (φωτ. 3).

Φτάσαμε στην πλατεία του ορεινού χωριού, που βρίσκεται στα 520 μέτρα υψόμετρα και απέχει 28 χιλιόμετρα από την πόλη της Κατερίνης.

Στην πέτρινη βρύση με το τρεχούμενο νερό της, που συναντά ο επισκέπτης στο κέντρο της υποτυπώδους πλατείας, δεν σταματήσαμε. Αλλά, στρίψαμε δεξιά ακολουθώντας το βέλος της πινακίδας, που υπάρχει στο πέτρινο τοιχίο, με την ένδειξη: «Προς Κοκκινοπηλό – Ρέμα Ναούμ» (φωτ. 4, 5).

Ο δρόμος που πήραμε ανηφορικός και στενός. Περνούσαμε δίπλα από τις αυλές των έρημων από κόσμο σπιτιών. Βγαίνοντας από το χωριό, αφήσαμε το στενό ασφαλτόδρομο και μπήκαμε στο δασικό πλέον χωματόδρομο. Στο σημείο της εξόδου από τη Πέτρα υπάρχει μία πινακίδα με βέλος που γράφει: «Προς το βουνό των θεών – Κοκκινοπηλό».

Ακολουθούσαμε τον πολύ καλό χωμάτινο δρόμο που περνούσε μέσα από δάση με πανύψηλα μαυρόπευκα. Βρισκόμασταν στους πρόποδες, σχεδόν, του βουνού των θεών και μέσα σε ένα σύμπλεγμα φυσικής ισορροπίας και αρμονίας. Όσο προχωρούσαμε οι εικόνες εναλλάσσονταν η μία την άλλη. Περάσαμε από σκόρπιους οικισμούς με ελάχιστα σπίτια, που ήταν έρημα από κόσμο αυτή την εποχή.

Συναντήσαμε ρεματιές, χαράδρες και το πρώτο χιονάκι. Φτάνοντας στο «Ρέμα Ξερολάκι» άρχιζαν τα δύσκολα. Το χιόνι στο δρόμο ολοένα γινόταν περισσότερο και η διέλευση του τζιπ, από το σημείο εκείνο και πέρα, δυσκόλευε (φωτ. 6).

Η οδήγηση προσεκτική και η ταχύτητα στην αργή. Φτάσαμε στη θέση με τη τσιμεντένια κατασκευή πάνω σε ένα υψωματάκι, που το σχήμα της μας θύμιζε κάτι από κιόσκι.

Στο σημείο εκείνο δεν στρίψαμε αριστερά, προς τον ανηφορικό δηλαδή δασικό δρόμο, αλλά συνεχίσαμε την οδική πορεία μας ευθεία, περνώντας δίπλα από την πετρόχτιστη «Βρύση Παπαζήση» (φωτ. 7).

Δεν κάναμε παραπάνω από 10 χιλιόμετρα από το χωριό Πέτρα και αναγκαστήκαμε να σταθμεύσουμε το τζίπ μας σε ένα πλάτωμα του δρόμου που συναντήσαμε, μη μπορώντας άλλο να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα. Βρισκόμασταν στα 1.048 μέτρα υψόμετρο. Το χιόνι στο δρόμο πολύ και παγωμένο. Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την ορειβατική μας δραστηριότητα.

Η θερμοκρασία στο σημείο εκείνο στους -2 βαθμούς Κελσίου. Η ψυχρούλα του δάσους αισθητή και όλες οι κινήσεις μας γρήγορες. Στα σακίδιά μας και στο ήδη απαραίτητο περιεχόμενό τους, για μια χειμερινή ανάβαση προς κορυφή με μεγάλο υψόμετρο, προσθέσαμε και ένα επιπλέον βάρος. Τα υποχρεωτικά κραμπόν+πιολέ, που τα κάνανε ακόμη πιο βαρύτερα.Στα πόδια μας «φορέσαμε» τα βαριά άκαμπτα άρβυλα.

Ο Θανάσης και ο Αντώνης ενεργοποίησαν τα GPS, για να καταγράψουν τη διαδρομή και να αποθηκεύσουν στοιχεία. Συντονίσαμε τους ασυρμάτους επικοινωνίας και αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα βαριά σακίδιά μας και ξεκινήσαμε (φωτ. 8).

Η πορεία μας, αρχικά, πάνω στο δασικό δρόμο με κατεύθυνση προς Κοκκινοπηλό. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής μας συναντούσαμε πολύ χιόνι και σε κάποια άλλα σημεία το λευκό απουσίαζε τελείως.

Βαδίζαμε δίπλα στα ίχνη λύκων. Κάπου-κάπου, όμως, αντικρίζαμε και ίχνη από περάσματα άλλων ζώων του δάσους (φωτ. από 9 μέχρι και 12).

Χρειαστήκαμε 30 λεπτά πορείας, με τις εναλλαγές εικόνων που περιγράφω λίγο πιο πάνω, για να φτάσουμε στην θέση «Βρύση Τσουρέκα». Βρεθήκαμε στο χώρο αναψυχής με τα τσιμεντένια τραπέζια, τα παγκάκια, το υπόστεγο, το εκκλησάκι και τη βρύση με τρεχούμενο νερό, που είχε κτιστεί το 1970. Το GPS στο σημείο εκείνο κατέγραφε 1.080 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 13, 14).

Στο νερό δεν καθυστερήσαμε πολύ. Εγκαταλείψαμε το δασικό δρόμο και μπήκαμε στο μονοπάτι, που ξεκινούσε λίγο πιο πάνω και πίσω από τη βρύση. Η πορεία μας γινόταν σε πλαγιά με μεγάλη κλίση και τα περάσματά μας μέσα από μεικτά δάση.

Ακολουθούσαμε τις κορδέλες και τα σημάδια (κόκκινο+κίτρινο) που συναντούσαμε στους κορμούς των δένδρων. Χιόνι δεν πατούσαμε, βαδίζαμε πάνω στο μαλακό στρώμα από πεσμένα φύλλα και πευκοβελόνες (φωτ. 15, 16, 17).

Στο μονοπάτι δεν κάναμε παραπάνω από 15 λεπτά ανηφορικής πορείας και βγήκαμε στον πιο πάνω χιονισμένο δασικό δρόμο.

Στην έξοδο από το μονοπάτι στρίψαμε αριστερά και κατευθυνθήκαμε προς το «Ρέμα Πόρος» (φωτ. 18, 19, 20).

Προσπεράσαμε και το μονοπάτι, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στο καταφύγιο Ανάγκης στη θέση «Πυξάρι». Χρειαστήκαμε 30 μόλις λεπτά για να φτάσουμε από τη «Βρύση Τσουρέκα» στο τμήμα εκείνο του «Ρέματος Πόρος», που θα το ακολουθούσαμε στη συνέχεια ανηφορίζοντας για την κορυφή «Κίτρος».

Στο σημείο υπάρχει ενημερωτική μεταλλική πινακιδούλα με το βέλος, που δείχνει την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσει κανείς για το καταφύγιο Ανάγκης που βρίσκεται στα 1.800 μέτρα υψόμετρο και στη θέση «Σαλατούρα». Στο μικρό εκείνο μεταλλικό πλαίσιο αναγράφεται επίσης το τηλέφωνο και η συχνότητα επικοινωνίας με την Ελληνική Ομάδας Διάσωσης (φωτ. 21).

Μία ολιγόλεπτη στάση, πριν μπούμε το στενό σημείο του ρέματος με τους θάμνους και με το πολύ χιόνι, που δεν ξέραμε τι θα μας επιφύλασσαν. Η διαδρομή από δω και πέρα θα ήταν η…«δικιά μας», έτσι την ονομάζουμε εμείς της ομάδας. Την κάνουμε κάθε φορά που βρισκόμαστε στην περιοχή με σκοπό να ανεβούμε στην κορυφή «Κίτρος». Μονοπάτι «χαραγμένο», από κάποιο Ορειβατικό Σύλλογο ή Ομάδα, στο κομμάτι αυτό δεν υπάρχει.

Πήραμε βαθιές ανάσες για δύναμη, «φορτώσαμε» τις «μπαταρίες» μας με κουράγιο και τα «ρεζερβουάρ» μας με πολλή αντοχή και ξεκινήσαμε. Μπήκα πρώτος για να «ανοίξω» πατήματα. Το χιόνι πολύ και βούλιαζε. Βρισκόμασταν στο ανήλιο κομμάτι της περιοχής, κάτι που έκανε την ατμόσφαιρα μέσα στο ρεματάκι  ακόμη πιο κρύα. Προχωρούσα με δυσκολία. Δεν ήξερα που να πρωτοπατήσω, από που να περάσω.

Νομίζαμε ότι το χιόνι στο κομμάτι εκείνο θα ήταν παγωμένο. Κι όμως, τα πόδια μας βούλιαζαν μέχρι τα 30, τα 40, τα 50 εκατοστά και κάποιες φορές, ολόκληρο το πόδι βυθιζόταν μέσα στο πολύ χιόνι. Στα περάσματά μας προσέχαμε πολύ, γιατί ένα λάθος, μια απροσεξία θα μπορούσε να μας προκαλέσει έναν ανεπιθύμητο τραυματισμό (φωτ. 22, 23).

Κάποια στιγμή, ο Αντώνης αποφάσισε να με ξεκουράσει και να αναλάβει αυτός το δύσκολο έργο της «δημιουργίας πατημάτων». Συνεχίσαμε.

Την απαιτητική προσπάθειά μας την αποζημίωναν οι εικόνες που αντικρίζαμε μπροστά και γύρω μας. Στις πλαγιές και των δύο πλευρών του ρέματος βλέπαμε τα πανέμορφα δάση με τα πανύψηλα πεύκα και έλατα. Κοιτάζοντας μπροστά μας, βλέπαμε το λευκόγκριζο βραχώδες τοίχο που ορθωνόταν επιβλητικά, στο βάθος και την κορυφογραμμή του να φτάνει μέχρι τον…ουρανό (φωτ. 24).

Κάποια στιγμή βγήκαμε, επιτέλους, από το ανήλιο και στενό κομμάτι του ρέματος. Βρεθήκαμε σε ένα μικρό ξέφωτο, που το σχηματίζουν οι δασικοί δρόμοι που διασταυρώνονται μεταξύ τους στα 1.400 μέτρα υψόμετρο. Στο σημείο εκείνο αποφασίσαμε να κάνουμε άλλη μια ολιγόλεπτη στάση. Η μέρα συνέχιζε να είναι ηλιόλουστη και ο ήλιος από πάνω μας να καίει.

Όλο το τοπίο γύρω μας ήταν φωτεινό και η ατμόσφαιρα με μια ευχάριστη ζεστασιά (φωτ. 25, 26).

Θέλαμε να καθίσουμε λίγο παραπάνω, για να χαρούμε περισσότερο όλη εκείνη την ομορφιά του τοπίου και την αίσθηση της ζεστασιάς. Είχαμε, όμως, πολύ δρόμο ακόμη για την ολοκλήρωση του κυριακάτικου προγράμματός μας. Έτσι, αποφασίσαμε να ξαναφορτωθούμε τα βαριά σακίδιά μας και να συνεχίσουμε.

Το ρέμα, όσο ανεβαίναμε, άρχιζε να διευρύνεται. Η μία πλαγιά, όσο προχωρούσαμε προς τα πάνω, απομακρυνόταν από την άλλη και όλο το τοπίο άρχιζε να «ξεδιπλώνει» μπροστά μας. Στο πέρασμά μας αντικρίζαμε ένα απερίγραπτο σκηνικό, που μόνο η Φύση με τη φαντασία της θα μπορούσε να το δημιουργήσει (φωτ. 27).

Στα αριστερά μας η κορυφογραμμή «Σαλατούρα», με την κορυφή «Νάνα» (υψ. 2.284 μ.) να ξεχωρίζει και στα δεξιά μας η άλλη, η βραχώδης λευκόγκριζη, με την κορυφή «Άνθιμος» (υψ. 1.998 μ), που ακόμη δεν φαινόταν.

Τα δένδρα άρχιζαν να αραιώνουν. Μπαίναμε στην υποαλπική ζώνη, στο γυμνό πλέον από δένδρα και θάμνους τοπίο. Μόνο κάποια διάσπαρτα κωνοφόρα και κάποιοι  διάσπαρτοι βραχώδεις όγκοι κάνανε τη διαφορά στις απότομες πλαγιές του βουνού με το σκούρο χρώμα τους  (φωτ. 28, 29).

Η ανηφορική πορεία και στο κομμάτι αυτό ήταν πολύ απαιτητική. Το χιόνι πολύ και η ποιότητά του μέτρια. Το φρέσκο, που έπεσαι τις τελευταίες μέρες, δεν πρόλαβε να παγώσει. Αυτό μας δυσκόλευε αφάνταστα. Τα πόδια μας εξακολουθούσαν να βυθίζονται μέχρι τα 30 και σε κάποια σημεία μέχρι και τα 40 εκατοστά μέσα στο χιόνι.

Μία ολιγόλεπτη στάση για σύσκεψη. Εκτιμώντας τις επικρατούσες συνθήκες, αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε το ρέμα προς τα πάνω, να μην κατευθυνθούμε δηλαδή προς τον αυχένα «Κίτρους»-«Άνθιμου».

Διαπιστώσαμε ότι, την απότομη εκείνη πλαγιά ο ήλιος την «έβλεπε» για πολύ ώρα και σκεφτήκαμε πως, στο κομμάτι εκείνο  θα βουλιάζαμε ακόμη περισσότερο μέσα στο μαλακό χιόνι. Αποφασίσαμε τελικά να ανηφορίσουμε την ανήλια πλαγιά, στα αριστερά μας, με τη σκέψη ότι το χιόνι στο κομμάτι εκείνο θα ήταν καλύτερης ποιότητας και θα μας διευκόλυνε να φτάσουμε στον άλλον αυχένα, εκείνο της «Νάνας»-«Κίτρους».

Κι όμως, το χιόνι και στο κομμάτι αυτό δεν μας βοηθούσε καθόλου. Ο Αντώνης, ο προπορευόμενος, με περίσσεια προσπάθεια «άνοιγε πατήματα» στην πλαγιά με μεγάλη κλίση, προκειμένου τα πατήματά του να μας διευκολύνουν στην ανάβαση.

Ο νεότερος ηλικιακά και βιολογικά δυνατότερος αποφάσισε να συνεχίσει το δύσκολο έργο μέχρι την κορυφή. Μπράβο στο κουράγιό του (φωτ. από 30 έως και 34).

Στα 1.900 περίπου μέτρα υψόμετρο, σταματήσαμε για να «φορέσουμε» τα κραμπόν και να χρησιμοποιήσουμε τα πιολέ. Τα «καρφιά» ήταν, πλέον, υποχρεωτικά για την ασφάλειά μας από το σημείο εκείνο και πάνω (φωτ. 35).

Μόλις ετοιμαστήκαμε, ξαναφορτωθήκαμε τα κάπως ελαφρύτερα, αυτή τη φορά, σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Η πορεία μας «ζιγκ-ζαγκ». Οι ανάσες βαθιές και τα βήματά μας αργά. Το κάθε πόδι «φορτωμένο» με 1,5 περίπου κιλά βάρους, μποτάκι χιονιού+κραμπόν, δεν μπορούσε να μετακινηθεί γρήγορα. Συνεχίζαμε. Κοντεύαμε στον αυχένα «Νάνας»-«Κίτρους».

Τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Μια έρχονταν, μια φεύγανε. Κάποια σκουρόχρωμα «πέφτανε», από το βάρος τους πάνω, στις δεκάδες κορυφές του βουνού των θεών και τις κάλυπταν. Φτάσαμε στον αυχένα. Θέλαμε άλλα 15 λεπτά της ώρας για τον τελικό προορισμό μας.

Μπροστά μας η κορυφή «Κίτρος» (υψ. 2.416 μ) και αριστερότερα η κορυφή «Φλάμπουρο» (υψ. 2.473 μ.), που την κρύβανε τα σύννεφα. Στα δεξιά, η πλαγιά που ανηφορίσαμε και στο βάθος της το «Ρέμα Πόρος», που διασχίσαμε. Στα αριστερά μας, οι ψηλότερες χιονισμένες κορφές του ορεινού όγκου, που δεν φαίνονταν από τα σύννεφα και χαμηλά το «Ρέμα Ξερολάκι» με τις δασωμένες πλαγιές του (φωτ. 36, 37, 38).

Μετά από μία 6ωρη απαιτητική ανάβαση και περνώντας από κομμάτια της διαδρομής με πολύ χιόνι, αποφασίσαμε να κάνουμε τη στάση μας στον αυχένα προφυλαγμένοι από τον αέρα, που δεν άργησε να γίνεται αισθητός. Δεν προλάβαμε να καθίσουμε για το κολατσιό μας και άρχισαν τα καιρικά φαινόμενα να μεταβάλλονται από τι μια στιγμή στην άλλη.

Εκεί που, κάποια λεπτά νωρίτερα, αντικρίζαμε την ηλιόλουστη κορυφή, έφτασε η στιγμή που δεν τη βλέπαμε πλέον καθόλου μέσα από το σκουρόχρωμο σύννεφο, που μας είχε έρθει ξαφνικά. Τα πάντα σκοτείνιασαν.

Άρχισαν το παιχνίδι τους και τα… μποφόρ. Η…οργή του Δία στο μεγαλείο της. Ποιός την είδε και δε φοβήθηκε;;!!

Βλέποντας όλα όσα συνέβαιναν γύρω μας, αποφασίσαμε να μην ανεβούμε προς την κορυφή. Με τις συνθήκες που επικρατούσαν δεν θα βλέπαμε απολύτως τίποτα από τα 2.416 μέτρα υψόμετρο.

Σκεφτήκαμε, τελικά, να κατευθυνθούμε προς την κορυφή «Νάνα» και από εκεί να συνεχίσουμε την κάθοδό μας (φωτ. 39, 40).

Ξεκινήσαμε. Τα σύννεφα με τα παιχνίδια τους. Άλλαζαν το σκηνικό από το ένα λεπτό στο άλλο. Χρειαστήκαμε ελάχιστα μόλις λεπτά για να φτάσουμε στην κορυφή «Νάνα» (υψ. 2.284 μ.). Κοιτάζοντας προς τα πίσω, είδαμε έκπληκτοι την κορυφή «Κίτρος» να κάνει και πάλι την στιγμιαία εμφάνισή της (φωτ. 41, 42).

Για να αποφύγουμε τα πολλά χιόνια, που μας δυσκόλεψαν στην ανάβαση από την πλαγιά, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την πορεία μας κορυφογραμμή-κορυφογραμμή μέχρι το καταφύγιο Ανάγκης. Πιστεύαμε ότι στο κομμάτι εκείνο θα συναντούσαμε λιγότερα χιόνια.

Κι όμως, δεν τα γλιτώσαμε. Λες και ήταν το…τυχερό της μέρας μας. Προχωρούσαμε και συνεχίζαμε να βουλιάζουμε μέχρι τα 30 εκατοστά. Ευτυχώς οι εικόνες που αντικρίζαμε κατά τη διαδρομή μας: κορυφή «Νάνα» – «Στενή Σαλατούρα» – θέση «Πυξάρι», μάς αποζημίωναν. Ξεχνούσαμε τη δυσκολία της πορείας και θαυμάζαμε όλα όσα αντικρίζαμε γύρω μας (φωτ. από 43 μέχρι και 47).

Φτάσαμε στο καταφύγιο Ανάγκης, που βρίσκεται στα 1.796 μέτρα υψόμετρο περιτριγυρισμένο από κωνοφόρα.

Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 20 λεπτά πορείας, πάνω στην κορυφογραμμή με την τοπωνυμία «Σαλατούρα», για να φτάσουμε από την κορυφή «Νάνα» στην θέση «Πυξάρι» με το μικρό πέτρινο Καταφύγιο (φωτ. 48, 49, 50).

Φτάνοντας μέχρι εδώ δεν κερδίσαμε τίποτα υψομετρικά, δεν μικρύναμε δηλαδή τη διαφορά ύψους. Ήμουνα όμως κερδισμένος, γιατί γνώρισα, μετά από τόσα χρόνια ορειβασίας, και το κομμάτι αυτό της διαδρομής. Από το καταφύγιο πήραμε το πολύ κατηφορικό μονοπάτι με σήμανση (κόκκινα σημάδια στους κορμούς των δένδρων). Το χιόνι και δώ πολύ (;;;). Περνούσαμε μέσα από ένα πυκνό πευκοδάσος.

Φτάνοντας στο δασικό δρόμο δεν ακολουθήσαμε τα κόκκινα σημάδια του μονοπατιού. Αποφασίσαμε να κατηφορίσουμε την χιονισμένη πλαγιά με τη μεγάλη κλίση, με σκοπό να φτάσουμε όσο μπορούσαμε πιο σύντομα στο αυτοκίνητο (φωτ. 51, 52, 53).

Μέσα από τα πανύψηλα μαυρόπευκα καταφέραμε να απαθανατίσουμε τον δύοντα ήλιο (φωτ. 54, 55).

Φτάσαμε στο αυτοκίνητο. Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 50 λεπτά από την κορυφή «Νάνα» για να φτάσουμε στο σημείο. Άρχιζε να σκοτεινιάζει. «Το κάθε τι συμβαίνει για κάποιο λόγο»: σκεφτήκαμε.

Εάν, δηλαδή, ο καιρός δεν χάλαγε όταν φτάσαμε στον αυχένα, τότε εμείς θα συνεχίζαμε για την κορυφή «Κίτρος». Σε αυτή την περίπτωση η επιστροφή μας θα καθυστερούσε πολύ και το σκοτάδι θα μας «εύρισκε» μέσα στο πυκνό δάσος, δυσκολεύοντάς μας έτσι ακόμη περισσότερο.

Τελικά, ήμασταν πολύ τυχεροί. Γλιτώσαμε από την νυκτερινή περιπέτεια μέσα στο δάσος. Με τη διαπίστωση αυτή και με ανάμεικτα συναισθήματα αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια. Το τελευταίο φως της ημέρας μας αποχαιρετούσε παραχωρώντας τη θέση του στο μαύρο πέπλο, που άρχιζε να καλύπτει σιγά-σιγά ολόκληρο το τοπίο.

Αποχαιρετήσαμε και εμείς το κομμάτι εκείνο του βουνού των θεών και αναχωρήσαμε για την πρωτεύουσα της Ημαθίας με πολλές και όμορφες εικόνες «αποτυπωμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας.

Ήταν η στιγμή που άλλη μία Κυριακάτικη ορειβατική μας εξόρμηση είχε φτάσει στο τέλος της.

Απολογισμός :

Διαδρομή : Υψόμετρο 1.048 μ. – «Βρύση Τσουρέκα» (υψ. 1.100 μ.) – «ρέμα Πόρος» – «δικιά

μας» διαδρομή – πλαγιά «Νάνας» – κορυφή «Νάνα» (υψ. 2.284 μ.) – «Στενή

Σαλατούρα» – καταφύγιο Ανάγκης στη θέση «Πυξάρι» (υψ. 1.796 μ.) – απότομο

κατηφορικό μονοπάτι – «δικιά μας» διαδρομή» – αυτοκίνητο.

Υψομετρική  διαφορά : 1.284 μ. ( στοιχεία GPS, με τα ανεβοκατεβάσματα ).

Διάρκεια : 10 ώρες και 36 λεπτά  ( συνολικός χρόνος στο βουνό )

Απόσταση : 18,560 χιλιόμετρα

banner-article

Ροη ειδήσεων