“Η κοινή γνώμη και εμείς: Αποδοχή ή άρνηση;” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
«Ώστε δια την άγαν των πλεόνων επιθυμίαν, ει τω άρα και μη ήρεσκε, δεδιώς μη αντιχειροτονών κακόνους δόξειεν είναι τη πόλει ησυχίαν ήγεν»
(Γι’αυτό, λοιπόν, εξαιτίας της μεγάλης επιθυμίας των περισσότερων, κι αν τυχόν σε κάποιον δεν άρεσε (αυτό), επειδή φοβόταν μήπως, αν προτείνει τα αντίθετα, φανεί ότι είναι με κακή διάθεση προς την πόλη, δεν εκδήλωνε καμία αντίδραση (ησύχαζε)).
Κοινή γνώμη και πολιτική
Η κοινοβουλευτική – και όχι μόνο – συζήτηση για την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών ανέδειξε τους προβληματισμούς σχετικά με τη στάση των πολιτικών απέναντι στη δύναμη της κοινής γνώμης. Κάποιοι στέκονται επικριτικά προς τον πρωθυπουργό επειδή αγνόησε την κοινή γνώμη που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις είναι αντίθετη προς τη συμφωνία των Πρεσπών (65%). Θεωρούν πως αυτό συνιστά μία αντιδημοκρατική στάση, αφού στις δημοκρατίες η θέληση των πολλών συνιστά το πυρηνικό τους στοιχείο.
Ωστόσο, υπάρχουν κι εκείνοι που διαβλέπουν στη θέση του πρωθυπουργού (κύρωση της συμφωνίας) έναν πολιτικό ρεαλισμό και ίσως – ίσως στοιχεία – γνωρίσματα πολιτικού ηγέτη που τολμά να συγκρούεται με την πλειοψηφία στο όνομα του εθνικού συμφέροντος. Αναπόφευκτα η στάση αυτή παραπέμπει στη γνωστή θέση του Θουκυδίδη «κατείχε το πλήθος ελευθέρως, και ουκ ήγετο μάλλον υπ΄ αυτού ή αυτός ήγεν..» Οι θιασώτες αυτής της θέσης πρεσβεύουν πως ο πρωθυπουργός κωφεύοντας στις δημαγωγικές κραυγές της εκλογικής πελατείας και στα συλλαλητήρια και επιδεικνύοντας πολιτικό θάρρος επέλεξε τη διακονία του μακροχρόνιου εθνικού συμφέροντος, όπως αυτός το ερμηνεύει.
Παράπλευροι, όμως, προβληματισμοί αναπτύχθηκαν και για τη γενικότερη στάση του ατόμου – και όχι μόνο των πολιτικών – απέναντι στη δύναμη της κοινής γνώμης που άτυπα λειτουργεί ως λαϊκό δικαστήριο και επιβάλλει τις δικές της ποινές σε κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά.
Κοινή γνώμη και Δημοκρατία
Πρώτος ο Θουκυδίδης διείδε καθαρά την αδυναμία ή το φόβο κάποιου ή κάποιων να εκφράσουν διαφορετική άποψη προς αυτήν της πλειοψηφίας. Οι περισσότεροι συνειδητά ή ασυνείδητα συμπλέουν με τη δύναμη της πλειοψηφίας προσδοκώντας από αυτή τη σύμπλευση την κοινωνική αποδοχή και προσωπική αυτοεπιβεβαίωση. Είναι τέτοια η δύναμη που ασκεί η εξουσία της κοινής γνώμης που κάθε διαφωνία ή αντίλογος εκλαμβάνεται ως «ιδιοτροπία» ή αντικοινωνική (αντεθνική στάση) ή όχι και σπάνια αδυναμία κατανόησης και προσαρμογής στην εκάστοτε αναγκαιότητα.
Η ανέκφραστη, όμως, διαφωνία προς τη γνώμη της πλειοψηφίας – κοινής γνώμης θεωρείται αδυναμία της δημοκρατίας και συνοδεύεται από αρνητικά φαινόμενα που πλήττουν – τραυματίζουν τόσο το «υποκείμενο» όσο και την κοινωνία – δημοκρατία.
Ο φόβος μήπως κάποιος θεωρηθεί «κακόνους» οδήγησε την Αθήνα στην καταστροφή (Σικελική εκστρατεία 415-413 π.Χ.). Πόσο, όμως, διδαχτήκαμε ως κοινωνία και ως δημοκρατία από αυτήν την εξέλιξη; Πόσο θωρακίσαμε τη δημοκρατία μας από τα αρνητικά της ανέκφραστης γνώμης της μειοψηφίας και των ολίγων; Πως διαπαιδαγωγηθήκαμε ως προς τη στάση μας προς τη εξουσία της κοινής γνώμης που φαίνεται να αποδιοργανώνει τους νοητικούς μας μηχανισμούς και να μας καθιστά ψυχολογικά ανδράποδα από το φόβο της απόρριψης;
Η δύναμη της κοινής γνώμης
«Η πλειοψηφία έχει τη δύναμη – εξουσία, αλλά όχι υποχρεωτικά και το δίκαιο».
Η κοινή γνώμη, ισχυρή και ανώνυμη, συνιστά μια πολιτική δύναμη που δεν προβλέπεται από κανένα σύνταγμα και επηρεάζει καταλυτικά κάθε πτυχή της ατομικής, κοινωνικής και εθνικής ζωής. Όλοι την επικαλούνται όταν συμφωνεί μαζί τους και όλοι την υποτιμούν όταν αντίκειται στα σχέδιά τους. Τότε θεωρούν πως αυτή συνιστά προϊόν εξαπάτησης και παραπληροφόρησης κι ενός επικίνδυνου λαϊκισμού που στοχεύει στη διακονία ιδιοτελών σκοπιμοτήτων.
Μια κοινή γνώμη, λοιπόν, που από τη μια πλευρά διαμορφώνει συνειδήσεις, σκέψεις, συμπεριφορές και πολιτικές πρακτικές κι από την άλλη διαμορφώνεται από ιδεολογίες, κοινωνικά στερεότυπα, ηθικές αξίες, πολιτικές σκοπιμότητες, πολιτιστικά πρότυπα και βέβαια από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (σχολείο, θεσμοί….).
Η κοινή γνώμη αποτελεί μια πραγματικότητα και ως τέτοια πρέπει κάθε φορά να την αντιμετωπίζουμε. Οι ειδικοί δεν αναζητούν μόνο τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν και τη δύναμη που ασκεί σε άτομα και κοινωνία (θετικά και αρνητικά) αλλά καταγράφουν και τη στάση μας προς αυτήν προτείνοντας ταυτόχρονα τη «δέουσα» κατά περίπτωση.
Οι στάσεις
Παραδοσιακά ο «μέσος πολίτης» διαμόρφωσε τρεις διαφορετικές στάσεις που ξεκινούν από την πλήρη αποδοχή και συμμόρφωση προς τις επιταγές της κοινής γνώμης έως την πλήρη άρνηση – απόρριψη. Υπάρχει, βέβαια, και η ενδιάμεση στάση, αυτή της κριτικής αντιμετώπισης που χαρακτηρίζει όλους εκείνους που έχουν συνείδηση της θέσης τους μέσα στο κοινωνικό σώμα και κυρίως των ορίων της συμπεριφοράς τους.
Μια καταγραφή των επί μέρους στοιχείων τω τριών αυτών στάσεων θα διευκόλυνε και τη δική μας στάση. Στόχος μας η αναζήτηση της αλήθειας με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
«Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, παρά μόνον η αλήθεια» (Αισχύλος)
α. Η πρώτη στάση: Η απόλυτη αποδοχή και συμμόρφωση στις εντολές της κοινής γνώμης. Όσοι ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία παραιτούνται από κάθε δικαίωμα αυτοκαθορισμού και αυτοβουλίας. Αυτό σημαίνει αλλοίωση των ιδιαίτερων στοιχείων της προσωπικής ταυτότητας και τελικά άρνηση της ίδιας της αυτονομίας τους.
Η στάση αυτή χαρακτηρίζει άτομα που έχουν μειωμένο αίσθημα αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Εξάλλου η απόλυτη συμμόρφωση στις εντολές της κοινής γνώμης – πλειοψηφούσας άποψης είναι συνάρτηση της ψυχολογικής ευπάθειας ενός ατόμου και χαρακτηρίζει όσους φοβούνται την κοινωνική απόρριψη και πάσχουν από διανοητική οκνηρία.
Το άτομο αυτής της κατηγορίας χάνει την ατομικότητά του, την ελευθερία του και γίνεται υποχείριο της πλειοψηφίας. Αδυνατεί να πάρει πρωτοβουλίες και καθίσταται έρμαιο της επιρροής του πλήθους και «ησυχίαν άγει». Αυτή η ψυχολογική εξάρτηση από τη γνώμη των πολλών τρέφει την ανασφάλεια που βρίσκει το αντίδοτό της στην οπαδοποίηση και το φανατισμό. «Ο φανατισμός είναι η μορφή θέλησης που μπορεί να διαπνέει τους αδύναμους και τους ντροπαλούς» (Κλιντ Ίστγουντ)
β. Η δεύτερη στάση: Η απόρριψη και η άρνηση συμμόρφωσης στα κελεύσματα της κοινής γνώμης. Σύμφωνα με τους ειδικούς η κατηγορία αυτή των ανθρώπων χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αυτοεκτίμησης – αυτοπεποίθησης και εσωτερική επάρκεια – αυτάρκεια. Η διαφοροποίηση από τις θέσεις της πλειοψηφίας – κοινής γνώμης προϋποθέτει μεγάλη αντοχή στα εμπόδια που θα συναντήσει από τη δυσπιστία των άλλων, των πολλών.
Κι αυτό γιατί υπάρχει ο κίνδυνος μήπως χαρακτηριστεί ως εχθρός ή «κακόνους», όταν εκφράσει τη διαφωνία του προς την επικρατούσα θέση «αντιχειροτονών». Ενδεχομένως να γίνει αντικείμενο χλευασμού και περιφρόνησης του πλήθους και τεθεί στο περιθώριο ως «απροσάρμοστος».
Όσοι επιλέγουν το δρόμο της μη – συμμόρφωσης προς τις ιδέες της πλειοψηφίας – κοινής γνώμης μπορεί ως ένα βαθμό να στιγματίζονται και να λιθοβολούνται από την άλλη, όμως, διασώζουν την αυτονομία τους και την ατομικότητά τους. Σύμφωνα με τους ψυχολόγους από αυτήν την ομάδα ανθρώπων αναδεικνύονται οι ηγέτες που ανοίγουν δρόμους και εμπνέουν. Εξάλλου «ελευθερία είναι το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν» (Όργουελ)
γ. Η τρίτη στάση: Η κριτική στάση και η λογική αντιμετώπιση των επιταγών της κοινής γνώμης. Η ιστορική εμπειρία κατέδειξε πως οι ακρότητες στη ζωή συνιστούν μια υπερβολή. Η μεσότητα με την Αριστοτελική της σημασία συνιστά ατομική και κοινωνική αρετή. Το κάθε άτομο χωριστά επιβάλλεται να επιλέξει τα όρια επέμβασης της κοινής γνώμης σε θέματα που αφορούν προσωπικές πτυχές της ύπαρξής του.
Η καλλιέργεια των μηχανισμών αξιολόγησης των κανόνων και θέσεων της κοινής γνώμης συνιστά τον αναγκαίο όρο για να πετύχουμε την ατομική μας επιβίωση (διανοητική, ηθική….) αλλά και να συμβάλλουμε στην κοινωνική πρόοδο. Η αξία του μέτρου σε όλες τις μορφές της κοινωνικής συμπεριφοράς συνιστά διαχρονική αρετή.
Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από τη φρόνιμη άρνηση και όχι από τις απολυτότητες του μηδενισμού και της τυφλής συμμόρφωσης στα θέσφατα της απρόσωπης εξουσίας της κοινής γνώμης.
Γιατί πρέπει να γνωρίζουμε πως «κάθε υπερβολή, κάθε υπέρβαση των ορίων μας πρέπει να πληρωθεί. Κανείς δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά είτε ως προς την ανεξαρτησία, είτε ως προς τον συμβιβασμό, ατιμωρητί».