Πολιτισμός

Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Το παιδί-θαύμα της μουσικής

Ξεκινώντας τις δημόσιες εμφανίσεις του από την τρυφερή ηλικία των 6 ετών, η πρωτόγνωρη αυτή ιδιοφυΐα της μουσικής μπορούσε να παίξει πάμπολλα όργανα και να συνθέσει ακόμα περισσότερα: από σονάτες και συμφωνίες μέχρι κονσέρτα και όπερες.

Ως ένας από τους παραγωγικότερους και εμβληματικότερους μουσουργούς όλων των εποχών, ο Αυστριακός απογείωσε τον βιεννέζικο κλασικισμό σφραγίζοντας με τις ουράνιες μελωδίες του τη μουσική δωματίου, τη συμφωνική και την εκκλησιαστική μουσική, αφήνοντας παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα περισσότερα από 600 αριστουργηματικά έργα.

Ο Μότσαρτ έβλεπε πάντα τον κόσμο μέσα από το πρίσμα των συναισθημάτων του και αυτά ακριβώς επιστράτευσε ως κύρια πηγή της δημιουργίας του. Λέγεται συχνά πως κανείς άλλος δεν κατάφερε να αγκαλιάσει τη μουσική τόσο ολόπλευρα όπως ο Μότσαρτ, κανένας δεν μπόρεσε να την απογειώσει στην τελειότητα αλλά και την έκταση της αυστριακής μεγαλοφυΐας.

Η χάρη και η κομψότητα της μουσικής του, αλλά και οι καινοτομίες που εισήγαγε στη σύνθεση, έκαναν τους συγχρόνους του να διαμαρτύρονται για το πολύπλοκο και εξαιρετικά εξεζητημένο ύφος των δημιουργιών του, κάτι που αποδεικνύει το νεωτεριστικό και κομμάτι ασυνήθιστο στη μουσική του.

Ως άνθρωπος της εποχής του και άνθρωπος παθιασμένος καθώς ήταν, ακολούθησε με τις συνθέσεις του την επανάσταση των κοινωνικών φρονημάτων και των αντιλήψεων που σημάδεψαν τον καιρό του, διαφυλάσσοντας σταθερά την προσωπική του ελευθερία. Κι αν σε όλους τους καλλιτέχνες αντανακλάται λίγο-πολύ η προσωπική ζωή στο έργο τους, ο Μότσαρτ μετέτρεψε την τέχνη του σε διαυγές απεικόνισμα της προσωπικότητας και των ιδανικών του.

Μεγαλύτερος από την εποχή του και ενδεχομένως από κάθε εποχή, ο θρύλος του γιγαντώθηκε με τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 35 ετών και τα σενάρια για τον χαμό του. Μέχρι σήμερα, γιατροί, ιστορικοί, μουσικολόγοι, ερευνητές, δημοσιογράφοι και μελετητές έχουν εικάσει 118 αιτίες θανάτου, συντελώντας στη διαχρονική παραφροσύνη για το πώς πέθανε ο Μότσαρτ.

Δηλητηριάστηκε τελικά από τον σφοδρό αντίπαλό του, τον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι; Πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια, ρευματικό πυρετό ή παρασιτική μόλυνση; Οι 136 ιστορικές αναφορές που σχετίζονται με τον θάνατο του κορυφαίου συνθέτη αντί να ξεδιαλύνουν το μυστήριο, το γιγαντώνουν…

Πρώτα χρόνια

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ γεννιέται στις 27 Ιανουαρίου 1756 στο Σάλτσμπουργκ, σε μια εποχή ραγδαίων κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών για την Ευρώπη, καθώς τα απομεινάρια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε ημι-αυτόνομα κρατίδια και πόλεις-κράτη, όπως η Βιέννη, το Σάλτσμπουργκ και η Πράγα, με την αριστοκρατική ελίτ που τα κυβερνούσε να καλλιεργεί τις τέχνες και τα γράμματα για την προσωπική της ψυχαγωγία.

Ήταν το ένα από τα δύο παιδιά που επιβίωσαν του Λεοπόλδου και της Άννας-Μαρίας. Ο πατέρας του ήταν γνωστός συνθέτης και βιολιστής, αλλά και αναπληρωτής διευθυντής στην αυλή του Σάλτσμπουργκ, και η μητέρα του καταγόταν από μεσοαστική οικογένεια τοπικών μικρο-ηγεμόνων. Κάτω από την καθοδήγηση και την ενθάρρυνση του πατέρα, τόσο ο Βόλφγκανγκ όσο και η μεγαλύτερη αδερφή του έρχονται από πολύ νωρίς σε επαφή με τη μουσική: όταν εξασκούνταν στο πιάνο η εφτάχρονη, ο τρίχρονος Βόλφγκανγκ μιμούνταν τις κινήσεις της, αν και σύντομα έγινε σαφές ότι ο μικρός καταλάβαινε από συγχορδίες, τονικότητα και τέμπο αναγκάζοντας τον Λεοπόλδο να τον αναλάβει προσωπικά!

Διαβλέποντας το ταλέντο του γιου του, ο πατέρας αφιερώθηκε στη διδασκαλία του παιδιού, αν και μέχρι τα πέντε το παιδί-θαύμα είχε ήδη ξεπεράσει τις γνώσεις του Λεοπόλδου! Τότε ήταν που έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις και επέδειξε την εξαιρετική δεξιοτεχνία του στο κλαρινέτο και το βιολί.

Το 1762 ο Λεοπόλδος πήρε την 11χρονη Νανέρλ και τον 6χρονο Βόλφγκανγκ στη βασιλική αυλή του Μονάχου της Βαυαρίας, στην πρώτη από τις αρκετές ευρωπαϊκές περιοδείες της οικογένειας. Μετά ακολούθησαν οι αυλές του Παρισιού, του Λονδίνου, της Χάγης και της Ζυρίχης, όπου η ευρωπαϊκή αριστοκρατία ήρθε για παρθενική φορά σε επαφή με τα αδέλφια-θαύματα της μουσικής! Ο μικρός γνώρισε μια σειρά από προβεβλημένους μουσικούς της Ευρώπης και εξοικειώθηκε αμέσως με το έργο τους, όπως με τον γιο του Μπαχ, Γιόχαν Κρίστιαν, στο Λονδίνο. Την ίδια εποχή, γράφει και τα πρώτα του έργα, όπως την όπερα «Απόλλων και Υάκινθος», η οποία ανέβηκε αμέσως στο Σάλτσμπουργκ…

Φέρελπις νεαρός συνθέτης

Τον Δεκέμβριο του 1769, ο 13χρονος Βόλφγκανγκ και ο Λεοπόλδος αναχώρησαν για την Ιταλία, καθώς η κόρη ήταν πια σε ηλικία παντρειάς, οπότε η δική της μουσική καριέρα έληξε άδοξα. Στην Ιταλία ο μικρός θα παραμείνει περισσότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές περιοδείες του (1769-1771), καθώς ο πατέρας είχε οργανώσει εκτεταμένη τουρνέ στα ιταλικά βασίλεια.

Τώρα ο Βόλφγκανγκ με το που άκουγε μια συμφωνία μπορούσε να τη γράψει από μνήμης στην παρτιτούρα, την ίδια στιγμή που η νέα του όπερα «Μιθριδάτης» γράφτηκε ειδικά για τη λυρική του Μιλάνου. Το παιδί-θαύμα μάγευε τις βασιλικές αυλές της Ευρώπης και γινόταν δεκτό με ενθουσιασμό, με τις τοπικές Αρχές να το βραβεύουν εκτεταμένα για τη δεξιοτεχνία αλλά και τις συνθέσεις του.

Επιστρέφοντας στο Σάλτσμπουργκ τον Μάρτιο του 1773, ο νέος αρχιεπίσκοπος της πόλης τον τοποθετεί στη βασιλική ορχήστρα, εξασφαλίζοντας στο παιδί έναν καλό μισθό. Ο Μότσαρτ εργάζεται πυρετωδώς και δοκιμάζεται σε διαφορετικά μουσικά είδη, από συμφωνίες και κουαρτέτα μέχρι σονάτες και σερενάτες. Γράφει μερικές όπερες ακόμα και αυξάνει τη δεξιοτεχνία του στο βιολί, αν και από το 1776 θα στραφεί στο πιάνο. Το 1777, σε ηλικία 21 ετών, γράφει το πρώιμο αριστούργημα Κονσέρτο Νο 9…

Παρά την επιτυχία του και την αναγνώριση, ο ίδιος ένιωθε ασφυκτικά στο τυπολατρικό και καταπιεστικό πρωτόκολλο του Σάλτσμπουργκ, καθώς ήταν φιλόδοξος και πίστευε ότι χαραμίζεται στην αυλή του μικρού βασιλείου. Κι έτσι τον Αύγουστο του 1777, με τη μητέρα του στο πλευρό του, ταξιδεύει σε Μανχάιμ, Παρίσι και Μόναχο, καθώς οι θέσεις που του προτάθηκαν αποδείχτηκαν λίγες για τον ολοένα και ανερχόμενο μουσικό.

Τα έσοδα ήταν πενιχρά και πλέον ήταν αναγκασμένος να ξεφορτώνεται τα πλούσια δώρα του ώστε να χρηματοδοτεί τα ταξίδια του στην Ευρώπη. Στις 3 Ιουλίου 1778 ο Μότσαρτ άγγιξε πάτο όταν έχασε τη μητέρα του από ασθένεια. Ο πατέρας του κανόνισε μια καλύτερη θέση για τον γιο του στην τοπική ορχήστρα πείθοντάς τον τελικά να επιστρέψει στο Σάλτσμπουργκ…

Η εποχή της Βιέννης

Στο Σάλτσμπουργκ το 1779, ο Μότσαρτ αρχίζει να ασχολείται με την εκκλησιαστική μουσική, ολοκληρώνει άλλη μια όπερα, τον «Ιδομενέα» (1781), αν και η σύγκρουσή του με το κατεστημένο της πόλης και τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο σύντομα θα κατέληγε σε αμοιβαίο διαζύγιο με τη συμφωνική.

Κι έτσι τον Μάρτιο του 1781 καλείται στη Βιέννη για τη στέψη του Ιωσήφ Β’ στον αυστριακό θρόνο, όταν και αποφασίζει να παραμείνει εκεί. Τώρα ιδιώτευε ως μουσικός και συνθέτης, παραδίδοντας ταυτόχρονα μαθήματα σε παιδιά. Καρδιοκατακτητής καθώς ήταν, το καλοκαίρι του 1781 άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη ότι ήταν έτοιμος να ζητήσει το χέρι της μικρότερης κόρης φιλικής οικογένειας από το Μανχάιμ, της 19χρονης Κονστάντζα. Ο μπερμπάντης Βόλφγκανγκ συνδεόταν ερωτικά με τη μεγαλύτερη αδερφή και σοπράνο Αλοΐσια εδώ και χρόνια, αν και η άρνηση του πατέρα του να τους δώσει την ευχή του είχε καταλήξει στο άδοξο τέλος του ειδυλλίου και την παντρειά της Αλοΐσια με κάποιον άλλον. Τον Αύγουστο του 1782, ο Μότσαρτ παντρεύτηκε τη μικρότερη αδερφή και απέκτησαν έξι παιδιά, αν και μόλις δύο θα έφταναν στην ενηλικίωση.

Αυτή την εποχή έρχεται σε επαφή με το έργο του Μπαχ και του Χέντελ και επηρεασμένος σφόδρα από τους μεγάλους συνθέτες, παράγει μια σειρά από μπαρόκ συνθέσεις. Το 1783 γνώρισε τον Φραντς Γιόζεφ Χάιντν και οι δυο συνθέτες συνδέθηκαν με βαθιά φιλία. Ο Μότσαρτ έγραψε έξι κουαρτέτα αφιερωμένα στον μεγάλο μουσουργό…

Πανευρωπαϊκή φήμη

Η όπερα του 1782 «Η Απαγωγή από το Σεράι» γνώρισε άμεση επιτυχία και έκανε το ήδη γνωστό όνομα του Μότσαρτ δημοφιλέστατο στα πέρατα της αριστοκρατικής Ευρώπης. Με τα έσοδα από το ανέβασμα των έργων του σε λυρικές και συμφωνικές, αυτός και η οικογένειά του ζούσαν τώρα με ανέσεις: διέμεναν σε αριστοκρατική συνοικία της Βιέννης, οι γιοι τους πήγαιναν σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία, είχαν υπηρέτες, αλλά και έντονη κοινωνική ζωή στα σαλόνια της ανώτερης τάξης.

Οι σχέσεις με τον πατέρα του ήταν πια παγερές, καθώς ποτέ δεν συγχώρεσε στον γιο του τόσο τον τσακωμό με τον αρχιεπίσκοπο του Σάλτσμπουργκ όσο και τον γάμο χωρίς τη συγκατάθεσή του. Το 1784 ο Μότσαρτ έγινε Ελευθεροτέκτονας, σε μια εποχή βέβαια που η Στοά ήταν ένα προοδευτικό τάγμα με σοβαρή κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Ο τεκτονισμός άφησε τη σφραγίδα στη μουσική του, καθώς ο Μότσαρτ έγινε προβεβλημένο και ταγμένο μέλος της ομάδας. Τώρα ήταν γνωστός σολίστας και ερμήνευε συχνά με τη συμφωνική της Βιέννης, παράγοντας τρία-τέσσερα νέα κονσέρτα για πιάνο κάθε σεζόν. Στον ίδιο οφείλουμε μάλιστα και τις συναυλίες σε ανατρεπτικούς χώρους. Καθώς η ζήτηση για τα θέατρα και τις λυρικές της Βιέννης ήταν αυξημένη, ο Μότσαρτ αναγκαζόταν να δίνει τις συχνότατες παραστάσεις του σε αντισυμβατικούς χώρους, όπως αίθουσες χορού, μεγάλα εστιατόρια, ακόμα και προθαλάμους κτιρίων!

Το 1784 ήταν η πιο παραγωγική χρονιά του, καθώς ερμήνευσε ως σολίστας 22 κονσέρτα σε μια περίοδο πέντε εβδομάδων. Πολλές από τις παραγωγές τις χρηματοδοτούσε μόνος του, καθώς ιδιώτευε όπως είπαμε και δεν ήταν προσδεμένος στο άρμα καμιάς αυλής. Την ίδια χρονιά, ο Μότσαρτ άρχισε να καταλογογραφεί το εκτεταμένο έργο του, έχοντας ενδεχομένως συνείδηση της θέσης που θα του επιφύλασσε η Ιστορία.

Ο πολυδάπανος τρόπος της ζωής του τον πρόλαβε όμως, καθώς παρά την ανεπανάληπτη επιτυχία του ως συνθέτης και πιανίστας, τα χρέη άρχισαν να συσσωρεύονται. Ζούσε εξάλλου ως αριστοκράτης, παρά το γεγονός ότι η οικονομική του κατάσταση δεν επέτρεπε τέτοιες υπερβολές. Ως λύση στο πιεστικό οικονομικό πρόβλημα σκέφτηκε τον διορισμό του σε κάποια βασιλική αυλή, παρά το γεγονός ότι θα έχανε την αυτονομία του. Κι όμως, ακόμα και για το μέγεθος του Μότσαρτ, όλες οι πόρτες ήταν κλειστές! Οι αυλές προτιμούσαν τους ιταλούς συνθέτες, κάτω από την επίδραση του Αντόνιο Σαλιέρι και τον αντίκτυπού του στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία. Από τις επιστολές μεταξύ Βόλφγκανγκ και Λεοπόλδου Μότσαρτ πληροφορούμαστε για την κόντρα και την αντιπαλότητα των δύο συνθετών, καθώς πατέρας και γιος απεχθάνονταν τόσο την ιταλική σύνθεση όσο και τον Σαλιέρι ιδιαιτέρως.

Οι φήμες μάλιστα για τη δολοφονική δηλητηρίαση του Μότσαρτ από τον Σαλιέρι δεν θα κυκλοφορούσαν παρά χρόνια μετά τον θάνατο του μουσουργού, όταν και δημοσιεύτηκε η εν λόγω επιστολογραφία της οικογένειας Μότσαρτ. Λάδι στη φωτιά έριξε και το θεατρικό του 20ού αιώνα του Πίτερ Σάφερ «Αμαντέους», αλλά και η σχετικά πρόσφατη και ομώνυμη ταινία του Μίλος Φόρμαν (1984). Ιστορική βάση πάντως για μια τέτοια υπόθεση δεν υπάρχει. Παρά το γεγονός ότι στον καιρό τους Μότσαρτ και Σαλιέρι ανταγωνίστηκαν συχνά για την ίδια θέση και ο ένας απεχθανόταν πράγματι τον άλλο, δεν υπάρχουν μαρτυρίες και πηγές που να υποδηλώνουν ότι η σχέση τους ήταν οτιδήποτε άλλο από μια τυπική επαγγελματική κόντρα. Ο ένας εκτιμούσε εξάλλου τη μουσική του άλλου και σε μια περίσταση συνεργάστηκαν κιόλας σε μια καντάτα για πιάνο και φωνή.

Επιστρέφοντας στον Μότσαρτ, στα τέλη του 1785 γνώρισε έναν βενετσιάνο λιμπρετίστα και ποιητή, με τον οποίο συνεργάστηκαν στην όπερα που θα έπαιρνε τελικά τον τίτλο «Οι Γάμοι του Φιγκαρό»! Το έργο ανέβηκε στη Βιέννη το 1786 και έγινε πανευρωπαϊκός θρίαμβος, αναγκάζοντας το δίδυμο σε νέα συνεργασία την επόμενη χρονιά, που θα κατέληγε στον «Ντον Τζιοβάνι»! Η νέα όπερα έκανε πρεμιέρα στην Πράγα και στέφθηκε ξανά με διθυραμβικές κριτικές. Η μουσική πολυπλοκότητα του Μότσαρτ αποκαλύφθηκε σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια στα δύο αυτά έργα που λογίζονται μεταξύ των κορυφαίων αριστουργημάτων του αυστριακού μουσουργού…

Κατοπινά χρόνια

Τον Δεκέμβριο του 1787, ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β’ τοποθέτησε τον Μότσαρτ στη θέση του αυλικού συνθέτη, έναν ρόλο που ήταν περισσότερο τιμητικός παρά ουσιαστικός. Όπως κι αν έχει, ο Ιωσήφ δεν ήθελε να αφήσει τον μεγαλύτερο συνθέτη της εποχής να φύγει από τη Βιέννη, καθώς ο Μότσαρτ έψαχνε πια απεγνωσμένα βασιλική αυλή. Ο μισθός ήταν μικρός, εξίσου μικρές ήταν όμως και οι βασιλικές υποχρεώσεις του μουσουργού, κι έτσι ο επαγγελματικός γάμος ευοδώθηκε.

Πλέον ο Μότσαρτ μπορούσε να διαχειριστεί τα χρέη του κι έτσι επικεντρώθηκε απερίσπαστος στην εξερεύνηση της μουσικής και στη δημιουργία πιο προσωπικών συνθέσεων. Στα τέλη της δεκαετίας όμως, η περιουσία του γνώρισε νέο ιστορικό χαμηλό, καθώς εμφανιζόταν σπάνια πια ως σολίστας, αφού η Αυστρία ήταν σε εμπόλεμη τώρα κατάσταση και κανείς αριστοκράτης δεν δαπανούσε τα γνωστά παχυλά ποσά για τις τέχνες. Ο Μότσαρτ αναγκάστηκε να μετακομίσει στα προάστια της Βιέννης, διατήρησε ωστόσο τον πολυέξοδο τρόπο ζωής του, δανειζόμενος πια ποσά από φίλους και θαυμαστές, τα οποία μπορούσε ωστόσο να ξεπληρώνει από τις παραγγελίες για έργα και την εκτέλεση των κονσέρτων του.

Την εποχή αυτή γράφει τις τρεις τελευταίες συμφωνίες του και ολοκληρώνει τη συνεργασία του με τον λιμπρετίστα των κορυφαίων οπερετικών έργων του Ντα Πόντε, με την τρίτη και τελευταία «Έτσι Κάνουν Όλες» (Cosi Fan Tutte), που έκανε πρεμιέρα το 1790.

Τώρα ο Μότσαρτ ταξίδευε σε Λειψία, Βερολίνο, Φρανκφούρτη και άλλες γερμανικές πόλεις ελπίζοντας να αναβιώσει τα παλιά μεγαλεία και να αλλάξει την κακή οικονομική του κατάσταση. Δεν κατάφερε τίποτα από τα δύο. Όπως το έλεγε και ο ίδιος, βίωνε πια «μαύρες σκέψεις και βαθιά κατάθλιψη». Οι ιστορικοί πιθανολογούν ότι ενδέχεται να έπασχε από διπολική διαταραχή, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τη συχνή εναλλαγή των περιόδων απραξίας και πυρετώδους δημιουργικότητας.

Μεταξύ 1790-1791, ο Μότσαρτ πέρασε μια ακραία παραγωγική περίοδο αποδίδοντας μια σειρά από τα σπουδαιότερα έργα του, όπως η όπερα «Μαγικός Αυλός» αλλά και τα τελευταία κονσέρτα του για πιάνο και κλαρινέτο.

Την ίδια εποχή αρχίζει να γράφει και το περιβόητο «Ρέκβιεμ», το οποίο έμεινε ημιτελές. Κατάφερε να ξανακερδίσει τμήμα της φήμης του επαναλαμβάνοντας την εκτέλεση παλιότερων επιτυχιών του και ανάσανε οικονομικά, καθώς πλούσιοι μαικήνες από Ουγγαρία και Ολλανδία τον πλήρωναν πια αδρά για ένα νέο του έργο. Ένα κάλο μέρος των χρεών του ξεπληρώθηκε αυτή τη διετία.

Τώρα όμως η σωματική και η ψυχική του υγεία είχαν αρχίσει να φθίνουν. Παρά ταύτα, τον Σεπτέμβριο του 1791 βρέθηκε στην Πράγα για την πρεμιέρα της νέας του όπερας, που παρουσιάστηκε κατά τη στέψη του Λεοπόλδου Β’ ως βασιλιά της Βοημίας, και λίγο αργότερα ήταν ο μαέστρος στο ανέβασμα του «Μαγικού Αυλού» στην Πράγα. Μέχρι τον Νοέμβριο όμως είχε χτυπηθεί από βαριά αρρώστια και τώρα ήταν κατάκοιτος.

Η Κονστάντζα και η αδερφή της Σοφία έσπευσαν στο πλευρό του παρέχοντάς του κάθε βοήθεια, αν και οι προσπάθειές τους έπεσαν στο κενό καθώς το μόνο που ταλάνιζε το μυαλό του μουσουργού ήταν η ολοκλήρωση του «Ρέκβιεμ».

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 1791, σε ηλικία 35 ετών. Η αιτία του θανάτου του παραμένει αντικείμενο διαμάχης, καθώς η μεταθανάτια διάγνωση ήταν στην εποχή του στα σπάργανα. Στο πιστοποιητικό του θανάτου του αναγράφεται σοβαρός πυρετός και εξανθήματα στο δέρμα, κάτι που πυροδότησε πλήθος σεναρίων για την αιτία του χαμού του. Αναφέρεται επίσης ότι στην κηδεία του πήγε λίγος κόσμος και ενταφιάστηκε τελικά σε κοινό τάφο χωρίς επιγραφή, κατά τις συνήθειες της αριστοκρατικής Βιέννης για τους μη ευγενείς.

Μετά τον θάνατό του, η σύζυγος πούλησε πολλές ημιτελείς παρτιτούρες του για να ξεπληρώσει τα χρέη και αργότερα έλαβε μια μικρή σύνταξη από τον αυτοκράτορα για να μπορεί να διοργανώνει κονσέρτα με τα έργα του κορυφαίου συνθέτη της εποχής…

Newbeast

banner-article

Ροη ειδήσεων