“Διορισμοί, προσλήψεις και μεταπτυχιακά: το μεγάλο σορτάρισμα” γράφει η Σοφία Χατζοπούλου
“Έξι χρόνια στο δημοτικό, κι έξι χρόνια στο γυμνάσιο δώδεκα, και έξι χρόνια στο Πολυτεχνείο δεκαοχτώ, και έξι χρόνια μεταπτυχιακά στο εξωτερικό εικοσιτέσσερα, και έξι χρόνια μέχρι να πάω στο σχολείο τριάντα…” μονολογούσε ο άνεργος, μολονότι εξειδικευμένος στο εξωτερικό, Δημοσθένης στο Μάθε παιδί μου γράμματα.
Που πήγαν αλήθεια αυτά τα χρόνια για τους εκ περιτροπής ανέργους της εκπαίδευσης αναπληρωτές; Σε πόσα χωριά, σε πόσα νησιά, σε πόσα καράβια και ΚΤΕΛ; Μα φυσικά, θα πει κανείς, τα χρόνια αυτά είναι καταγεγραμμένα σε πίνακες αναλυτικά και με ακρίβεια. Αλλά πόσο τελικά τα υπολογίζει πραγματικά αυτά τα χρόνια κόπου και εμπειρίας η κυβέρνηση με το τελευταίο σχέδιο νόμου για τον διορισμό που περιμένουν τόσα χρόνια όλοι οι συνάδελφοί μας;
Με το νέο σχέδιο νόμου εντάσσεται επισήμως στα κριτήρια διορισμού το προσοντολόγιο με μοριοδότηση κάθε πτυχίου, διπλώματος και πιστοποίησης εις βάρος της προϋπηρεσίας των εκπαιδευτικών. Με την προσμέτρηση αυτών των μορίων και το ταβάνι των 120 μηνών προϋπηρεσίας πολλοί αναπληρωτές θα δουν να κατεβαίνουν στους πίνακες προσλήψεων. Η κατάσταση αυτή είναι ήδη γνωστή στους εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής εδώ και χρόνια, οι οποίοι έχουν οδηγηθεί σε ένα ξέφρενο κυνήγι μεταπτυχιακών τίτλων που οργανώνουν αφειδώς πλέον πανεπιστήμια της ημεδαπής και της αλλοδαπής (κυρίως της Κύπρου) ορεγόμενοι την όλο και μεγαλύτερη αγορά που ανοίγεται μπροστά τους. Το οικονομικό βάρος, αβάσταχτο για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς με όλες τις περικοπές που έχουν υποστεί στον μισθό τους και με όλο το επιπλέον κόστος ζωής που προκύπτει όταν ζεις και εργάζεσαι εκτός έδρας, μοιράζεται σε όλα τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, αφού ως γνωστόν ακόμα και οι πετσοκομμένες συντάξεις των παππούδων επιστρατεύονται για την απλή εξασφάλιση εργασίας για την επόμενη χρονιά!
Η ένταξη του προσοντολογίου στο σύστημα διορισμού δεν είναι μια μεμονωμένη κίνηση στα πλαίσια του προγράμματος του Γαβρόγλου για την “αναβάθμιση” του εκπαιδευτικού συστήματος. Πρέπει να το δούμε συγχρονικά με όλες τις άλλες πολιτικές αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου που ήδη έχουν διαμορφωθεί με τον νόμο για τις “Νέες Δομές”, καθώς επίσης και διαχρονικά μέσα σε μια πορεία ετών και κυβερνήσεων με στόχο την απορρύθμιση της εκπαίδευσης και την ιδιωτικοποίησή της. Επίσης το θέμα του προσοντολογίου ξαναφέρνει στο προσκήνιο ένα θέμα που θίγει όλους τους φοιτητές και εργαζόμενους, τα δίδακτρα στις μεταπτυχιακές σπουδές και την ουσιαστική καταπάτηση του αμφισβητήσιμου από πολλούς άρθρου 16 του Συντάγματος.
Ξεκινώντας είναι σημαντικό να κάνουμε μια επισκόπηση του πως οδηγηθήκαμε στην τελευταία ρύθμιση περί προσοντολογίου, πράγμα που θα αποκαλύψει καλύτερα τις λογικές και πολιτικές που κρύβονται πίσω από αυτό. Το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών βρισκόταν μόνιμα στις ατζέντες των κυβερνώντων για δεκαετίες, αλλά κυρίως μέσα από την εγρήγορση και την κινητοποίηση του εκπαιδευτικού κινήματος είχε παραμείνει ανενεργό.
Η πρώτη ουσιαστικά οργανωμένη θέσπιση της αξιολόγησης έγινε με τον νόμο 3848/2010 της Διαμαντοπούλου, με τον οποίο έχουμε την ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής για τη Διασφάλιση της Ποιότητας της Εκπαίδευσης, και τη συστηματοποίηση κριτηρίων και δεικτών για τη μέτρηση της απόδοσης του εκπαιδευτικού. Βασικό κριτήριο για τη βαθμολόγησή του και κατάταξή του στην αξιολογική κλίμακα ήταν τα τυπικά προσόντα, οι τίτλοι σπουδών, τα μεταπτυχιακά, τα σεμινάρια κτλ. Όλα αυτά συνέβαιναν το 2010 με στόχο, όπως ευαγγελίζονταν οι κρατούντες, την “αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης”.
Κρατώντας αυτό κατά νου, προκαλεί ίσως εντύπωση ότι η κυβέρνηση επέλεξε το 2011 να αναστείλει τη λειτουργία των Διδασκαλείων ως δημόσιο, δωρεάν φορέα μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, αναστολή η οποία ισχύει μέχρι και τις μέρες μας. Η μία πόρτα δωρεάν εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών είχε κλείσει… Το 2013 κλείνει οριστικά και η δεύτερη πόρτα με την κατάργηση και αναστολή όλων των εκπαιδευτικών αδειών στο δημόσιο.
Η μόνη διέξοδος για όσους θέλουν να επιμορφωθούν – και επιμένω στο θέλουν γιατί οι εκπαιδευτικοί είναι από τους κλάδους που πάντα επιζητούσαν τη γνώση άσχετα με τα σχέδια των εκάστοτε κυβερνήσεων για αξιολογήση – είναι η εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση που εκείνη την εποχή προσφέρεται στην Ελλάδα από το σχετικά νέο Ανοικτό Πανεπιστήμιο με ευέλικτα προγράμματα παρακολούθησης, αλλά και με την πληρωμή καθόλου ευκαταφρόνητων διδάκτρων.
Από τότε μέχρι σήμερα οι νόμοι Διαμαντοπούλου και Αρβανιτόπουλου έχουν μείνει στα χαρτιά μετά τον οργανωμένο και επίμονο αγώνα των εκπαιδευτικών, ενώ το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέσω του Υπουργού Μπαλτά ανακοινώνει ότι βάζει τέλος στις διαδικασίες της αξιολόγησης και θα προχωρήσει την ίδια χρονιά σε διορισμό αναπληρωτών μέσα από τον προϋπολογισμό.
Το 2015 όμως παρήλθε κι αυτό άκαρπα για τους συμβασιούχους της εκπαίδευσης και η κυβέρνηση επανέρχεται το 2018 με την “θριαμβευτική κατάργηση “της τιμωρητικής αξιολόγησης” των Π.Δ. 152 και του Νόμου 3848/2010 της Διαμαντοπούλου βάζοντας μπροστά το νόμο για τις Νέες Δομές, δημιουργώντας έτσι ένα ιεραρχικό, σφιχτό οργανόγραμμα εποπτείας και αξιολόγησης νεκρανασταίνοντας και καλλωπίζοντας πολλά από τα σημεία του νόμου Διαμαντοπούλου περί αυτοαξιολόγησης/αξιολόγησης, διασφάλιση ποιότητας, ανεξάρτητης αρχής κτλ.
Εν τω μεταξύ μετά και την κατάργηση και των εκπαιδευτικών αδειών, η ζήτηση των εκπαιδευτικών για μεταπτυχιακά και επιμόρφωση οδηγεί στην αύξηση μεταπτυχιακών προγραμμάτων από απόσταση, ιδιαιτέρως από τα πανεπιστήμια της Κύπρου. Μια νέα αγορά έχει διαμορφωθεί και τα δίδακτρα εκσφενδονίζονται στα ύψη – μέχρι και 9.000 ευρώ το πρόγραμμα!
Την ίδια στιγμή τα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια πλήττονται από τις περικοπές των μνημονίων και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόζονται από όλες τις κυβερνήσεις για την “διάσωση της εθνικής οικονομίας”. Ακολουθώντας τη λογική της αυτονομίας και της αυτοχρηματοδότησης που προωθείται από τους κυβερνώντες γενικά σε όλη την εκπαίδευση, και μπροστά στη συνεχή υποχρηματοδότηση και εγκατάλειψή τους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα μπαίνουν κι αυτά στον χορό των διδάκτρων. Στα πλαίσια αυτά οργανώνουν επιμορφωτικά προγράμματα παιδαγωγικών με δίδακτρα ακολουθώντας τα σχέδια και τις οδηγίες του υπουργείου παιδείας και του ΙΕΠ για την αξιολόγηση και την πιστοποίηση της παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών, και προσφέρουν πια τους μεταπτυχιακούς κύκλους σπουδών τους επί αδρά πληρωμή.
Για να γίνει αυτό το 2012 το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται να αποφασίσει για την συνταγματικότητα ή όχι της επιβολής διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές. Δεν μας προκαλεί εντύπωση πως η απόφασή του είναι θετική με πλειοψηφία 19 έναντι 7, καθώς δεν θεωρεί πως κάτι τέτοιο αποτελεί καταστρατήγηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Μετά την νομιμοποίηση αυτή οδηγούμαστε τώρα, στην απαρχή του 2019, στη λίστα του υπουργείου παιδείας με τα μεταπτυχιακά προγράμματα από τα οποία η συντριπτική πλειονότητα είναι με πληρωμή.
Παρόλο που το Σύνταγμα είναι, όπως αναφέρει ο Αριστ. Μάνεσης, “δήλωση της θέλησης των κρατούντων” και “συμπυκνωμένη νομική έκφραση του συσχετισμού των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που υπάρχει σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή μέσα σε έναν δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό” *, νομίζω αξίζει να μείνουμε λίγο στο πολυπαθές άρθρο 16 και την εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το άρθρο 16 και συγκεκριμένα η παράγραφος 4 με βάση την οποία «οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια» αποτελεί μια ιστορική κατάκτηση του κοινωνικού δικαιώματος της παιδείας, όπως αυτό για πρώτη φορά κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα του 1975.
Μέχρι τότε η δωρεάν παιδεία κατοχυρωνόταν για τη στοιχειώδη εκπαίδευση μόνο. Άρα είναι σημαντική η επιχειρηματολογία της μειοψηφίας της Ολομέλειας του ΣτΕ όταν επισημαίνει ότι το άρθρο 16 αναφέρεται σε όλες της βαθμίδες της παιδείας και άρα και της τριτοβάθμιας, μέρος της οποίας είναι οι μεταπτυχιακές σπουδές. Επίσης στην τοποθέτηση της πλειοψηφίας σχετικά με το ότι ο νομοθέτης του 1975 είχε στο μυαλό του τις προπτυχιακές σπουδές δεδομένου ότι τότε (το 1975) δεν υπήρχαν οι μεταπτυχιακές σπουδές στα ελληνικά πανεπιστήμια και το θεσμικό τους πλαίσιο που υπάρχει τώρα, πρέπει να παραθέσουμε τη θέση της μειοψηφίας του ΣτΕ, ότι δηλαδή “η κατοχύρωση του δικαιώματος δωρεάν παιδείας και η πρόβλεψη της παροχής από το κράτος των αναγκαίων οικονομικών μέσων για την πραγματοποίηση των σκοπών τους δεν καλύπτει μόνον προγράμματα σπουδών ορισμένου επιπέδου ή περιεχομένου και δεν περιορίζεται στα υφιστάμενα κατά τον χρόνο θέσπισης του Συντάγματος προγράμματα εκπαιδεύσεως που αντιστοιχούν σε ορισμένα μόνον πτυχία […] αλλά αφορά όλα εκείνα τα προγράμματα σπουδών που ο νομοθέτης εκάστοτε αναθέτει σε αυτά και προσιδιάζουν στην αποστολή τους κατά τις απαιτήσεις της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα…” **
Άρα είναι σαφές ότι τα νέα κοινωνικά, επιστημονικά και τεχνολογικά δεδομένα της εποχής μας καθιστούν τις μεταπτυχιακές σπουδές αναπόσπαστο στοιχείο της παρεχόμενης παιδείας, και ως εκ τούτου πρέπει να καλύπτονται από το άρθρο 16 του Συντάγματος. Πόσο μάλλον όταν βλέπουμε ότι η κυβέρνηση μεθοδεύει τη σύνδεσή τους με το ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα της εργασίας.
Το δικαίωμα στην εργασία απειλείται άμεσα όταν ο αρχικός διορισμός ή η επαναπρόσληψη των αναπληρωτών συνδέεται με τη κτήση άλλων τίτλων πέρα του βασικού πτυχίου. Αυτή τη στιγμή μεταπτυχιακοί τίτλοι παρέχονται αφειδώς έναντι αμοιβής, πολλές φορές από ιδιωτικές επιχειρήσεις τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του εξωτερικού αμφιβόλου επιπέδου σπουδών. Σε αυτό το σημείο καταστρατηγείται και μια άλλη ιδιαιτέρως διαφιλονικούμενη παράγραφος του άρθρου 16, η παράγραφος 8, με βάση την οποία η σύσταση πανεπιστημίων από ιδιώτες απαγορεύεται, και την οποία, ως γνωστόν, θέλει να καταργήσει η Ν.Δ. όπως σαφώς δήλωσε ο αρχηγός της Κυριάκος Μητσοτάκης στις προγραμματικές δηλώσεις του κόμματός του. Η αναγνώριση που προωθείται αυτή τη στιγμή από το κράτος τίτλων μεταπτυχιακών σπουδών από ιδιωτικά πανεπιστήμια του εξωτερικού ως προσόν διορισμού στο δημόσιο, ανοίγει την πόρτα για την αποδοχή και νομιμοποίησης αυτής ακριβώς της ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η επιβολή μεταπτυχιακών σπουδών και η επακόλουθη υποβάθμιση του βασικού πτυχίου μέσα από το προσοντολόγιο και την αξιολόγηση των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων εξαναγκάζει τους εργαζόμενους σε μια ξέφρενη πορεία ανταγωνισμού και υπέρογκης σπατάλης, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την ήδη δεινή οικονομική κατάσταση, αποπροσανατολίζοντάς τους από το παιδαγωγικό έργο τους και εκβιάζοντάς τους με στόχο το ιδιωτικό κέρδος.
Εκτός από το Σύνταγμα το κράτος καταπατά τον ίδιο τον Δημοσιουπαλληλικό Κώδικα (3528/2007)***, ο οποίος ορίζει στο άρθρο 47 ότι η υπηρεσιακή εκπαίδευση είναι δικαίωμα του υπαλλήλου και η υπηρεσία πρέπει να μεριμνά γι αυτήν. Άρα είναι σαφές ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση του (ήδη διορισμένου) υπαλλήλου αποτελεί μέριμνα της ίδιας της υπηρεσίας του δημοσίου που οφείλει να την καθιστά εφικτή (με άδειες, με δωρεάν προγράμματα, κτλ). Τα δε αυξημένα προσόντα του υπαλλήλου προς διορισμό, όπως ορίζει το άρθρο 22 του Κώδικα, μπορούν να αφορούν τον βαθμό διορισμού και όχι τον ίδιο τον διορισμό του υπαλλήλου. Στην περίπτωση όμως των αναπληρωτών εκπαιδευτικών μέσα από πίνακες κατάταξης που θα περιλαμβάνουν τα αυξημένα τυπικά προσόντα και ο περιορισμένος αριθμός διορισμών από αυτούς με μοριοδότηση είναι σαφές ότι καθιστούν αυτά τα προσόντα καθοριστικά για την ίδια την ικανότητα διορισμού!
Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι δεν πρέπει με κανένα τρόπο να υπάρχουν εμπόδια στην αυτομόρφωση των εργαζομένων και συλλογικά και με δημόσια ευθύνη πρέπει να είναι θεσμοθετημένη η διαρκής επιστημονική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών στα δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία πρέπει να χρηματοδοτηθούν και να στελεχωθούν ανάλογα. Η μετεκπαίδευση όμως αυτή δεν πρέπει με κανένα τρόπο να συνδέεται με το διορισμό και το δικαίωμα στην εργασία το οποίο πρέπει να κατοχυρώνεται μόνο με το βασικό πτυχίο.
Το κράτος ουσιαστικά απαιτεί από τους εκπαιδευτικούς να πληρώσουν και να αγοράσουν την δυνατότητα διορισμού τους ή την θετική τους αξιολόγηση στην περίπτωση των ήδη διορισμένων μονίμων. Πρόκειται για μια προδιαγεγραμμένη πρακτική, όπως δείχνει η πορεία των πραγμάτων, μια σπέκουλα του κράτους προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου με θύμα τον εργαζόμενο και τα δικαιώματά του. Για να γίνει φανερό αυτό φτάνει να αναφέρουμε τις διαφημίσεις συμπράξεων ελληνικών πανεπιστημίων με τα πανεπιστήμια της Κύπρου, οι οποίες στην προώθησή των μεταπτυχιακών προγραμμάτων της ειδικής αγωγής χρησιμοποιούν ως μέσο προσέλκυσης τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στην έκθεση Θεσσαλονίκης για διορισμό 4.500 μονίμων εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάφωρη καταπάτηση κοινωνικών, εκπαιδευτικών και εργασιακών δικαιωμάτων, σε μια μέγγενη που συνθλίβει τις προσπάθειες και τα όνειρα χιλιάδων εργαζομένων αποκλείοντάς τους από την εργασία που έχουν ήδη υπηρετήσει τόσα χρόνια μέσα σε αντίξοες συνθήκες και με προσωπικό κόστος.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα καλοστημένο παιχνίδι κρατικών και ιδιωτικών συμφερόντων και κερδοσκοπίας στις πλάτες του κάθε συμβασιούχου που θέλει να εργαστεί με αξιοπρέπεια κι ασφάλεια, του κάθε υπαλλήλου που θέλουν να θέσουν σε αξιολόγηση, του κάθε φοιτητή που βλέπει κάθε μέρα την αξία του πτυχίου του να πέφτει, σαν να είναι μετοχή σε χρηματιστήριο αξιών. Το δε κράτος όχι απλά δεν κάνει κάτι για να το προασπίσει, αλλά παρέχει ακριβώς αυτούς τους αναγκαίους όρους στην απαξίωση των πτυχίων μέσα από υπολογισμένα σχέδια, όπως το προσοντολόγιο στους διορισμούς και τις προσλήψεις αναπληρωτών, σε ένα ακόμα μεγάλο σορτάρισμα εις βάρος του δημοσίου και των εργαζομένων προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων και του κεφαλαίου.
ΠΗΓΕΣ
*Μάνεσης Αριστόβουλος Ι., Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.166-169
** nb.org/blog/
*** workenter.gr