Λογοτεχνία

Ελισάβετ Τάρη “Περιμένοντας το τρένο”

 

 Ιστορίες  του τρένου

 Ελισάβετ Τάρη

Κάθε πρωί τον βρίσκω στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βέροιας, στις  7:45΄ ακριβώς. Χρόνια τώρα, στο καθημερινό μου δρομολόγιο για την Έδεσσα, αυτός εκεί. Στην αίθουσα αναμονής. Περιμένοντας σαν ταξιδιώτης το τρένο των 8.05΄.

Πάντα εκεί, στην ίδια θέση καθισμένος, ακουμπώντας τα δυο του χέρια πάνω στο μπαστούνι. Ένα ξύλινο μπαστούνι με ασημένια χειρολαβή.  Το βλέμμα του φαίνεται να τρέχει έξω από το τζάμι, στις ράγες του τρένου.

Μεγάλος σε ηλικία.  Πάνω από ογδόντα. Φιγούρα λεπτή, ντυμένος όμορφα μ’ ένα κασκέτο στο κεφάλι σε χρώμα λαδί. Λεπτά  χαρακτηριστικά στο πρόσωπό,   με τόσο διάφανο δέρμα που διακρίνονται οι φλέβες του. Με υποδέχεται πάντα χαμογελώντας, σαν να θέλει να μιλήσει σε κάποιον. Στο ευγενικό του χαμόγελο ανταποδίδω με μια «καλημέρα».

Οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη αλλάζοντας την όψη του σταθμού. Πότε ζέστη και σκόνη κι έναν ήλιο να σε τυφλώνει τόσο που να μεταμορφώνει τις ράγες σε ασημένιες κορδέλες. Πότε φύλλα κίτρινα να στροβιλίζονται στον αέρα. Πότε κατακκόκινες παπαρούνες  ανάμεσα στις γραμμές να δίνουν το σύνθημα της Άνοιξης. Κι άλλοτε, απόλυτη ησυχία   καλυμμένη με ομίχλη και χιόνια. Σαν τοπίο από ταινία του Αγγελόπουλου. Κι αυτός πάντα εκεί!

To ρολόι του σταθμού, πάνω από τον γκισέ του ταμείου,  σταματημένο. «Κολλημένο εδώ και χρόνια», σχολίασε μια μέρα κάποιος συνταξιδιώτης με μια δόση ειρωνείας.  Στους σταθμούς όμως ο χρόνος  δε σταματά ποτέ. Οι διαδρομές συνεχίζονται. Τρένα και άνθρωποι πάντα στην ώρα τους. Αλλά τι είναι αλήθεια η ζωή μας πέρα από διαδρομές; Κυλάει κι αυτή πάνω σε ράγες που βάζουμε εμείς ή η μοίρα. Αφίξεις και αναχωρήσεις. Αναμονή. Αγωνία. Νοσταλγία για τους σταθμούς της ζωής μας που περάσαμε. Για διαδρομές που δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε, για τρένα που χάσαμε.  Ένα ατελείωτο πηγαινέλα η ζωή του καθενός μας.  Όσο και να τρέχουμε, ο χρόνος πάντα θα μας προλαβαίνει. Θα είναι εκεί πριν από εμάς.

Κι εκείνος, εκεί. Να στρέφει που και που το θλιμμένο βλέμμα του στο σταματημένο ρολόι.  Από συνήθεια υποθέτω, αφού ξέρει πως οι δείκτες του είναι επίμονα κολλημένοι στις 15:20΄.  Τον παρατηρώ και σκέφτομαι πως ίσως να αναλογίζεται τα χρόνια που πέρασαν, αυτά που του απομένουν. Ποιος ξέρει;

Με τον καιρό άρχισα να τον παρατηρώ  περισσότερο και κυρίως όταν με έκπληξη διαπίστωσα ότι ποτέ δεν αναβαίνει σε κάποιο τρένο. Ούτε στο τρένο για την Έδεσσα ούτε σ’ αυτό της αντίθετης κατεύθυνσης για τη Θεσσαλονίκη. Δυο τρένα σταματημένα ταυτόχρονα μπροστά του. Κι αυτός, χωρίς να βιάζεται,  σηκώνεται αργά – αργά από τη θέση του και  βγαίνει από την αίθουσα.  Σαν να περιμένει να δει τη συνάντηση των τρένων, για τα λίγα μόνο λεπτά που διαρκεί αυτό το παράλληλο αντάμωμα των μηχανών.  Κι ύστερα, απ’ το παράθυρο του τρένου, τον βλέπω  να κοντοστέκεται στηριγμένος στο μπαστούνι του.  Να ρίχνει μια τελευταία ματιά στα τρένα και περπατώντας αργά να απομακρύνεται απ’ τον σταθμό. Κάθε μέρα η ίδια σκηνή σε επανάληψη. Καμιά αλλαγή στις κινήσεις του. Κάτι σαν ιεροτελεστία!

Δεν ξέρω αν ήταν από περιέργεια ή ανησυχία, αλλά μια μέρα, κι αφού τον καλημέρισα, του είπα με κάποιο δισταγμό : «Σας βλέπω κάθε μέρα στον σταθμό, αλλά δεν ανεβαίνετε σε κάποιο τρένο. Γιατί;».

Με κοίταξε χαμογελώντας, και θέλοντας την κουβέντα μαζί μου, άρχισε να μου διηγείται πως έζησε όλη του τη ζωή εργάτης στη Γερμανία.  Και λίγα χρόνια πριν, συνταξιούχος πια, γύρισε στην Ελλάδα.

«Μ’ αρέσει να βλέπω τα τρένα να περνούν» μου είπε. «Είναι η καθημερινή μου βόλτα εδώ.  Το σπίτι μου δεν είναι μακριά κι έτσι ακούω τα τρένα που περνούν μέχρι αργά το βράδυ.  Πάντα με μάγευαν τα τρένα και τα ταξίδια», πρόσθεσε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο.

Το σφύριγμα του τρένου για την Έδεσσα διέκοψε την κουβέντα μας, αν και κατάλαβα πως είχε κι άλλα να μου πει.

Την άλλη κιόλας μέρα, χωρίς να τον ρωτήσω, συνέχισε την κουβέντα μας εκεί που την αφήσαμε.

«Ξέρεις, πολλά χρόνια πριν, νέο παιδί ακόμα, αγαπούσα  μια κοπέλα. Όμορφη πολύ! Τα ΄φερε όμως έτσι η ζωή και μια μέρα έφυγε μ’ ένα τρένο. Δεν την ξαναείδα από τότε. Όμως να σου πω, ονειρεύομαι πως κάποια στιγμή θα την δω να κατεβαίνει από ένα τρένο σαν αυτά που περνούν από δω μπροστά μας. Ξέρω πως δε θα γίνει, αλλά βλέπεις,  η αγάπη σε κάνει πάντα να ονειρεύεσαι».

Αισθάνθηκα άβολα. Τι μπορεί να πει κανείς σε μια τέτοια εξομολόγηση;

Από το μεγάφωνο του σταθμού ακούστηκε η ανακοίνωση της άφιξης του τρένου για την Έδεσσα. Σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και μ’ ένα νεύμα τον χαιρέτησα.

«Αύριο πάλι»,  μου είπε…

Σημείωση Φαρέτρας: Το διήγημα δημοσιεύεται πρώτη φορά                           

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ