Άρθρα Εικαστικά Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός
“Ένας κόσμος χωρίς πρόσωπα. Γιάννης Γαΐτης, ο τραγικά επίκαιρος εικαστικός!” γράφει η Σοφία Σαββαΐδου
Σοφία Σαββαΐδου
Ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης που έμεινε στην ιστορία για τα πανομοιότυπα “ανθρωπάκια” του, πήγαινε κόντρα στο κατεστημένο και σε κάθε μορφή καταπίεσης της ανθρώπινης ελευθερίας και αυτό το μετέδιδε μέσω των έργων του. Ο Γιάννης Γαΐτης πάντα με το ένα πόδι στην Αθήνα και με το άλλο στο Παρίσι, πραγματοποίησε 80 προσωπικές εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και δημιούργησε 4500 χαρακτηριστικά έργα, τα οποία υπάρχουν σε μουσεία της Ευρώπης, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Ιαπωνίας, της Κύπρου, του Ισραήλ, κ.α.
Ο Γιάννης Γαΐτης γεννιέται στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου του 1923 από πατέρα Τηνιακό και μητέρα Πελλοπονήσια. Από μικρός δείχνει την κλίση του προς τις τέχνες, όμως οι γονείς του προτιμούν να σπουδάσει πρώτα και μετά να κάνει ό,τι αγαπάει, παρότι τον Ιούνιο του 1939 και μόλις στα 16 του χρόνια, δημοσιεύεται ένα σχέδιό του στην εφημερίδα “Βραδυνή”.
Το 1940 εισάγεται στη Νομική, όπου φοίτησε ελάχιστα εξαιτίας του πολέμου και το 1942 ξεκινά τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας ως μέντορα τον Κωνσταντίνο Παρθένη, έναν κατεξοχήν μοντέρνο καλλιτέχνη. Δύο χρόνια χρειάζονται για να καταλάβει ότι η συγκεκριμένη σχολή δεν τον εκφράζει, διότι η διδασκαλία είναι παλαιών αρχών και καταπιέζει κάθε μορφή δημιουργίας. Με τον Παρθένη όμως, εξακολουθεί να διατηρεί καλές σχέσεις και να ζητά τη γνώμη του για τα έργα του.
Την ίδια περίοδο, εντάσσεται μαζί με συμφοιτητές του στην ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) και ο αγώνας τους είναι σημαντικός, γιατί πρέπει να καλύψει πολλά αιτήματα όπως την επιβίωσή τους, το να κρατηθεί η Σχολή ανοιχτή και να συνεχιστεί η φοίτησή τους, κ.α. Η δουλειά τους δεν τελειώνει όμως εκεί, διότι αναλαμβάνουν και την καλλιτεχνική επιμέλεια των αφισών, των πλακάτ και των φέιγ-βολάν, που είχαν σκοπό την ενημέρωση και την εμψύχωση του λαού.
Το 1944 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στο σπίτι του, στην οδό Μαυρομματαίων και τα έργα του δείχνουν την ξεκάθαρη επιρροή του από τον μετα-ιμπρεσιονισμό. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί είναι τολμηρά και οι φόρμες πολύ ελεύθερες. Κατά τη διάρκεια των τριών επόμενων χρόνων, εκθέτει στον λογοτεχνικό όμιλο “Παρνασσός” μέχρι το 1947, 34 έργα με κυβιστικές και σουρεαλιστικές επιρροές που προκαλούν την έντονη αποδοκιμασία του κοινού, λόγω της έλλειψης σύνδεσής τους με την ελληνική παράδοση.
Ως πρωτοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης λοιπόν, ο Γαΐτης δεν έτυχε θερμής υποδοχής από τους Έλληνες, με εξαίρεση τους διανοούμενους φίλους του, Μ. Σαχτούρη, Γ. Τσαρούχη και Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος μάλιστα τον εκθείαζε στην εφημερίδα “Καθημερινή” γράφοντας ότι: “Ο κόσμος του Γιάννη Γαΐτη είναι ακριβώς ο κόσμος που παλεύει και αγωνιά για να βρει μέσα από τις ταραχές των ημερών μας, την έκφραση και τη μορφή που του ταιριάζουν. Η πάλη είναι σκληρή, μα ο καλλιτέχνης δουλεύει ακατάπαυστα και δε φοβάται το άγνωστο”.
Το 1949 ο Γαΐτης γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη της πρώτης καλλιτεχνικής ομάδας που δημιουργήθηκε μεταπολεμικά. Το όνομα της οργάνωσης αυτής είναι, οι “Ακραίοι” και μέλη της αποτελούν ο Αλ. Κοντόπουλος, ο Αχ. Απέργης, ο Δ. Χυτήρης και άλλοι πολλοί.
Στον εμφύλιο, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, αναγκάζεται να κρυφτεί στο εξοχικό του θείου του στην Κηφισιά και λίγο αργότερα, το 1954, πραγματοποιεί το όνειρό του και φεύγει στο Παρίσι μαζί με την γλύπτρια σύζυγό του, Γαβριέλα Σίμωσι. Εκεί παρακολουθεί μαθήματα στην Académie de la Grande Chaumiére, επισκέπτεται ξακουστά μουσεία και αίθουσες τέχνης και πειραματίζεται με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, τον σουρεαλισμό και τον κυβισμό. Στην πόλη του φωτός μένει για την επόμενη εικοσαετία και αποκαλύπτει σε γράμματα, που έστελνε κατά καιρούς σε φίλους του, ότι όταν πήγε στο Παρίσι είχε την αίσθηση ότι στην Ελλάδα ήταν 20 χρόνια μπροστά από την εποχή του, αλλά 20 χρόνια πίσω εκεί.
Εκείνα τα χρόνια αποκτά στενές σχέσεις με τους Μαλτέζο, Κεσσανλή, Τσόκλη και Τσίγκο, ο τελευταίος, μάλιστα, αποτέλεσε σημαντική επιρροή για τον ίδιο με την άμορφη ζωγραφική του. Σταδιακά στράφηκε στο γεωμετρικό σχέδιο και το 1967, για πρώτη φορά, στο έργο του “Μια ιστορία” εμφανίζεται το ανώνυμο “ανθρωπάκι” με το οποίο έγινε καθολικά γνωστός. Αυτή η ανδρική μορφή με γραβάτα, ριγωτό κουστούμι και καπελάκι γίνεται το σύμβολο της εικαστικής του γλώσσας. Στοιχισμένα, καθισμένα σε καρέκλες, συμπιεσμένα σε κονσερβοκούτια, μέσα σε πλήθη, σε διαλέξεις, σε κηδείες, ολόιδια, ανώνυμα εκφράζουν την υπαρξιακή μοναξιά των ανθρώπων που οφείλεται κυρίως στην μαζικοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας.
Στα έργα της πρώιμης περιόδου του, τα “ανθρωπάκια” εμφανίζονται σαν να φορούν ένα σιδερένιο προσωπείο και πίσω από τα “κάγκελά” τους φαίνονται στριμωγμένα και ανήσυχα. Αργότερα, θέλοντας να κάνει κριτική στα πιο σκοτεινά χρόνια της πολιτικής στην Ελλάδα του 60’, το σύμβολο περνά στην τελική του μορφή, αποκτά γραβάτα και καπελάκι, ενώ στην έκφρασή του προστίθεται η πίκρα της απομόνωσης και μια κούραση λόγω της αναμονής τού να γίνει κάτι που δεν μπορεί ποτέ να συμβεί. Η τελική τους σύνθεση είναι πιο αινιγματική από όλες. Η ειρωνική διάθεση του καινοτόμου καλλιτέχνη μεταπλάθεται σε κριτικό πνεύμα για έναν κόσμο χωρίς πρόσωπα, για έναν αφιλόξενο τόπο, στον οποίο το άτομο είναι ανήμπορο να δαμάσει τις δυνάμεις, που ο ίδιος δημιούργησε.
Ο σπουδαίος εικαστικός δηλώνει χαρακτηριστικά σχετικά με το “ανθρωπάκι” του, “Σήμερα κάνω το ανθρωπάκι. Δεν έχω δύναμη να το αλλάξω, γιατί το ανθρωπάκι με αντιπροσωπεύει απόλυτα… Τώρα, αν αυτά τα έργα μου αρέσουν ή δεν αρέσουν, αυτό είναι άλλη παράγραφος. Γιατί ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει το ανθρωπάκι. Γιατί σου λέει: εγώ δεν είμαι αυτός… Κι όμως είναι”. Συνέχισε, λέγοντας στην εκπομπή “Μονόγραμμα” της ΕΡΤ2 τον Νοέμβριο του 1984, “Οι άνθρωποι, τα Αθρωπάκια που λέω, το κατεστημένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά, γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ κάνω μαρτυρία και σας λέω: Φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε”.
Το 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα με τεράστια φήμη πλέον και με πλήθος εκθέσεων στο ενεργητικό του. Το 1980 είναι στο απόγειο της δόξας του, όμως στάθηκε άτυχος, γιατί στις 22 Ιουλίου του 1984 φεύγει από τη ζωή, χάνοντας την μάχη με τον καρκίνο, έξι μόλις μέρες μετά τα εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης προς τιμήν του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη.
Μπορεί να πήρε πολλά χρόνια για την Ελλάδα, αλλά πλέον αποτελεί κοινή γνώμη ότι ο Γιάννης Γαΐτης είναι ένα από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους καλλιτέχνες, διότι η τέχνη επηρέαζε αυτόν βαθιά και ο ίδιος περνούσε αυτή την επιρροή στο κοινό του. Η εκφραστικότητα, η ευαισθησία και η πρωτοπορία αποτελούν τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν να ξεχωρίσει. Η τέχνη του ήταν αμφίδρομη, προσπαθούσε να παίρνει και ταυτόχρονα να δίνει, να δέχεται και να εκφράζει τα στοιχεία του εξωτερικού περιβάλλοντός του, αλλά και της ψυχής του.