Οι καταθέσεις- φωτιά που “καίνε” συνειδήσεις για την πυρκαγιά στο Μάτι
Συγκλονιστικές μαρτυρίες από τις τελευταίες στιγμές των δικών τους ανθρώπων αλλά και αδιάψευστα στοιχεία για την παντελή έλλειψη ενημέρωσης, οργάνωσης, συντονισμού και έγκαιρης παρέμβασης προκύπτουν από τις καταθέσεις χιλιάδων σελίδων που περιλαμβάνονται στην ογκωδέστατη δικογραφία για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και τις οποίες έχει στη διάθεσή του ο «Ε.Τ.».
Γονείς που είδαν τα παιδιά τους να σβήνουν μπροστά στα μάτια τους από την πυρκαγιά, παιδιά που δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τους γονείς τους, ζευγάρια που χώρισαν για πάντα μέσα σε μια πύρινη και υδάτινη κόλαση του Δάντη. Κάποιοι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν είχαν ενημερωθεί εγκαίρως, αλλά όπως προκύπτει, η μόνη ενημέρωση που είχαν τις κρίσιμες ώρες ήταν από την τηλεόραση. Όταν κατάλαβαν, η φωτιά ήταν ήδη δίπλα τους, ενώ οι μποτιλιαρισμένοι δρόμοι από τους οποίους προσπάθησαν να διαφύγουν, έγιναν παγίδα θανάτου.
Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και φώναξε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με…»
Η συγκλονιστική περιγραφή της κόρης του ιερέα Σπυρίδωνα Παπαποστόλου, που έχασε τη ζωή του στη θάλασσα, ανάμεσα σε καύτρες που πετούσαν και αγριεμένα κύματα.
«Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάχτυλο ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας μου προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Επινα και εγώ πολύ νερό. Ενιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε. Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στη συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Υστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με» και ύστερα γύρισε προς τη μητέρα μου και είπε «σας ευχαριστώ για ότι κάνατε για μένα και σε όλους…», σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο. Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Υστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια».
«Έβρεχα το κεφαλάκι της γιαγιάς»
«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα, εγγονή της Βασιλικής Παλιούρα που χάθηκε στη θάλασσα.
«Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που -ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα, της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί. . (…) Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στην παραλία. . (…) Οταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Εμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. . (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω πού είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια».
«Δεν θα αντέξω μαμά…»
Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ.: στη θάλασσα), η φίλη μου είπε «…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ» και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε. Η μάρτυρας, τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18:15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: «Δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε».
Ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και μωρό
Ο Ανδρέας Δημητρίου επιχειρούσε στη φωτιά, όταν ένας συνάδελφός του τον ειδοποιεί στις 18.20 ότι η φωτιά κατευθύνεται προς το Μάτι. Αμέσως την ειδοποίησε να πάρει το μωρό και να φύγει από το σπίτι. «…Βρήκα τη σύζυγό μου να είναι εγκαυματίας, καθισμένη στην παραλία και τον υιό μου, τον οποίο είχαν στα χέρια τους δύο άτομα και προσπαθούσαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Πήρα τη γυναίκα μου αγκαλιά και προσπάθησα να τη μεταφέρω στο αυτοκίνητό μου και μαζί μας ήρθαν και τα δύο άτομα με τον υιό μου. Μόλις έφτασα στο δρόμο είδα ένα εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να μεταφέρουν τον υιό μου στο Νοσοκομείο Παίδων. Τη γυναίκα μου την παρέλαβε διερχόμενο ασθενοφόρο. Εγώ ακολούθησα τον υιό μου στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι είχε αποβιώσει. Η σύζυγός μου νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για 12 περίπου μέρες και έπειτα απεβίωσε».
«Ειδα τη μητέρα μου να καίγεται»
«Στις 6.40-6.45 και κυριολεκτικά 3-5 το πολύ μέτρα πριν φτάσουμε στις σκάλες που μας οδηγούσαν στην ασφάλεια της παραλίας, η μητέρα μου σκόνταψε σε μια ρίζα σε ένα πολύ στενό σημείο. (…) Προσπάθησα να τη σηκώσω και σε βοήθειά μου γύρισε και ο σύζυγός μου, ο οποίος προηγείτο 2-3 μέτρα για να μας δείχνει τη διαδρομή», καταθέτει η Αγγελική Κωνσταντάκη, που είδε τη μητέρα της Μαριάνθη να καίγεται μπροστά στα μάτια της. «Την ώρα που προσπαθούσα να σηκώσω τη μητέρα μου, το σχίνο και το πεύκο λαμπάδιασαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου και η φλόγα χτύπησε τη μητέρα μου που ήταν κάτω στην αριστερή της πλευρά. Με το σύζυγό μου προσπαθήσαμε και τη σύραμε τη μητέρα μας για 1-2 μέτρα για να την απομακρύνουμε, αλλά εκείνη μάλλον είχε χάσει τις αισθήσεις της και δεν ανταποκρινόταν καθόλου. Επειδή η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να καίει και εμένα και το σύζυγό μου, αυτός με τράβηξε για να απομακρυνθούμε, γιατί υπήρχε πλέον θανάσιμος κίνδυνος και για εμάς (…) Εγώ από το γεγονός ότι μόλις είχα δει μπροστά στα μάτια μου να καίγεται η μητέρα μου και αγνοώντας πού βρίσκονται τα παιδιά μου ήμουν σε παράκρουση και δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με το περιβάλλον».
«Στη θάλασσα έσβησε τη φωτιά από το σώμα της»
«Λίγα μέτρα πριν βγουν στην Ποσειδώνος μποτιλιαρίστηκαν από τα αυτοκίνητα και η φωτιά τούς είχε πλέον πλησιάσει τόσο πολύ που είχε αρχίσει πλέον να καίει τα πάντα. Εκεί η αδελφή μου φώναξε: “Βγείτε έξω γιατί θα καούμε ζωντανοί”», θυμάται η Ελένη Πεταλά, που έχασε και τους δύο γονείς της. «Εκεί με το που βγήκε η αδελφή μου από το αμάξι σκόνταψε και έπεσε κάτω χάνοντας τα γυαλιά της. Στην προσπάθεια να τα βρει καίγονταν τα χέρια της. Σηκώθηκε γιατί άρπαξαν φωτιά τα χέρια της και εκεί, πριν πέσει μαύρος καπνός που δεν μπορεί κανείς να ακούσει ούτε να δει τίποτα, είδε τη μητέρα μου που είχε αρπάξει φωτιά στο πρόσωπο και στο σώμα της αρκετά. Δεν μπόρεσε να δει πού είναι ο πατέρας μου και αφού βγήκε καπνός και πύρινες γλώσσες που έζωναν στο σημείο άρπαξε φωτιά η πλάτη της. (…) ακολουθώντας έναν κύριο σε ένα μονοπάτι προς την παραλία. Δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος από οποιαδήποτε υπηρεσία έκτακτης ανάγκης να κατευθύνει ή να δώσει εντολές. Υστερα η αδερφή μου ακολουθώντας τον εν λόγω κύριο έφτασε στη θάλασσα, όπου εκεί έσβησε η φωτιά πάνω στο σώμα της.
Στις 24 Ιουλίου, πρωινές ώρες, μετά από πολλά τηλεφωνήματα, επιτέλους το σήκωσε η Πυροσβεστική για να δηλώσω τρεις ανθρώπους μου ως αγνοούμενους. Εκεί μου έδωσαν άλλο νούμερο σταθερού, το οποίο τηλέφωνο δεν το απαντούσε κανείς. Και μετά από περίπου 10 λεπτά με κάλεσε η Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης για να δηλώσω τους αγνοούμενους, όπου αυτό έκανα για να το μεταφέρουν στην Αθήνα. Ποτέ δεν με πήρε κάνεις πίσω για να με ενημερώσει για οτιδήποτε. Μόνη μου βρήκα πού νοσηλευόταν η αδελφή μου και μετά από διαδικασία DNA διαπίστωσα το θάνατο των γονιών μου».
«Πράξτε κατά βούληση», ήταν η σύσταση της Πυροσβεστικής
Ηταν μεσημέρι Δευτέρας όταν η Βασιλική Κατσαργύρη βρισκόταν με την οικογένεια και φίλους τους στο σπίτι τους στον Νέο Βουτζά. Δυο μέρες νωρίτερα είχαν παντρέψει την κόρη τους. Οταν κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, τηλεφώνησε στο 199 και της είπαν ότι υπήρχε φωτιά στην Κινέτα. Αργότερα, μια φίλη της που είχε πάρει και εκείνη στην Πυροσβεστική, όταν πια η φωτιά έκαιγε το Λύρειο Ιδρυμα, έλαβε την απάντηση «να πράξουν κατά βούληση». Αποφάσισαν να φύγουν με διαφορετικά αυτοκίνητα. Εφυγε πρώτη και ενώ αρχικά κατάφερε να φθάσει γρήγορα στη λεωφ. Μαραθώνος, της τηλεφώνησε ο σύζυγός της, ζητώντας της βοήθεια γιατί είχε μπλοκάρει η γκαραζόπορτα. Αποφάσισε να επιστρέψει και μετά… το χάος.
«Προσπάθησα να γυρίσω πίσω από τη δεύτερη είσοδο αλλά ήταν ήδη κλειστή και με συμβούλεψαν να πάω από την πρώτη είσοδο. Μόλις έφτασα στην πρώτη είσοδο είχε κλείσει και αυτή. Εκεί με σταμάτησε η Πυροσβεστική διότι είχε πιάσει φωτιά στην οδό Ακακίας»… «Προσπάθησα να κατευθυνθώ από τη λεωφ. Μαραθώνος προς Μάτι για να συναντήσω τους φιλοξενούμενούς μου, αλλά ήδη η λεωφόρος ήταν κλειστή από την πρώτη είσοδο και πέρα προς τη Νέα Μάκρη»…
«…Βγαίνοντας από Ραφήνα με το αυτοκίνητό μου και επειδή ο δρόμος προς τη διασταύρωση Ραφήνας ήταν μποτιλιαρισμένος, προσπάθησα διαμέσου παραδρόμων να φτάσω στο πίσω μέρος της Ραφήνας προς Κόκκινο Λιμανάκι για να καταφέρω να βρεθώ στον Νέο Βουτζά από άλλο δρόμο. Το μόνο που κατάφερα ήταν να βρεθώ ανάμεσα σε εστίες φωτιάς…».
Τελικά ο άντρας της, όπως και η ενοικιάστριά τους Μαρία Παγωμένου, βρέθηκαν αποτεφρωμένοι στο αυτοκίνητο της δεύτερης, στην οδό Ισμήνης, σημείο που αποτέλεσε παγίδα θανάτου και για άλλους.
«Οσοι έφυγαν έφυγαν απλώς γιατί θεώρησαν ότι ήταν καλό να φύγουν και δεν ειδοποιηθήκαμε ούτε την προηγούμενη ημέρα για τον κίνδυνο φωτιάς εξαιτίας ισχυρών ανέμων, αλλά ούτε και την ίδια ημέρα για την ύπαρξη της φωτιάς με κανέναν απολύτως τρόπο (κινητό, σταθερό, καμπάνες, οχήματα κ.λπ.)».
Η Αστυνομία μας έστειλε πίσω στο Μάτι
Ο Γιάννης Χαρδαλούπας, που έχασε τη μητέρα του Μαρία και την 26χρονη αδελφή του Ελισσάβετ (ήταν το 99ο θύμα της πυρκαγιάς που απεβίωσε στο νοσοκομείο), καταθέτει: «…Τις βρήκα δέκα μέτρα μακριά από το αυτοκίνητο στο δρόμο εξουθενωμένες και με σοβαρά εγκαύματα. …Τις παρέλαβα και εν συνεχεία εξήλθα του οικισμού στη Λ. Μαραθώνος από την πρώτη έξοδο του οικισμού, με κατεύθυνση στη Νέα Μάκρη, εκεί όμως μας σταμάτησε μπλόκο της Αστυνομίας και μας έστειλε στο Μάτι. Εν συνεχεία, λόγω του μποτιλιαρίσματος στο Μάτι, ξαναγύρισα στη Λ. Μαραθώνος και κατευθύνθηκα προς Αθήνα…».
Ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση
Η Μαγδαληνή Τσέκου βρισκόταν με τους γονείς της στο σπίτι τους στη Ραφήνα. «Περίπου στις 17.15 ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Στη συνέχεια και όταν είδαμε ότι η φωτιά πλησίαζε προς την περιοχή μας αποφασίσαμε να φύγουμε από το σπίτι…». «…Από τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι μέχρι που έφτασα στη διασταύρωση τη Ραφήνας δεν είδα ούτε πυροσβεστικό όχημα ούτε και περιπολικό της Αστυνομίας. Το μόνο που είδα κάποια στιγμή ήταν ένα ελικόπτερο. Μέσω της τηλεόρασης μάθαμε από μία κυρία που δεν είναι πια στη ζωή και ήταν γειτόνισσά μας, ότι ο πατέρας μου βοήθησε τον ανάπηρο σύζυγό της να μπει σε ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε μια τετραμελής οικογένεια που ήταν οικογενειακοί τους φίλοι και γείτονές μας και ο πατέρας μου πήρε αυτήν την κυρία στο δικό του αυτοκίνητο». Χάθηκαν και οι εφτά.
Καμία εντολή, καμία οργάνωση
Η Δέσποινα Ζαφειρίου και ο σύζυγός της Στράτος εγκλωβίστηκαν στην οδό Τρίτωνος ανάμεσα σε παρατημένα αμάξια. «Η φωτιά μπήκε στο αμάξι από την πλευρά του Στράτου και τον έκαψε σε διάφορα σημεία… Αμέσως τον τράβηξα και τον έσυρα από την πλευρά μου που δεν είχε φωτιά και μπήκαμε στην πυλωτή μιας πολυκατοικίας στο γκαζόν. Παρόλο που μου έλεγε να φύγω να σωθώ, συνέχισα να τον σέρνω και μπήκαμε ακόμα πιο κάτω στην πυλωτή. Εκεί καλούσα σε βοήθεια για 4 ώρες μέχρι που βρέθηκε κάποιος κύριος αγνώστων στοιχείων ο οποίος μας προσέφερε τις πρώτες βοήθειες».
«Δυστυχώς δεν μάθαμε ότι μας πλησιάζει η φωτιά από κανέναν μέχρι που έφτασε στην πόρτα μας, δεν μας έδωσε κανείς κατευθυντήριες εντολές και δεν υπήρχε καμία οργάνωση. Ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε για να σωθεί από μόνος του».