Απόψεις Ιστορία

“Αν φωτογραφίες μιλούσαν… Κάποιες αξίζουν περισσότερο από χίλιες λέξεις” γράφει ο Β. Λεβεντογιάννης

Τι θα έλεγαν οι φωτογραφίες εάν μπορούσαν να μιλήσουν; Ποιες ιστορίες πίσω από την ιστορία θα μπορούσαν να μας αποκαλύψουν. Τις έχουμε δει όλοι αλλά δεν ξέρουμε ούτε ποιος, και πολλές φορές ούτε που τραβήχτηκαν.

Θάνατος στον Ισπανικό εμφύλιο

«Με τράβηξε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1936. Θυμάμαι ότι οι Φρανκικοί μας σφυροκοπούσαν ανελέητα με τα αεροπλάνα τους εκείνο το πρωινό κάπου έξω από τη Κόρδοβα. Ένας πόλεμος που ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς και κατέληξε σε μεγάλη ήττα. Πρώτοι φορά απέναντι στον φασισμό και οι μεγάλοι ακολούθησαν την πολιτικοί ουδετερότητα. Το πλήρωσαν λίγα χρόνια μετά όταν το τέρας τους δάγκωσε και εκείνους. Στην ιστορία μου όμως να μην σας τα πολυλογώ. Ο άνθρωπος που με έκανε γνωστή λεγόταν Ρόμπερτ Κάπα. Είχε γυρίσει όλη την Ισπανία και φωτογράφιζε τον Δημοκρατικό Στρατό. Ήταν στις διεθνείς ταξιαρχίες. Ήταν Μαγυάρος από τη Βουδαπέστη. Θυμάμαι πολύ καλά το περιστατικό. Όλα έγιναν όσο κρατάει ένα κλικ. Ο στρατιώτης έπεσε από σφαίρα. Την επόμενη μέρα από τη δημοσίευση μου κάποιοι είπαν ότι είμαι στημένη. Ότι ο στρατιώτης δεν πέθανε απλά παραπάτησε ενώ έτρεχε και ο Κάπα απαθανάτισε τη στιγμή και φάνηκε σαν να τον έχουν πυροβολήσει. Εγώ ξέρω τι συνέβη αλλά θα το κρατήσω για μένα. Τώρα βρίσκομαι στο Μουσείο της Βαρκελώνης. Η ψυχή μου είναι κίτρινη και πονεμένη από όσα έζησα τότε. Ακριβώς όπως και το χαρτί που είμαι τυπωμένη. Ο Κάπα έμαθα πως 18 χρόνια μετά πάτησε μια νάρκη σε κάποιους ορυζώνες στην Ινδοκίνα και σκοτώθηκε.»

Ο τελευταίος Εβραίος της Βίνιτσα

«Με βρήκαν λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος. Αρκετό καιρό τώρα αναπαυόμουν ανάμεσα στις λερωμένες σελίδες ενός ημερολογίου κάποιου Γερμανού στρατιώτη των Ες Ες. Έπαιρνε το ημερολόγιο του παντού. Οπουδήποτε πολέμησε το είχε μαζί του και μετά έγραφε και όλο έγραφε και που και που γύριζε τις σελίδες για να μου ρίξει μια ματιά. Δεν ξέρω εάν ήταν ματιά θλίψης. Ξέρω ότι ήμουν πάντα μέσα στις σελίδες του ημερολογίου. Πίσω μου είχε γράψει 5 λέξεις… “Ο τελευταίος Εβραίος της Βίνιτσα”.

Τη Θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Είχαμε φτάσει μέχρι την Ουκρανία. Είχαμε σαρώσει κάθε Σοβιετική αντίσταση και όλο και προχωρούσαμε. Μη με ρωτήσετε εάν σκοτώναμε αθώους. Δεν θα σας πω. Το ξέρετε ήδη. Στη Βίνιτσα, λοιπόν στρατοπεδεύσαμε. Συγκεντρώσαμε όλους τους Εβραίους της περιοχής. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 28.000 άνθρωποι. Τους εκτελέσαν όλους. Έμεινε μόνο αυτός μπροστά από τον ανοιχτό τάφο. Το βλέμμα του κενό σαν να μην τον ένοιαζε που θα πέθαινε και εκείνος. Ίσως μέσα στον τάφο που έχασκε από κάτω του να ήταν ήδη η γυναίκα και τα παιδιά του. Γύρισε προς τα εμάς που ήμασταν απέναντι. Απλά μας κοίταζε. Δεν πρέπει να άκουσε το κλικ της κάμερας όταν γεννιόμουν, δεν πρέπει καν να άκουσε το κλικ από το πιστόλι του αξιωματικού που όπλισε στον κρόταφο του. Είμαι σίγουρη ότι δεν άκουσε τίποτε. Είχε ήδη πεθάνει μέρες πριν…

Ήταν ο τελευταίος Εβραίος της Βίνιτσα…»

Σημαία Ράιχσταγκ

«Πριν πείτε το παραμικρό σας λέω ότι σαν φωτογραφία είμαι γνήσια 100%. Εντάξει μπορεί αργότερα να μου έκαναν κάποια ρετούς στα εργαστήρια φωτογραφίας της Μόσχας, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Δεν μπορούσε να φαίνεται το χέρι του φαντάρου να κρατά τη Σοβιετική σημαία και να έχει μέχρι τον αγκώνα του ρολόγια κρεμασμένα που πήρε από Γερμανούς αιχμαλώτους. Ή νεκρούς δεν θυμάμαι να σας πω. Με τράβηξε το 1945 ο μεγάλος σοβιετικός φωτογράφος Γεβγένι Καλντέι. Είχε σκαρφαλώσει στην ταράτσα της Γερμανικής Βουλής. Τους είχαμε κατατροπώσει θυμάμαι. Ξεκινήσαμε απο το Κούρσκ αμέσως μετά τη μεγαλύτερη μάχη του Μεγάλου πατριωτικού Πολέμου, (έτσι μ’αρέσει ακόμη να λέω τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) και σχεδόν τρέχοντας τους φτάσαμε μέχρι το Βερολίνο. Ήταν μεσημεράκι και όπως κάπνιζε το τσιγάρο του βλέπει το σύντροφο στην άλλη πλευρά της ταράτσας να υψώνει τη σημαία μας. Έπιασε αμέσως τη μηχανή και “σούταρε”… Η Γερμανία, έπεσε. Ο πόλεμος τελείωσε. Μην πείτε ότι είμαι “στημένη”. Μην πείτε ότι η σημαία είχε υψωθεί μια μέρα πρίν από κάποιον άλλον φαντάρο. Κάποιον λοχία Μίνιν. Εμένα με τράβηξαν την Πρωτομαγιά του 45. Ο άνθρωπος που φαίνεται είναι ο Μελίτων Καντάρια. Γεωργιανός σαν τον μεγάλο μας πατερούλη.»

Το φιλί

«Θυμάμαι πρέπει να ήταν 14 Αυγούστου του 1945. Στη Νέα Υόρκη υπήρχε διάχυτο ένα κλίμα ευφορίας. Νιώθαμε όλοι, πως αυτός ο πόλεμος σύντομα θα τελείωνε. Ο φωτογράφος μου ο Βίκτωρ Γιόργκενσεν, περιφερόταν άσκοπα στη γεμάτη από κόσμο Times Square. Περίμενε να τραβήξει το πλήρωμα ενός πλοίου που ερχόταν από το μέτωπο.

Και ξαφνικά η είδηση έσκασε σαν βόμβα.

Ο Πόλεμος τελείωσε. Οι Ιάπωνες θα συνθηκολογήσουν.

Όλοι στην πλατεία φώναζαν από χαρά, τραγουδούσαν, χόρευαν. Ξαφνικά στο βάθος εμφανίστηκαν οι ναύτες του πλοίου. Ο κόσμος επευφημούσε τα ναυτάκια μας. Μια παρέα από χαμογελαστές νοσοκόμες ντυμένες στα λευκά πέρασε μπροστά μας. Ο Βίκτωρ σήκωσε την κάμερα. Από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόντουσαν τα ναυτάκια. Μα τι κάνει αυτός ο ναύτης. Χωρίς να γνωρίζει τη νοσοκόμα την παίρνει αγκαλιά και χορεύει μαζί της από τη χαρά του. Γρήγορα Βίκτωρ τράβα τη φιλάει. Τράβηξε με, θα τον χαστουκίσει, πρέπει να “πιάσεις” το χαστούκι…

Και με τράβηξε, και έγινα σύμβολο του έρωτα στα επόμενα χρόνια και είμαι μια αισιόδοξη γνωστή φωτογραφία. Όλοι με έχετε δει… Και να σας πω και ένα κουτσομπολιό η νοσοκόμα δεν τον χαστούκισε τον ναύτη…»

Εκτέλεση Σαιγκόν

«Χάρη σε μένα κέρδισε το Πούλιτζερ. Δηλαδή εγώ είμαι η φωτογραφία που έδωσα στον Έντυ Άνταμς το μεγαλύτερο βραβείο δημοσιογραφίας στον κόσμο.

1968 Σαϊγκόν, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα. Η ζέστη και η υγρασία ήταν αφόρητες και αυτός ο τρελό φωτογράφος μόλις είχε γυρίσει από τις ζούγκλες και έψαχνε ένα μπαράκι να τα πιεί. Ποιος ξέρει τι είχαν δει εκεί τα μάτια του. Αυτά όμως θα σας τα πουν οι αδερφές μου.

Ξαφνικά λοιπόν, ακούει φασαρία έξω από το μπαρ. Οι κυβερνητικοί είχαν συλλάβει κάποιους Βιετκόνγκ και τους περιέφεραν στους δρόμους. Παράτησε την παγωμένη του μπύρα και άρχισε να τρέχει πρός το μέρος τους.

Εεεε του φώναξα δεν θα ξεκουραστούμε να πιούμε μια κρύα μπύρα, ένα κοκτέιλ έστω, αλλά δεν με άκουσε.

Έφτασε πολύ κοντά και έδειξε τη δημοσιογραφική του ταυτότητα. Οι στρατιώτες έκαναν στην άκρη για να περάσει. Σιγά μην δεν έκαναν. Ήταν Αμερικανός και σύμμαχος και κανείς δεν του έφερε αντίρρηση.

Οι Βιετκόνγκ, δεν είχαν πάρει ακόμη την πόλη. ‘Ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν έδινα σημασία στον Έντυ. Ούτε που κατάλαβα πότε σήκωσε την μηχανή. Ούτε που κατάλαβα πότε με τράβηξε. Άκουσα μόνο ένα μπαμ που με τρόμαξε.

Θεέ μου τι στιγμή απαθανάτισα; Ένα κλάσμα δευτερολέπτου, ένα απειροελάχιστο κλάσμα πριν ο κυβερνητικός τον πυροβολήσει ψυχρά στο κεφάλι και εγώ το απαθανάτισα. Έπιασα τη στιγμή που η ψυχή φεύγει από το σώμα με βία. Θυμάμαι τα λόγια του Έντυ. Μου ψιθύρισε: “Ο αξιωματικός σκότωσε τον κρατούμενο και εγώ με σένα σκότωσα τον αξιωματικό”. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας ο δολοφόνος που τράβηξε τη σκανδάλη…»

Τσε

«Δεν θα σας πω ποιος με τράβηξε. Ίσως κάποιος ανώνυμος στρατιώτης, ίσως κάποιος κυβερνητικός επίτροπος. Θα μπορούσα να είμαι η γνωστή φωτογραφία του Τσε. Εκείνη με τον μαύρο μπερέ που τράβηξε ο Αλμπέρτο Κόρντα τον Μάιο του 1960. Δεν είμαι όμως. Είμαι μια φωτογραφία θανάτου και δεν είμαι καθόλου υπερήφανη για αυτό. Είμαι η φωτογραφία του θανάτου ενός ανθρώπου – συμβόλου, νομίζω ακόμη και μέχρι σήμερα.

Θυμάμαι μέρες κυνηγούσαμε τον Τσε στις ζούγκλες τις Βολιβίας. Είχαμε και κάποιους κύριους μαζί που δεν μιλούσαν Βολιβιανά και όλο φορούσαν γυαλιά ηλίου καθρέπτες. Δεν είχαμε δει ποτέ τα μάτια τους. Νομίζω μιλούσαν αγγλικά και ότι έλεγαν όλοι τους άκουγαν και έκαναν ότι πρόσταζαν. Τον πετύχαμε μετά από μέρες. Τον περικυκλώσαμε. Δεν άντεξε η ομάδα του. Τους σκοτώσαμε όλους. Κανείς δεν πίστευε ότι σκοτώσαμε τον Τσε. Τον πήγαν στο τοπικό νοσοκομείο. Τον ξάπλωσαν στο παγωμένο νεκροκρέβατο.. Εκεί με τράβηξαν. Δεν μπορώ να απαλλαγώ χρόνια τώρα από τα μισάνοιχτα μάτια του. Ξέρω ότι είναι νεκρός αλλά με στοιχειώνει… Δεν είμαι υπερήφανη που είμαι εγώ. Μέσα μου όμως να ξέρετε ότι συνέχεια ψιθυρίζω: hasta la victoria siempre»

Κοριτσάκι ναπάλμ

«Άκουσα τον θόρυβο που κάνουν τα αεροπλάνα όταν πετούν γρήγορα και χαμηλά και μετά τα είδα να χάνονται στη ζούγκλα μπροστά μας. Σε δευτερόλεπτα από τα πυκνά δέντρα είδα να υψώνονται φλόγες. Τεράστιες κοκκινοκίτρινες φλόγες και πυκνός μαύρος καπνός.

Άκουσα τον φωτογράφο μου τον Νικ Ούτ να ουρλιάζει και να τρέχει προς τις φλόγες: “Μα τι κάνουν; Που έριξαν Ναπάλμ; Εκεί είναι χωριό.”

Κάναμε δεν κάναμε 200 μετρά στον μακρύ ίσιο δρόμο και τότε το είδα. Πάγωσα. Άνθρωποι ούρλιαζαν και ερχόντουσαν τρέχοντας και παραπατώντας προς τα εμάς. Άλλοι καιγόντουσαν, άλλοι απλά έβγαζαν καπνούς σαν τα προσανάμματα στο τζάκι. Δεν είχαν μαλλιά. Τα πρόσωπα τους ήταν καμμένα, το ίδιο και τα κορμιά τους, τα λεπτά κίτρινα κορμιά τους ήταν κόκκινα σαν αίμα.

Εγκαύματα από τις ναπάλμ.

Και τότε την είδα. Ήταν δεν ήταν 8 χρονών. Έτρεχε γυμνή, ξυπόλητη με τα λεπτά χεράκια της ανοιχτά, προς τα εμάς. Το στόμα της ανοιχτό σαν να ήθελε να ουρλιάξει αλλά δεν έβγαινε κανείς ήχος. Ούτε δάκρυα έβγαιναν από τα ματάκια της. Οι φλόγες της ναπάλμ έκαψαν τα ρούχα, το κορμί τα δάκρυα και την ψυχή της. Πονούσε.

Εάν ήμουν άνθρωπος θα άδειαζα το στομάχι μου. Δεν είμαι. Είμαι μια φωτογραφία. Ο Νικ γονάτισε και τράβηξε. Η πρώτη φωτό κουνήθηκε. Ο Νικ έκλαιγε και το χέρι του έτρεμε. Σκούπισε τα δάκρυα του και ξανατράβηξε.

Βγήκα εγώ.

Ο Νικ έμεινε γονατιστός, μας προσπέρασαν, έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Σαν την Κιμ Πουκ που απαθανάτισε….Βιετνάμ Ιούνιος του 72.»

Κοριτσάκι Όρνιο

«Είμαι μια δολοφόνος.

Εγώ σκότωσα τον φωτογράφο μου, τον Κέβιν Κάρτερ. Όχι ακριβώς δηλαδή, αλλά εγώ τον έσπρωξα στην αυτοκτονία. Και τώρα ακόμη και σήμερα εάν δεν ήμουν μια φωτογραφία, εάν ήμουν άνθρωπος θα αυτοκτονούσα και εγώ.

Χάρη σε μένα πήρε το Πούλιτζερ αλλά είμαι σίγουρη πως εάν μπορούσε θα το αντάλλασσε με τη ζωή αυτού του παιδιού. Του παιδιού που άφησε να πεθάνει αβοήθητο λίγα μέτρα πριν φτάσει στον σταθμό του ΟΗΕ.

Ήταν άνοιξη του 93, στο νότιο Σουδάν. Ακολουθούσαμε μια τοπική εξέγερση και καταγράφαμε την φτώχεια και την εξαθλίωση του κόσμου. Έξω από το χωριό Αγιόντ συναντήσαμε αυτό το κορίτσι. Ήθελε να πάει στον σταθμό τροφοδοσίας του ΟΗΕ. Ήθελε να φάει και να πιει νερό. Ήταν εξαντλημένο και μόνο του. Διέσχισε χιλιόμετρα ξυπόλητο μόνο και μόνο για να φάει. Δεν άντεχε άλλο. Έπεσε δίπλα μας για να ανασάνει… Ίσως και να ήθελε να το βοηθήσουμε.

Έκανε να σηκωθεί αλλά δεν είχε άλλη δύναμη στο κορμάκι του. Το όρνιο κάθισε λίγα μέτρα πίσω του. Είχε μυριστεί τον θάνατο από ψηλά και ακολουθούσε το κορίτσι. Ήταν ζήτημα ωρών. Ο Κέβιν σούταρε την ιδανική φωτό, εμένα δηλαδή. Κοίταξε δεξιά του και στο βάθος έβλεπε τα φώτα από τον σταθμό του ΟΗΕ. Εαν σήκωνε το παιδάκι και το έβαζε στο αυτοκίνητο μας θα το έσωζε. Δεν το έκανε. Ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες για “μη επαφή” με τα θύματα της εξέγερσης.

Εγώ δημοσιεύτηκα στα μεγαλύτερα περιοδικά και εφημερίδες. Απέσπασα τα υψηλότερα και βαρύτιμα βραβεία που υπάρχουν, και είστε όλοι σας τυχεροί που σαν φωτογραφία που είμαι, δεν αποτυπώνω ήχους παρά μόνο εικόνες. Δεν θα θέλατε να ακούσετε τον ήχο του θανάτου που χρόνια τώρα ακούω εγώ στα αυτιά μου. Τον βουβό ήχο αυτού του παιδιού που ο Κέβιν δεν βοήθησε… Τον επόμενο χρόνο ο Κέβιν αυτοκτόνησε. Δίπλα του βρισκόμουν εγώ. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Με κοιτούσε…»

Παιδάκι Τανκ

«Ειλικρινά δεν ξέρω πως τον έλεγαν. Τον έλεγαν Αχμέτ; Τον έλεγαν Αμίρ; Τον έλεγαν Ισμαήλ; Δεν έμαθα ποτέ το όνομα του. Ούτε καν την ηλικία του. Πρέπει να ήταν γύρω στα 14. Εδώ που τα λέμε δεν έμαθα ούτε ποιος με τράβηξε. Δεν έμαθα ποιος μου έδωσε ζωή, εκείνο το πρωινό στη λωρίδα της Γάζας στις αρχές του 90. Θυμάμαι μόνο το κλικ και ξαφνικά γεννήθηκα. Τρόπος του λέγειν δηλαδή γιατί δεν είναι μέρος για μικρά παιδάκια εκείνη η περιοχή, εκείνη η περίοδος… Το πρώτο που άκουσα ήταν οι ερπύστριες του τανκ πάνω στα χαλάσματα, αμέσως μετά είδα το τεράστιο θηρίο να έρχεται κατά πάνω μας. Μετά κατάλαβα τι γινόταν. Ανάμεσα μας ένα μικρό παιδί.

Έκλαιγε; δεν μπορώ να σας πω. Μπορεί τα μάτια του να ήταν δακρυσμένα από τα δακρυγόνα. Η γη έτρεμε. Το τανκ πλησίαζε. Ο μικρός σήκωσε τη σφεντόνα του και σημάδεψε. Την στριφογύρισε με μαεστρία στον αέρα και άφησε την πέτρα να φύγει προς το στόχο. Τον πέτυχε εκεί που ήθελε. Όμως το τανκ δεν ήταν ο Γολιάθ για να πέσει, ούτε ο μικρός ήταν ο Δαυίδ. Άκουσα πυροβολισμούς. Δεν άντεξα, έκλεισα τα μάτια να μην δω εάν τον πέτυχαν. Τα δακρυγόνα με έτσουζαν αφόρητα. Τα άνοιξα πάλι. Ο μικρός είχε εξαφανιστεί. Το τανκ συνέχιζε να ισοπεδώνει τα χαλάσματα…»

banner-article

Ροη ειδήσεων