Λογοτεχνία Περισσότερο διαβασμένα

Ελισάβετ Τάρη “Καλοκαίρια με γεύση παγωτό βανίλια”

 Ελισάβετ Τάρη

Θυμάμαι κάποια καταγάλανα καλοκαίρια που μύριζαν θάλασσα, πεύκο και γεύση από παγωτό βανίλια.  Καλοκαίρια των παιδικών χρόνων και της εφηβείας που έμειναν βαθειά στη μνήμη σαν όνειρα ατέλειωτου παιχνιδιού και ξεγνοιασιάς.

Διακοπές στην Περαία, λίγα χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Ένα τσούρμο παιδιά  στην ίδια γειτονιά.  Αγόρια και κορίτσια συνομήλικα που μας ένωναν τα καλοκαίρια, αφού το χειμώνα χανόμασταν. Τρέχαμε και κολυμπούσαμε με λαχτάρα λες και θέλαμε να προλάβουμε τη ζωή που κυλούσε σαν νερό.  Μνήμες από γέλια τρανταχτά βγαλμένα από τα αθώα βάθη της παιδικής καρδιάς. Φωτογραφίες έγχρωμες σε πόζες. Όλη η παρέα πάνω στη γέφυρα της Περαίας παίρνοντας φόρα για επικίνδυνες βουτιές.  Κι ύστερα όλοι μαζί στην αμμουδιά να ψάχνουμε κοχύλια για το πιο όμορφο κολιέ.  Ακούραστοι χτίστες επιβλητικών κάστρων στην άμμο για πριγκίπισσες και πολεμιστές.  Πιστεύαμε ακόμα στα παραμύθια… Πού να ξέραμε…

Και τα μεσημέρια, οι φωνές των μανάδων μας απ’ τα μπαλκόνια πάντα ίδιες:  Νανά, Φαίδρα, Φώτη, Βέτα, Ελένη, Νόρα, Βασίλη, Νέτα, Στέφανε,  ελάτε, ώρα για φαγητό!  Κι όσο πλησιάζαμε στα σπίτια μας τόσο αισθανόμασταν να μας τραβούν όπως το αγκίστρι, οι λαχταριστές μυρωδιές απ’ τα γεμιστά, τους κεφτέδες, τις πατάτες στο ταψί και τα τηγανητά ψάρια.

Και μετά το φαγητό,  περιμέναμε πώς και τι να περάσει το βασανιστικό εκείνο τρίωρο της απόλυτης ησυχίας. Τρεις με έξι, ώρα κοινής ησυχίας το έλεγαν οι μεγάλοι, αλλά εμείς λαχταρούσαμε  να βγούμε και πάλι έξω.  Κι ας ήταν ντάλα μεσημέρι με έναν ήλιο να μη λέει να γείρει λίγο για να σκιάσει την αυλή.  Όλοι μας ανυπόμονοι, όρθιοι  πίσω από τις γρίλιες των παραθύρων μας. Με τα μάτια καρφωμένα στην αυλή και στο ρολόι να πάει έξι και να ξεχυθούμε για παιχνίδι.  Κι όταν πια νύχτωνε, μια νέα λαχτάρα φούντωνε την καρδιά μας. Να βγούμε όλοι έξω,  με  ρούχα καθαρά, με τις σαγιονάρες και τα ποδήλατα έτοιμα για τη βραδινή βόλτα ως τον Μπαξέ.  Να πιούμε εκεί κάτω απ’ τα πεύκα μια πορτοκαλάδα από κείνο το κίτρινο μπουκάλι με το ανθρακικό να αφρίζει στα ποτήρια μας. Και δίπλα στα πόδια μας το κύμα να σκάει μ’ εκείνον τον βραδινό απαλό ήχο.  Λες και κουράστηκε απ’ το ατέλειωτο πηγαιν’ έλα της μέρας. Και ήταν το κάθε μας απόγευμα σαν να το ζούσαμε για πρώτη φορά. Όταν είσαι παιδί όλα είναι όμορφα, απλά, μαγικά, χωρίς δεύτερη σκέψη.  Οι σκέψεις και οι έγνοιες ήταν για τους γονείς και τους μεγάλους που τους βλέπαμε να μη χαίρονται σαν εμάς τα καλοκαίρια. Πού να ξέραμε…

Άλλοτε η βραδινή μας βόλτα μας έφερνε στην πλατεία της Περαίας με τα γλυκά και τα γνωστά τυροπιτάκια στο χέρι. Καμιά φορά μας πήγαιναν στο θερινό σινεμά που μοσχοβολούσε  αγιόκλιμα κι εμείς  μασουλούσαμε ασταμάτητα τα  σπόρια. Και στο τέλος, μετά την ταινία, ένα χωνάκι παγωτό βανίλια. Τι απόλαυση!  Μια γεύση που ακόμα τη νιώθω στο στόμα, λες και την κράτησε ο ουρανίσκος  στη μνήμη του σαν κάτι το ασύγκριτο.

Και περνούσαν τα χρόνια. Μεγαλώναμε κι εμείς κι αλλάζαμε. Και μαζί μ’ εμάς άλλαζαν και τα βράδια των καλοκαιρινών διακοπών μας. Έγιναν πιο όμορφα, ρομαντικά  στην αμμουδιά με κιθάρες και τραγούδια,  κοιτάζοντας τ’ αστέρια και τη θάλασσα. Και μετρούσαμε τ’  αστέρια που ήταν αμέτρητα.  Και μετρούσαμε τις μέρες των διακοπών που ήταν μετρημένες και όλο και λιγόστευαν. «Άντε, ακόμα είκοσι μέρες και μετά ανοίγουν τα σχολεία», λέγαμε. Κι όταν περνούσε ο δεκαπενταύγουστος, οι πρώτες σταγόνες της βροχής έμοιαζαν με δάκρυα που παρακαλούσαν το φθινόπωρο να έρθει πιο γρήγορα.  Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει για την επιστροφή μας στις πόλεις.

Η μέρα του αποχωρισμού κάποτε έφτανε. Φιλιά και αγκαλιές. Άλλοι από τη μεγάλη παρέα έφευγαν για  Θεσσαλονίκη, άλλοι για Αθήνα, άλλοι για Κοζάνη….

«Και του χρόνου πάλι εδώ, έτσι παιδιά;»… Μαζί με τις λυπημένες λέξεις του αποχωρισμού και η παρήγορη υπόσχεση.

Όμως ο χρόνος, αχόρταγος κατάπιε τα καλοκαίρια και  η υπόσχεση, που έμοιαζε με όρκο,  ξεχάστηκε κι αυτή. Ο καθένας πήρε το δρόμο της ενηλικίωσης. Σπουδές,  οικογένειες, υποχρεώσεις…   Εμείς μεγαλώναμε και τα καλοκαίρια μίκραιναν θαρρείς. Κι αυτή η γεύση παγωτό βανίλια επίμονα να θυμίζει τη μαγεία τους. Κλείνεις τα μάτια και ονειρεύεσαι τα καλοκαίρια που χάθηκαν σαν τις πατημασιές στην άμμο που τις σκεπάζουν τα κύματα.  Καλοκαίρια που  αποθηκεύτηκαν κι αυτά  σε κούτες  μαζί με τα παιδικά ρούχα και τα παιχνίδια.

Καλοκαίρια, που στα παιδικά μας μάτια φάνταζαν όλα πρωτόγνωρα και η ζωή μας περίμενε  μπροστά,  γεμάτη  όνειρα και προσδοκίες… Πού να ξέραμε…

Ελισάβετ Τάρη – Συγγραφέας

(Το διήγημα δημοσιεύεται για πρώτη φορά)

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ