“Ένα βαρύ καϊµάκι στην κορυφή” γράφει η Μένια Μαραγκού
Μεσηµεριάτικο Κυριακής µε αφορµή τη γιορτή της θείας, µε τραβολογούσαν ξαδέλφες και γνωστές, για καφεδάκι στην κυρά-Γιαννούλα.
Ίσως η µνήµη µου πεισµατικά να προσπαθούσε να απωθήσει την κυρά-Γιαννούλα, ακόµα και έξω απ’ την αυλόπορτά της, η διαίσθησή µου όµως, έλεγε εξ’ αρχής πως η επίσκεψη αυτή δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα.
Για όση ώρα ετοιµάζονταν τα καφεδάκια, η µνήµη µου ανέσυρε απολύτως απρόθυµα, εικόνες της µοναδικής (επίσης απρόθυµης) επίσκεψής µου στο παρελθόν, στην εν λόγω µυσταγωγία. Η διαίσθησή µου είχε επιβεβαιωθεί. Τα καφεδάκια σερβιρίστηκαν. Ήταν µισακά και χωρίς ίχνος καϊµάκι. Η κυρά-Γιαννούλα είπε µε στόµφο: «Άντε λοιπόν κορίτσια, πιείτε και µελετάτε» και κάπου εκεί, κόντεψε να µου φύγει η γουλιά απ’ το στόµα, όχι τόσο για την έκφραση, όσο για την ασέβεια που είχε επιτελεστεί στον «καφέ». Ή έστω, σ’ αυτό το παραβρασµένο καφετί νεροµπούρµπουλο που µου σέρβιρε ως καφέ.
Ας ήταν όµως, είχα αποφασίσει να δω το όλο σκηνικό µε πιο καλτ µατιά, ώστε να µη χαλάσω τη διάθεσή µου.
Τα φλιτζάνια αναποδογύρισαν σχεδόν αυτόµατα. Τα κατακάθια άρχισαν µ’ αυτή τη µοναδική ευκαιρία που τους δίνονταν, ν’ αναρριχώνται στην επιφάνεια προκαλώντας µεγάλη ατσαλιά.
Μα µήπως έτσι δεν είναι στην πραγµατικότητα; Τα κατακάθια πάντοτε δεν ψάχνουν την ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια; Κι όταν αυτό επιτυγχάνεται δε συνοδεύεται µε εξαιρετικά µεγάλη φασαρία;
Η κυρά-Γιαννούλα άρχισε να λέει τα δικά της, πιστεύοντας πως πραγµατικά τα διάβαζε στο φλιτζάνι. Τα κατακάθια µιλούσαν, όπως µιλούν πάντοτε. Με χαοµένη σκέψη, ανακατεύουν σηµάδια και σχήµατα και σου παρουσιάζουν µια θολούρα µε ύφος ειδήµονα.
Απ’ την άλλη µεριά εγώ δεν µπορούσα να ξεκολλήσω το βλέµµα µου απ’ τις ορθάνοικτες κουρτίνες της σάλας. Τουλάχιστον πριν 20 – 25 χρόνια τις θυµόµουν κλειστές.
«Ρε συ! Αν µας δει κανείς, θα γίνουµε ρεζίλι», ψιθύρισα στη διπλανή µου.
«Μη µου χολοσκάς, για πλάκα το κάνουµε. Όλοι το ξέρουν!», προσπάθησε να µε καθησυχάσει.
Αντ’ αυτού, µε ανησύχησε περισσότερο. Τουλάχιστον στο παρελθόν, η µαµά µου αρνούνταν πεισµατικά ότι παρακολουθούσε χαζές σαπουνόπερες, σκέφτηκα. Ενώ σήµερα, αν τυχόν επικρίνεις κάποιον για τα σκουπίδια που παρακολουθεί θα πάρεις πάντα την ίδια πανοµοιότυπη απάντηση: έλα µωρέ, για πλάκα το βλέπω, για να γελάσω!
Λες κι έγινε αστείο, ένα γεµάτο σκουπίδια µυαλό τη σήµερον!
Ένα επίµονο σκούντηµα µε επανέφερε στο φολκλόρ σκηνικό. Ήταν η σειρά του δικού µου καφέ. Παρόλα αυτά, εγώ συνέχισα να ταξιδεύω. Για να µε επαναφέρει και πάλι ο θόρυβος. Είχαν µπει µπροστά τα µεγάλα όπλα. Τα λεγόµενα φλέρταραν µε το λάθος, µε το κακό, προσπαθώντας να µου τραβήξουν την προσοχή. Πώς να το εξηγήσω, δεν έχετε δει προκλητικές δηλώσεις που πάσχουν από στερητικό δηµοσιότητας; Προκαλούν αναστάτωση, για να επανέρθουν ξανά στη δηµοσιότητα και να ανασκευάσουν. Έτσι και το δικό µου φλιτζάνι, στο τέλος µε καθησύχαζε πως «εν τέλει όλα θα πάνε καλά» µην τυχόν τροµάξω και δεν ξαναφανώ. Έτσι δοκιµάζουν πάντοτε, λίγο λίγο να σε συνηθίσουν στην ασχήµια.
Γύρισα σπίτι µου κακοδιάθετη. Η καλτ µατιά µου είχε αποτύχει παταγωδώς, µιας και το σκηνικό είχε παραλληλιστεί βίαια µε την πραγµατικότητα. ∆εν είχα και πολλά περιθώρια να επαναφέρω την ηρεµία µου. Σε κάτι τέτοιες στιγµές ένας βαρύς εύγευστος καφές είναι ό,τι πρέπει.
Ξεκίνησα µε προσήλωση τη δική µου πλέον τελετουργία. Να πέσουν οι δόσεις ακριβώς, να έχει σιγανή φωτιά, να τον σηκώσω λίγο πριν σµίξουν οι φουσκάλες. Έπειτα να βρω το κατάλληλο φλιτζάνι και να ρίξω τον καφέ απ’ το σωστό ύψος.
Κατόπιν τα πράγµατα παίρνουν νοµοτελειακά τη σωστή τους σειρά: Τα κατακάθια µένουν πάντοτε στον πάτο και το καϊµάκι στην κορυφή. ∆εν µπορεί να γίνει αλλιώς.