“Ανοχύρωτη χώρα” γράφει ο Στάθης
Τριάντα χρόνια τη βγάλαμε θητεία στα φυλάκια. Στην άκρη της καλλιεργημένης γης, στις παρυφές της στέπας. Τριάντα χρόνια περιμέναμε τους βαρβάρους κι εκείνοι δεν έρχονταν. Όμως τίποτα δεν μας πτοούσε, ξέραμε τι ήταν οι Βάρβαροι κι έτσι στην ομίχλη του πρωινού, στην αχλύ του δειλινού και στο μυστήριο της νύχτας εμείς προσέχαμε μήπως τα όντα της στέπας φανούν.
Με τον καιρό οι στολές μας εφθάρησαν κάπως, οι άδειες για να πηγαίνουμε στην πόλη λιγόστευαν, κάποιοι αδειούχοι δεν γύριζαν τους κρατούσαν στο σπίτι οι αρραβωνιαστικιές τους, κάποιοι άλλοι γύριζαν κι έσκιζαν τις φωτογραφίες του έρωτά τους, με τον καιρό έπαψαν να έρχονται νεοσύλλεκτοι, εμείς φυλάγαμε.
Μαζί μας στα φυλάκια άρχισαν να φυλάνε και οι σκιές. Από τη στολή του υπολοχαγού μας είχαν μείνει να φέγγουν τα δύο αστέρια, όλα τα υπόλοιπα ενδύματα, ράκη που προσπαθούσε να φέρει με αξιοπρέπεια – άλλωστε κάποιοι από μας το πρωί ξυρίζονταν ακόμα και το βράδυ γύρω απ’ τη φωτιά μιλούσαμε με τα μάτια και τρώγαμε γλυκό ψωμί.
Κάποια σπασμένα νέα από την πόλη – η μάνα σου πέθανε – μας έλεγαν ανάμεσα στα άλλα ότι τα όντα από τις στέπες ήταν πλέον εκεί, ήταν πλέον στα πράγματα, έκαναν κουμάντο – δικοί μας άνθρωποι, κι αδίκως στο παρελθόν τους είχαμε φοβηθεί. Κανείς μας δεν πίστεψε αυτά τα μαντάτα, τις μια – δυο φορές που ήρθαν, “κάποιο κόλπο των Βαρβάρων θα είναι” λέγαμε, για να αμελήσουμε. Κι ακόμα πιο σφικτά επανδρώναμε τα πόστα μας.
Σε μερικά φυλάκια, βρίσκαμε το πρωί συνθήματα γραμμένα με μπογιές, no passaran στο ένα φυλάκιο, patria o muerte στο άλλο. Ήταν πλέον φανερό ότι τα πράγματα υπερέβαιναν τους κανονισμούς, ότι ο υπέρμετρος ζήλος απειλούσε την πειθαρχία.
Στείλαμε στην πόλη τον λοχαγό και δυο συντρόφους να μάθουμε τι γίνεται, να επιβεβαιώσουμε τις εντολές που είχαμε, τις διαταγές που εκτελούσαμε. Και περιμέναμε.
Άλλαζαν οι εποχές και οι θέσεις των άστρων στον ουρανό. Οι ήχοι από τη στέπα, κάτι σουρσίματα και κάτι απόμακρα αλυχτίσματα πύκνωναν και αραίωναν, αλλά μαντάτα από την πόλη δεν έρχονταν. Εμείς ζωγραφίζαμε τις ομορφιές της σε χαρτιά και μιλούσαμε για αυτήν με νοσταλγία, σιγά –σιγά στις καρδιές μας η πόλη έγινε ξανά το μέρος που κατοικούσαμε και τα φυλάκιά μας έγιναν η παιδική μας ηλικία, αλλά και η πόρτα για τα Ηλύσια Πεδία που μας περίμεναν ως ευδοκίμως υπηρετήσαντες. Ζούσαμε εμείς και οι σκιές.
Τα λάβαρά μας τα είδαμε να έρχονται απ’ τη μεριά της πόλης. Το στράτευμα που γρήγορα μας αφάνισε φορούσε στολές όπως οι δικές μας πριν να παλιώσουν. Λίγοι από μας γλύτωσαν σπρωγμένοι στη στέπα. Κι εκεί περάσαμε μαζί με τις σκιές που μας ακολούθησαν την πρώτη μας νύχτα. Τραυματισμένοι, τρομαγμένοι, πεινασμένοι, με τα σουρσίματα και τα απειλητικά γρυλίσματα πιο κοντά μας και γύρω μας, χωρίς να ανάψουμε φωτιές, λαγοκοιμηθήκαμε. Το πρωί μας βρήκε νομάδες. Από μακριά βλέπαμε να λάμπουν τα όπλα και τα διάσημα των νέων φρουρών που ήρθαν στα φυλάκια να φυλάξουν την πόλη από τη μυστηριώδη κι εχθρική στέπα. Και από εμάς.
Πλανηθήκαμε. Οι σκιές τα πήγαιναν καλύτερα από μας, φαινόταν πιο έμπειρες. Βρήκαμε νερό, ήπιαμε, βρήκαμε λαγούς, φάγαμε και σιγά – σιγά λιγοστέψαμε. Στη στέπα δεν βρήκαμε παράξενα όντα και ίσως για τη στέπα τα παράξενα όντα να είμαστε εμείς – ίσως το ίδιο και για τους νέους φρουρούς που φυλάγανε τη γραμμή των συνόρων.
Ένα βράδυ – ανάβαμε πλέον φωτιές, απείχαμε αρκετά απ’ τα σύνορα- μας πλησίασε ένας λύκος. Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο πλάσμα στη στέπα, ξέραμε ότι οι λύκοι δεν πλησιάζουν τη φωτιά και τα μάτια του στο λαμπύρισμά της έμοιαζαν σαν τα δύο αστέρια του υπολοχαγού μας.
Βυθιστήκαμε στη σιωπή, δύο – τρείς άρχισαν να γράφουν κι εγώ μάζεψα τα χαρτάκια, τα τελευταία που μας είχαν απομείνει και τα έβαλα σε ένα μπουκάλι. Νέους ξανά και όμορφους, με τις φωτογραφίες της αρραβωνιαστικιάς στο πορτοφόλι μας, μας κοίμισε εκείνη τη νύχτα ο λύκος…
email: stathispontiki@gmail.com