Περιγραφή, φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
«Στο βουνό δεν ανεβαίνεις με τα πόδια αλλά με την…καρδιά.» (φράση ορειβατών)
Κυριακή 22-04-2018.
Έξω ακόμη σκοτάδι. Τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν, μια νέα μέρα ξεκινούσε. Ξεκινούσαμε και εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», για μία ακόμη καθιερωμένη κυριακάτικη εξόρμηση.
Ξεκινούσαμε για το δικό μας «καταφύγιο», τη δική μας ελεύθερη «γωνιά», μακριά από την άχαρη και «τυποποιημένη» καθημερινότητα. Τα ρολόγια έδειχναν 05.50΄. Ήταν η ώρα που φεύγαμε από την Βέροια, την πόλη της ιστορίας και του πολιτισμού. Την πόλη της απέραντης ομορφιάς της Φύσης και της ζωής.
Οδεύοντας προς την έξοδο της Βέροιας, περάσαμε από το χώρο του Βήματος του Απόστολου των Εθνών Παύλου…το σημαντικότερο, σήμερα, σημείο αναφοράς της εκκλησιαστικής ιστορίας της πόλης (φωτ. 1).
Αφήσαμε πίσω μας την «ωραία κοιμωμένη» και μπήκαμε στην Εγνατία Οδό με κατεύθυνση προς Ιωάννινα. Προορισμός μας : η περιοχή του χωριού Αγ. Παρασκευή (Κεράσοβο) Κόνιτσας. Το πρόγραμμα της κυριακάτικής μας δραστηριότητας: «Ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου του Σμόλικα.» (φωτ. 2).
Βέροια – Εγνατία Οδός. Κάποια στιγμή η γύρω περιοχή της διαδρομής μας άρχισε να παίρνει χρώματα. Κοιτάζοντας στο πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου, είδα τον πρωϊνό ήλιο να κάνει την εμφάνισή του φωτίζοντας όλο το τοπίο που αντικρίζαμε (φωτ. 3).
Στη θέα του θυμήθηκα τους στίχους του Οδ. Ελύτη:
«Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας ο πετροπαιχνιδιάτορας
Λίγο το στόμα του άνοιξε κι ευθύς μύρισε άνοιξη
Τα δένδρα κελαηδήσανε, τα ζωντανά σουνίσανε…»
Στην έξοδο «Καστοριά – Μαυραναίοι», βγήκαμε από την Εγνατία και πήραμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Μαυραναίους. Από το σημείο αυτό απολαμβάναμε την ανοιξιάτικη ομορφιά της διαδρομής περνώντας από διάφορα χωριά του Νομού Γρεβενών (φωτ. 4).
Μαυραναίοι – Ανάβρυτα (ένα χωριό κτισμένο σ’ ένα πυκνό δάσος βελανιδιάς κοντά στον ποταμό Βενέτικο) – Αετιά (κτισμένη σε υψόμετρο 1.150 μέτρων και το χειμώνα γίνεται ορμητήριο των χιονοδρόμων) – Φιλιππαίοι (με σπίτια δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής).
Όσο προχωρούσαμε για τη Σαμαρίνα βλέπαμε, στα αριστερά μας, τον ορεινό όγκο της Βασιλίτσας με το γνωστό της Χιονοδρομικό Κέντρο (φωτ. 5).
Συνεχίζαμε.
Σε μια στροφή του δρόμου ο θαυμασμός !!! Εικόνα φανταστική, απερίγραπτη. Όλο πειρασμός, δεν θα μπορούσε να περάσει έτσι… απαρατήρητη.
«…ένα ακόμη όμορφο και ρομαντικό χωριό της Πίνδου.», γράφει στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του ο Χρήστος Ενισλείδης. Και συνεχίζει: «Μέσα σε πυκνό από πλατάνια, από οξιές, από πεύκα και έλατα δάσος. Γεμάτη νερά κρουσταλλένια, γεμάτη άνθηση και ζωή. Η Σαμαρίνα μια πόλις καλοκαιρινή. Γι’ αυτό τα χιόνια και τα κρούσταλλα εξαφανίζουν την ζωή το χειμώνα…» (φωτ. 6).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Δεν κάναμε παραπάνω από 50 χλμ., από την έξοδο της Εγνατίας, για να φτάσουμε στο πιο φημισμένο από τα ορεινά βλαχοχώρια της Πίνδου.
Η Σαμαρίνα ή «Σάντα Μαρίνα», είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στην βορειοανατολική πλευρά του ορεινού όγκου του Σμόλικα και σε υψόμετρο 1.450 μέτρων, στο ψηλότερο δηλ. σημείο από κάθε άλλο χωριό στην Ελλάδα (φωτ. 7).
Μπαίνοντας στο βλαχοχώρι δεν συναντήσαμε κίνηση. Μόνο κάποια μετρημένα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα δίπλα σε έναν ξενώνα και μαρτυρούσαν την παρουσία επισκεπτών.
Περάσαμε μέσα από το χωριό με κατασκευαστική πολυμορφία και δεκάδες διαφημιστικές πινακίδες. Αντικρίσαμε στο πέρασμά μας σπίτια με τσίγκο ή πέτρα στις σκεπές.
Δεν σταματήσαμε. Συνεχίσαμε την οδική πορεία μας με κατεύθυνση προς το επόμενο ορεινό χωριό, την Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο) Κόνιτσας. Στη διαδρομή μας οι εικόνες εναλλάσσονταν. Ορεινά βοσκοτόπια, δάσος οξιάς και στη συνέχειά του εκείνο με κωνοφόρα. Κάθε εικόνα και ένα διαφορετικό συναίσθημα. Και όλες μαζί ξεκούραζαν την ψυχή μας σε ένα δρόμο μακρινάρι και με πολλές στροφές.
Προσπεράσαμε τη θέση «Γκρέκο», με την χαρακτηριστική λιμνούλα. Το σημείο αυτό το επιλέγουμε για κάποιες άλλες εξορμήσεις μας προς τις κορυφές του Σμόλικα (φωτ. 8).
Μπαίναμε στις περιοχές του Νομού Ιωαννίνων. Χρειαστήκαμε 17,5 περίπου χλμ., από τη Σαμαρίανα, για να φτάσουμε στη γέφυρα με τη «Νεροτριβή» του Αγροτικού Συνεταιρισμού Αγ. Παρασκευής (φωτ. 9, 10).
Για το χωριό της Κόνιτσας ήθελε άλλα 2,5 χιλιόμετρα ασφαλτόδρομου. Βρισκόμασταν στα 1.070 μέτρα υψόμετρο. Μέχρι εδώ κάναμε 2 ώρες και 40 λεπτά από Βέροια, διανύοντας μία απόσταση 170 χιλιομέτρων συνολικά. Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητο κάτω από ένα πανύψηλο πλατάνι και δίπλα στους τσιμεντένιους πάγκους με τραπέζια.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Ο καιρός καλός, η μέρα ηλιόλουστη και η θερμοκρασία στους 7,5 βαθμούς Κελσίου. Τα σακίδιά μας, πέρα από τα απαραίτητα, «φορτώθηκαν» και με το επιπλέον βάρος των κραμπόν+πιολέ, για κάθε ενδεχόμενο.
Δίπλα μας τρέχανε τα ορμητικά νερά που, προερχόμενα από τα Ρέματα «Ελληνικό» και «Βαθύλακκος», κατέληγαν στον «Βουρκοπόταμο» (φωτ. 11).
Ο ήχος των τρεχούμενων νερών εκκωφαντικός, μας ανάγκαζε να μιλάμε δυνατά για να ακουγόμαστε. Γεμίσαμε τα παγούρια μας με το κρύο νερό της πηγής, φορτωθήκαμε τα κάπως βαριά σακίδιά μας και ξεκινήσαμε (φωτ. 12, 13).
Από το σημείο αυτό ξεκινά το μονοπάτι «Κ2», με κίτρινη σήμανση, που στη συνέχειά του περνά μέσα από μία άγρια και παρθένα περιοχή του Ρέματος «Βαθύλακκος» (φωτ. από 14 έως και 17).
Το μονοπάτι ανηφορικό. Τα περάσματά μας μέσα σε δάσος πανύψηλων μαυρόπευκων άλλοτε εύκολα και άλλοτε με κάποια δυσκολία. Είχε κάποια απότομα σημεία. Και σε κάποια άλλα, περπατήσαμε μεγάλα τμήματα με συγκεντρωμένες πέτρες, μικρές – μεγάλες, που στο πέρασμά τους ήθελαν περισσότερη προσοχή για την αποφυγή ανεπιθύμητων τραυματισμών.
Στα δεξιά του μονοπατιού τα ορμητικά νερά του ρέματος και στα αριστερά του η πλαγιά με την πλούσια βλάστηση και την μεγάλη κλίση της (φωτ. από 18 έως και 22).
Όταν περπατούσαμε δίπλα στα τρεχούμενα νερά σταγονίδια δρόσιζαν το πρόσωπό μας. Και η βοή τους στο πέρασμά τους ήταν τόσο δυνατή που κάλυπτε, τις περισσότερες φορές, τον ευχάριστο ήχο του κελαηδίσματος του αηδονιού, το οποίο λες και μας ακολουθούσε σε όλη μας τη διαδρομή μέσα στο δάσος.
Με τόσα ψηλά δένδρα παντού, δεν είχαμε ανάγκη την… ομπρέλα σε μια τόσο ηλιόλουστη μέρα. Ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια του μονοπατιού, περάσαμε το ποταμάκι για να βρεθούμε στη δεξιά πλαγιά του ρέματος (φωτ. 23).
Ανηφορίζαμε. Κάθε μας βήμα και ένα σύν στην υψομετρική διαφορά. Η χλωρίδα άρχισε να αλλάζει. Το έλατο αντικαθιστούσε σταδιακά το πανύψηλο μαυρόπευκο. Το σκηνικό διαφορετικό. Περισσότερα ανοίγματα μεταξύ των κωνοφόρων…περισσότερη θέα.
Αντικρίσαμε εικόνες που μας μάγευαν. Κάθε μας βήμα και υγεία, κάθε μας ματιά και μια φωτογραφία. Συναντήσαμε το πρώτο χιόνι, το οποίο όσο ανεβαίναμε γινόταν όλο και περισσότερο (φωτ. από 24 έως και 29).
Πλησιάζομε στη ζώνη του ρόμπολου, ενός κωνοφόρου μεγάλων διαστάσεων, ακέφαλου τις περισσότερες φορές. Το έβλεπες και το θαύμαζες για τους παράξενους σχηματισμούς των βραχιόνων και κλαδιών του. Εάν κοιτάξεις από κοντά τον κορμό ενός δένδρου μεγάλης ηλικίας, θα παρατηρήσεις πως η φλούδα του είναι ένα παζλ με κομμάτια ρομβοειδούς σχήματος ενωμένα μεταξύ τους (φωτ. 30, 31).
Παντού τρέχανε νερά και στους βράχους βλέπαμε να σχηματίζονται δεκάδες καταρράκτες με το νερό να πέφτει από ψηλά και σε κάποιους άλλους να είναι παγωμένο σε σχήμα σταλακτιτών (φωτ. από 32 έως και 35).
Αντικρίζοντας όλο το γύρω σκηνικό νομίζαμε πως παρόμοια τοπία υπήρχαν μόνο στα… βιβλία. Κι όμως, τα βλέπαμε μπροστά μας. Αυτή είναι και η ομορφιά της ορειβασίας, απολαμβάνεις από κοντά τη μαγεία της Φύσης και ξεχνάς όλη την κούραση.
Στα 2.000 και πλέον μέτρα υψόμετρο δεν υπήρχε μονοπάτι. Το χαράζαμε εμείς, ανάλογα με τις δυνάμεις μας, τις αντοχές μας, την ικανότητά μας. Ο Αντώνης ενημέρωνε το GPS με τα στοιχεία της διαδρομής μας (φωτ. 36).
Φτάσαμε στην πλαγιά με τη μεγάλη κλίση και το πολύ χιόνι. Έπρεπε να την ανεβούμε. Το χιόνι καλής ποιότητας, τα πόδια δεν βούλιαζαν μέσα και δεν ήταν παγωμένο. Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη για την εκτίμηση όλων των παραγόντων και αποφασίσαμε να το τολμήσουμε, χωρίς να «κουμπώσουμε» στα άρβυλά μας τα κραμπόν και ούτε να χρησιμοποιήσουμε τα πιολέ. Αρχικά ανεβήκαμε την χιονισμένη πλαγιά με τη μεγάλη κλίση και στη συνέχεια μπήκαμε στο απότομο λούκι (φωτ. από 37 έως και 41).
Στο κομμάτι αυτό το εγχείρημα κοπιαστικό, μας προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα: φόβο, ικανοποίηση, ευχαρίστηση, επιβράβευση. Η αδρεναλίνη στο φούλ. Ζούσαμε ένα τελετουργικό που μας βοηθούσε να έρθουμε σε ισορροπία με τον εαυτό μας, να αποκαλύψουμε τα όριά μας, να γίνουμε πιο δυνατοί. Πλησιάζαμε στην κορυφή (φωτ. 42).
Χρειαστήκαμε 5 ώρες και 30 λεπτά κοπιαστικής ανηφορικής πορείας και να διανύσουμε μια απόσταση 9.250 μέτρων, από τη Νεροτριβή, για να φτάσουμε στα 2.637 μέτρα υψόμετρο, την ψηλότερη κορυφή του δεύτερου σε ύψος βουνού της Ελλάδος μετά τον Όλυμπο.
Χαρά, ικανοποίηση, επιβράβευση του τολμήματος, θαυμασμός.
Στην κορυφή συναντήσαμε κι άλλους ορειβάτες. Μια παρέα 20 ατόμων, που ήταν φίλοι μεταξύ τους και προέρχονταν από διάφορες, ο καθένας, περιοχές της Ελλάδος. Αποφάσισαν να ανέβουν στην κορυφή του Σμόλικα κάνοντας την πιο σύντομη διαδρομή στον ορεινό όγκο. Είχαν μαζί τους και δύο μεγαλόσωμα σκυλιά (φωτ. 43, 44, 45).
Φωτογραφίες στο τριγωνομετρικό της κορυφής με το αλεξικέραυνο δίπλα του. Η ύπαρξή του μαρτυρεί την πτώση κεραυνών, που είναι σύνηθες φαινόμενο στην περιοχή, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη απ’ όλους όσους σκοπεύουν να την επισκεφτούν.
Έχει τοποθετηθεί μετά τον τραγικό θάνατο του Lucats Gyorgy Tamas, του 19χρονου Ούγγρου ορειβάτη, που κτυπήθηκε από κεραυνό το 1997.
Καθίσαμε να κολατσίσουμε. Ήταν η στιγμή της χαλάρωσης μετά την ένταση της απαιτητικής ανηφορικής πορείας. Η μέρα ηλιόλουστη και η θέα από τα 2.637 μέτρα υψόμετρο δεν θα μπορούσε παρά να είναι μαγευτική. Όπου κι αν ταξίδευε το βλέμμα μας αντικρίζαμε: κορυφές, βουνά, δασωμένους ορεινούς όγκους, ρεματιές.
Βλέπαμε: την κατάφυτη Τραπεζίτσα, την Τύμφη (Γκαμήλα) με τις δεκάδες κορυφές της, τον Γράμμο με την κορυφογραμμή του και χαμηλότερά του το Βόϊο, την κορυφή «Μόσια» του Σμόλικα και χαμηλότερα το απότομο λούκι που ανεβήκαμε πριν από κάποια λεπτά.
Κοιτάζοντας χαμηλά βλέπαμε: την σκεπασμένη με χιόνι υποαλπική Λίμνη του Σμόλικα και ακόμη χαμηλότερα τον Σαραντάπορο ποταμό και δεξιότερά του το ορεινό χωριό της Κόνιτσας, την Αγ. Παρασκευή (Κεράσοβο) (φωτ. από 46 έως και 49).
Η ώρα περασμένη, τα ρολόγια δείχνανε 14.40΄. Η επιστροφή προβλεπόταν πολύωρη. Έτσι, αποφασίσαμε να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφής. Τελευταίες ματιές και αφού φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, ξεκινήσαμε. Η διαδρομή μας διαφορετική από εκείνη της ανάβασης.
Ακολουθήσαμε την παρέα των παιδιών. Πήραμε το κλασικό και το πολυπερπατημένο μονοπάτι που οδηγούσε αρχικά στη Δρακόλιμνη, την υποαλπική λίμνη του Σμόλικα. Η πλαγιά με μεγάλη κλίση, σε πολλά τμήματά της βραχώδης. Ήθελε προσοχή στο κατέβασμα από τα κομμάτια εκείνα (φωτ. από 50 έως και 53).
Στη διαδρομή μας συναντήσαμε παράξενους σχηματισμούς από νεκρούς κορμούς ρόμπολου (φωτ. 54, 55, 56).
Χρειαστήκαμε 45 λεπτά προσεκτικής κατάβασης για να φτάσουμε στην παγωμένη υποαλπική λίμνη του Σμόλικα, τη Δρακόλιμνη ή Λύγκα όπως αλλιώς ονομάζεται. Βρίσκεται σε υψόμετρο 2.150 μέτρων και είναι δεύτερη σε μέγεθος, μετά τη Δρακόλιμνη της Γκαμήλας. Στα βλάχικα λέγεται «Ντιβιρλίγκα».
Εάν δεν ήταν παγωμένη θα μπορούσαμε να διακρίνουμε το χαρακτηριστικό σχήμα της και τους μικρούς τρίτωνες να κολυμπούν στα νερά της. Θα βλέπαμε το σχήμα…τ ης καρδιάς. Ολιγόλεπτη στάση. Φωτογραφίες και κάποια παιχνιδάκια δίπλα στη παγωμένη Δρακόλιμνη (φωτ. 57,58,59).
Δεν καθίσαμε πολύ. Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, αποχαιρετήσαμε την παρέα των φίλων και πήραμε το κατηφορικό μονοπάτι «Ο3» με κατεύθυνση προς την Αγ. Παρασκευή. Η παρέα θα ακολουθούσε το μονοπάτι «Ο3» με κατεύθυνση προς το χωριό Πάδες.
Το μονοπάτι «Ο3» ξεκινάει από το χωριό Πάδες, περνάει από τη Δρακολιμνη, συνεχίζει για την Αγ. Παρασκευή (Κεράσοβο) Κόνιτσας και τερματίζει στο χωριό Δροσοπηγή.
Κατηφορίζοντας την χιονισμένη πλαγιά και ακολουθώντας τους μεταλλικούς πασσάλους, σήμανση του μονοπατιού «Ο3», φτάσαμε σε μια καλύβα από λαμαρινοκατασκευή. Χρειαστήκαμε μόλις 10 λεπτά από τη Δρακόλιμνη για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Κοντά στην καλύβα και σε μικρή απόσταση υπάρχει μια πηγή με τρεχούμενο νερό (φωτ. 60)
Συνεχίσαμε ακολουθώντας τα σημάδια του μονοπατιού. Σκηνικό εναλλασσόμενο. Γυμνό τοπίο – ζώνη ρόμπολου – ελατόδασος – δάσος μαυρόπευκου. Το μονοπάτι με πολύ καλή σήμανση, ευδιάκριτο, βατό και με πολύ όμορφα περάσματα (φωτ. από 61 έως και 65).
Μετά από κατηφορική πορεία μιάς ώρας και 20 λεπτών, από τη Δρακόλιμνη, φτάσαμε στην πετρόχτιστη πηγή με τρεχούμενο νερό (φωτ. 66).
Ολιγόλεπτη στάση, γεμίσαμε τα παγούρια μας με φρέσκο νερό και συνεχίσαμε.
Το μονοπάτι συνέχιζε με όμορφα περάσματα. Συναντήσαμε πολλά τρεχούμενα νερά, εγκαταλειμμένα καταπράσινα αγροτοχώραφα, που σήμερα χρησιμοποιούνται σαν βοσκοτόπια. Όσο κατεβαίναμε υψομετρικά περνούσαμε και μέσα από μεικτά δάση (φωτ. 67, 68, 69).
Συναντήσαμε δασικό δρόμο και κάναμε δεξιά, βγαίνοντας από το κλασικό μονοπάτι. Ο δρόμος αυτός σε μια διασταύρωση οδηγούσε προς το πέτρινο εξωκλήσι του Πρ. Ηλία.
Δεν κάναμε παραπάνω από 25 λεπτά πορείας, από την προηγούμενη πετρόχτιστη πηγή, και συναντήσαμε μια άλλη ( φωτ. 70).
Δροσιστήκαμε και συνεχίσαμε. Αφήσαμε στα αριστερά μας το δρόμο που οδηγούσε προς το εκκλησάκι του Πρ. Ηλία και συνεχίσαμε ευθεία, την κατηφόρα. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο. Μέχρι εδώ κάναμε 2 ώρες και 30 λεπτά κατηφορικής πορείας, από τη Δρακόλιμνη, διανύοντας μια απόσταση 9.910 μέτρων.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή. Νιώθαμε ικανοποιημένοι για το κατόρθωμά μας και ευχαριστημένοι, γιατί ο Σμόλικας μοιράστηκε μαζί μας τη μαγεία του και την τόσο ξεχωριστή ομορφιά του σε μια καταπληκτική ηλιόλουστη μέρα.
Στο σημείο αυτό άλλη μία ορειβατική μας εξόρμηση έφτασε στο τέλος της.
Η σκέψη να πεταχτούμε μέχρι το χωριό Αγ. Παρασκευή Κόνιτσας, που απείχε περίπου 2,5 χλμ. από τη Νεροτριβή, ακούστηκε όμορφη. Θέλαμε να το δούμε από κοντά, να το γνωρίσουμε.
Δεν θα ήταν σωστό να βρισκόμαστε στο τόπο των μαστόρων που… έχτισαν τον κόσμο και να μην επισκεφτούμε το Μαστοροχώρι της περιοχής. Το χωριό Αγ. Παρασκευή ή Κεράσοβο είναι κτισμένο σε υψόμετρο 960 μέτρων μέσα σε ένα εντυπωσιακό καταπράσινο και ανέγγιχτης φυσικής ομορφιάς τοπίο με πολλά νερά.
Καθίσαμε σε ένα από τα καφενεδάκια της μεγάλης πλατείας με τα υπεραιωνόβια πλατάνια.
Το ένα, στο προαύλιο χώρο της πετρόχτιστης εκκλησίας, είχε μια ταμπελίτσα που έγραφε: «ΕΦΥΤΕΥΘΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΖΑΜΑΝΗ ΕΤΟΣ 1891».
Μιλήσαμε με τους κατοίκους του χωριού. Περπατήσαμε στα δρομάκια του και βγάλαμε φωτογραφίες (φωτ. από 71 έως και 75).
Το ρολόι στο καμπαναριό της εκκλησίας, αφιερωμένης στη μνήμη και προστάτιδας του χωριού, «Αγ. Παρασκευής» έδειχνε 07.00΄.
Ήταν η ώρα που έπρεπε να επιστρέψουμε στη Βέροια.
Με όμορφες εικόνες να «φωλιάζουν» στην άκρη του μυαλού μας και με εκατοντάδες «αποθηκευμένες» στις μνήμες των φωτογραφικών μας μηχανών πήραμε τον οδικό δρόμο της επιστροφής.
Απολογισμός:
Διαδρομή: Θέση «Νεροτριβή» (υψ. 1.070 μ.)– μονοπάτι «Κ2» – στα 2.000 μέτρα υψόμετρο «δικό μας» μονοπάτι – πέρασμα από απότομο και με χιόνι λούκι – κορυφή (υψ. 2.637 μ.) – μονοπάτι προς τη Δρακόλιμνη (υψ. 2.150 μ.) – κλασικό μονοπάτι «Ο3» – δασικός δρόμος πριν το εξωκλήσι του Πρ. Ηλία – Νεροτριβή.
Υψομετρική διαφορά: 1.600 μ.(με τα ανεβοκατεβάσματα, ένδειξη GPS) Απόσταση: 19.160 μ. ( ένδειξη GPS)
Χρόνος: 9 ώρες και 35 λεπτά ( συνολικός )