Ώρες ατέλειωτες άκουγα τα πλήκτρα της να χτυπούν. Άλλοτε πιο γρήγορα και άλλοτε πιο αργά. Με μάγευε με κάποιον περίεργο τρόπο αυτός ο ήχος που έβγαινε απ’ την ξεθωριασμένη Imperial. Κι ο παππούς μου σκυμμένος πάνω της. Σαν να γινόταν ένα σώμα με τη γραφομηχανή του. Αφοσιωμένος πάνω στα πλήκτρα της, σκεφτικός και χαμένος στις σκέψεις του. Με τα γυαλιά του φορεμένα χαμηλά, στην άκρη της μύτης του, έτοιμα λες να πέσουν πάνω στην γραφομηχανή του.
Και σχεδόν πάντα ακουγόταν απ’ την άλλη άκρη του δωματίου η διαπεραστική φωνή της γιαγιάς μου. «Αμάν Κώστα! Επιτέλους! Πόση ώρα θα γράφεις ακόμα!» Ήταν τότε που ένιωθα να σκορπούν οι λέξεις στον αέρα, μετά από τόση σιωπή. Κι εκείνος, σήκωνε αργά πάντα και ήρεμα το βλέμμα του, σαν να είχε μόλις βγει από το δικό του σύμπαν και με ένα γλυκό χαμόγελο απαντούσε απευθυνόμενος σε μένα:
«Ελισώ, έλα παιδί μου να σου διαβάσω το άρθρο».
Τραβούσε θυμάμαι το χαρτί από τον κύλινδρο της γραφομηχανής με μια κίνηση τόσο επιδέξια, που έβλεπα την άκρη του φύλλου να ανεμίζει σαν φτερό πουλιού. Έπειτα, για ένα λεπτό το κοιτούσε εκστασιασμένος. Σαν κάτι δικό του να είχε μόλις γεννηθεί. Μετά, το ακουμπούσε στο ξύλινο γραφείο και πιάνοντάς το με τα δυο του χέρια, σαν να είναι κάτι πολύτιμο, ξεκινούσε την ανάγνωση διαβάζοντας πρώτα τον τίτλο που είχε δώσει.
Δεν θυμάμαι ακριβώς τα θέματα των άρθρων του. Κάτι για τους εργάτες, κάτι για τις απεργίες έμειναν στη μνήμη μου. Όμως δεν ξεχνώ τον τρόπο που μου τα διάβαζε. Αργά και καθαρά με μια φωνή σαν να την άκουγα στο ραδιόφωνο. Σταματούσε για μια ανάσα στις τελείες και όταν έπρεπε κάπου να υπογραμμίσει το νόημα, δυνάμωνε τη φωνή του τονίζοντας κάθε λέξη. Έδινε μιαν άλλη ηχητική χροιά στα επίθετα και μια ιδιαίτερη δυναμική στα ρήματα. Πολλές από τις λέξεις του δεν τις καταλάβαινα τότε. Δε ρωτούσα όμως, από ντροπή. Εξάλλου όλη εκείνη η εικόνα έκανε τη στιγμή μαγική.
Κι όταν τέλειωνε το διάβασμα, ικανοποιημένος με όσα είχε γράψει, τραβούσε πίσω την ξύλινη καρέκλα του. Με μια αργή κίνηση ακουμπούσε με προσοχή τα γυαλιά του πάνω στο γραφείο, άνοιγε διάπλατα τα κουρασμένα μάτια του και σμίγοντας τα φρύδια του, μου έκανε πάντα την ίδια ερώτηση: «Πώς σου φαίνεται Ελισώ μου;
Κι εγώ, πάντα μαγεμένη, απαντούσα πως όλα ήταν τέλεια και ότι ήταν ένας υπέροχος δημοσιογράφος. Κάπου στο μυαλό, μού είχε καρφωθεί κι εμένα τότε η ιδέα να γίνω δημοσιογράφος σαν κι αυτόν. Ήθελα τόσο πολύ να έχω κι εγώ τη δική μου γραφομηχανή και να χτυπάω τα πλήκτρα της όπως εκείνος.
Η γραφομηχανή του παππού κυριαρχούσε στον χώρο. Ακόμα κι όταν έστεκε σιωπηλή εκεί πάνω στο γραφείο του. Η γαλαζοπράσινη βάση της, με μια ασημένια λαβή στο πλάι για να αλλάζεις σειρά. Τα πλήκτρα της, τετράγωνα και λευκά, που τα μαύρα γράμματα πάνω τους είχαν ξεθωριάσει απ’ την πολλή χρήση. Μόνο εκείνη γνώριζε τα μυστικά του παππού μου και τις σκέψεις του. Αυτή μοιραζόταν μαζί του λέξεις γκρίζες, λυπημένες κι άλλοτε φωτεινές και χαρούμενες.
Αυτή η γραφομηχανή απέμεινε τόσο σιωπηλή όταν πέθανε ο παππούς μου. Νόμιζες πως έψαχνε τα δάχτυλά του να την αγγίξουν, όταν για χρόνια ήταν ακουμπισμένη σε ένα ράφι μιας παλιάς βιβλιοθήκης στο σπίτι της γιαγιάς. Παρατημένη, σκονισμένη, δίπλα σε μια στοίβα από χαρτιά και βιβλία. Κι εκεί δίπλα της, ξεχασμένος κι αυτός, ένας χαρτοκόπτης που ο παππούς είχε πάντα στο γραφείο του. Ο χαρτοκόπτης με την μπρούντζινη ανάγλυφη λαβή και με μια δερμάτινη πράσινη θήκη για να καλύπτει το μυτερό του μέρος. Τον κρατούσε, θυμάμαι, συχνά στα χέρια του, ανοιγοκλείνοντας τον με αμηχανία, καθώς σκεφτόταν τι θα γράψει.
Τα λευκά χαρτιά δίπλα στη γραφομηχανή κιτρίνισαν κι αυτά με τα χρόνια κι έμοιαζαν τώρα τόσο θλιμμένα! Λες και περίμεναν τα ποιήματα, τα διηγήματα και τα άρθρα που θα συνέχιζε να γράφει πάνω τους ο παππούς αν ζούσε. Τόσες λέξεις που δεν πληκτρολογήθηκαν, βουβές, χωρίς τον γνωστό κτύπο που τις αποτύπωνε στο χαρτί με τη μαύρη μελάνη.
Είναι φορές που νομίζω ότι ακούω ακόμα τους κτύπους από τα πλήκτρα της, καθώς την έχω χρόνια τώρα ακουμπισμένη στη δική μου βιβλιοθήκη, με τον πράσινο χαρτοκόπτη δίπλα της.
Kοιτάζοντάς την, ταξιδεύω νοερά σε μιαν άλλη εποχή. Σε στιγμές όμορφες, σε διαδρομές μαγικές, γεμάτες από λέξεις και εικόνες. Αναμνήσεις ανεξίτηλες, αποτυπωμένες με το μελάνι του χρόνου.
Ελισάβετ Τάρη
Σχολ. Σύμβουλος – Συγγραφέας
(Το διήγημα “Η γραφομηχανή” δημοσιεύεται για πρώτη φορά)