Πολιτισμός

“Θάνατος και ταφικά έθιμα”(1) γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος

Γιάννης Τσιαμήτρος

Γενικά

Ο θάνατος, το συνταρακτικότερο γεγονός της φύσης, ήταν φυσικό να αποτελέσει ένα από τα κεντρικά αντικείμενα της επιστημονικής έρευνας, της θρησκευτικής σκέψης, του φιλοσοφικού στοχασμού και της τέχνης. Η ιδέα του θανάτου, σ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης πορείας, ταλαιπωρεί τον άνθρωπο, που το βιώνει σαν το τέρμα της ύπαρξής του. Γι αυτό από την αρχαία εποχή φιλοσοφικές ή θεολογικές θέσεις προσπάθησαν να ηρεμήσουν την ανθρώπινη ψυχή από την αγωνία του θανάτου. Παράλληλα, στο λαό επικρατεί πλούσια εθιμολογία που χαρακτηρίζεται τόσο από σεβασμό προς το νεκρό και τη μνήμη του όσο και από τη σκέψη να αποτραπεί ή να εξουδετερωθεί οποιοδήποτε κακό θα μπορούσε να προέλθει από το θάνατο ενός οικείου προσώπου.

Όσο και να φαίνεται παράξενο, ο θάνατος έχει σχέση με τη γέννηση, γιατί το γεγονός της γέννησης του ανθρώπου προϋποθέτει και το θάνατο. Κανείς δεν μένει αθάνατος. Πάντως, κανείς δεν ξέρει με σιγουριά από πού προερχόμαστε και πού πηγαίνουμε. Είναι ένας ανοιχτός κύκλος με δυο αγνώστους Χ, όπως θα λέγαμε στα μαθηματικά. Η επιστήμη τους τελευταίους λίγους αιώνες μολονότι έχει προοδεύσει πολύ, εν τούτοις  δεν κατόρθωσε ακόμα να βρει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου  Ιερόθεος  υποστηρίζει:

«Ο θάνατος δεν είναι μια πράξη που την αντιμετωπίζει κανείς στο τέλος της βιολογικής του ζωής, αλλά ένα υπαρξιακό γεγονός μεγάλων διαστάσεων, που το βλέπει κανείς μέσα του, αλλά και σε ολόκληρη την κτίση. Ο θάνατος, όπως το έχουν σημειώσει, εκτός από τους θεολόγους, και οι ψυχαναλυτές, ψυχοθεραπευτές και ψυχολόγοι, αλλά και η σύγχρονη επιστήμη της θανατολογίας, συνδέεται με την βαθειά κρίση την οποία περνά ο άνθρωπος. Γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος στη ζωή του περνά από διαδοχικές κρίσεις θανάτου».

Η ιστορικός-αρχαιολόγος Ανδριάνα Καστρινού γράφει:

«…Γιατί όταν χάνουμε κάποιον αγαπημένο μας συγγενή ή φίλο πονάμε τόσο πολύ; Γιατί αφού είμαστε προετοιμασμένοι για την εξέλιξη του δικού μας ανθρώπου μόλις φύγει από τη ζωή μας φαίνεται ψέμα, περνάνε οι μέρες, οι μήνες και ο πόνος παραμένει ο ίδιος; Πότε μαλακώνει αυτός ο πόνος; Ο πόνος μαλακώνει όταν σταματήσεις να τον πολεμάς, όταν δεχτείς ότι είναι μια διαδικασία κάθαρσης και συνειδητοποίησης της ζωής. Ο θάνατος δεν είναι κατάσταση μόνιμη, ούτε το τέλος. Είναι αλλαγή συνειδητότητας, είναι αλλαγή επιπέδων. Αυτό που μας φοβίζει δεν είναι ο θάνατος αυτός καθ’αυτός αλλά ό,τι δε ζήσαμε, ό,τι δεν προλάβαμε, ό,τι δε τολμήσαμε, ό,τι δε χαρήκαμε και ούτω καθ’εξής. Στην τελική, είναι ο δικός μας θάνατος που υποβόσκει στο υποσυνείδητο, που προκαλεί την υποσυνείδητη ανασφάλεια, όσο και αν θέλουμε να λέμε ‘δεν είναι το δικό μου θάνατο που φοβάμαι, αλλά το θάνατο αγαπημένων προσώπων’. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μην τον αποφεύγουμε, αλλά να διαβάσουμε, να μάθουμε, να ψάξουμε, και στη συνέχεια να ζήσουμε, να τολμήσουμε, να γίνουμε ο εαυτός μας και, φυσικά, να τιμήσουμε τη ζωή μας…».

Τα ταφικά έθιμα και η προετοιμασία του νεκρού και φέρετρου λίγο πολύ μοιάζουν σε όλη την Ελλάδα με αρκετές παραλλαγές, όπως είναι φυσικό. Υπάρχει σεβασμός στο νεκρό, ο οποίος ‘θάβεται με όλες τις τιμές’ και σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη το σώμα προορίζεται να αναστηθεί. Το υγρό στοιχείο (νερό, λάδι, κρασί, ξύδι, υγρά αντικείμενα κλπ), το πλύσιμο του νεκρού και το πλύσιμο των χεριών των πενθούντων, που επικρατούν  στα ταφικά έθιμα, είναι χαρακτηριστικά.

Τα έθιμα του θανάτου ήθελαν να εξυπηρετήσουν τρεις σκοπούς: Να βοηθήσουν στον ήρεμο θάνατο και στην εκτέλεση των ύστατων επιθυμιών του νεκρού, β) να συ-ντελέσουν στον εξαγνισμό του νεκρού από τα αμαρτήματά του και να εξασφαλίσουν τη συγχώρεσή του από το Θεό και γ) να προστατεύσουν την οικογένεια αλλά και τη κοινωνία από την εκδικητική μανία του νεκρού (βρικολάκιασμα).

Οι παλιότεροι και απλοϊκοί άνθρωποι, όταν παρατηρούσαν κάτι αφύσικο και τρομαχτικό το θεωρούσαν προμήνυμα θανάτου. Τέτοια προμηνύματα μπορούσαν να ήταν από πτηνά ή άλλα ζώα, από όνειρα και άλλα σημάδια. Για παράδειγμα, όταν το σκυλί ουρλιάζει σαν λύκος ή όταν λαλεί ο κόκορας από βραδύς. Όταν τρίζει το ταβάνι του σπιτιού. Επίσης, όταν έβλεπαν στο όνειρό τους θολωμένο ποτάμι ή φίδια. Μάλιστα στα παλιά χρόνια η ονειρομαντεία ήταν αναπτυγμένη και υπήρχαν  έμπειροι άνθρωποι που ήξεραν να εξηγήσουν τα όνειρα.

Κηδεία Ξηρολιβαδιώτισσας. Απο το βιβλιο του Α Βασιάδη, Ξηρολίβαδο Ομορφο χωριό

Ο λαός έχει πολλές προλήψεις που τηρεί  στην περίπτωση θανάτου οικογενειακού προσώπου. Μερικές από αυτές είναι οι εξής:

1) Αν ο νεκρός έχει τα μάτια ή το στόμα ανοιχτό, πιστεύεται ότι σύντομα θα πάρει μαζί και άλλον.

2) Δεν καθαρίζουν το σπίτι κατά την ημέρα του θανάτου οικείου προσώπου, για να μην «καθαρίσει» και άλλον ο χάρος.

3) Γυναίκα που παρακολούθησε κηδεία δεν επιτρέπεται να πλησιάσει βρέφος γιατί αυτό θα ασθενήσει.

4) Αυτοί που παρακολουθούν κηδείες δεν πηγαίνουν κατόπιν στα σπίτια τους, αλλά αλλού για να μεταδώσουν εκεί το κακό.

5) Αν κατά την ημέρα της κηδείας βραχεί ο νεκρός πιστεύεται ότι θα βρέχει για σα-ράντα μέρες, όσο πιστεύεται ότι η ψυχή του νεκρού θα περιπλανιέται στη γη.

6) Αν βρέχει κατά την ημέρα της κηδείας, αυτό φανερώνει ότι ο αποθανών ήταν καλός άνθρωπος.

7)  Το κράξιμο κόρακα κατά την ώρα της ταφής προμηνύει θάνατο.

8)  Αν κάποιος πεθάνει τη μέρα των Χριστουγέννων, πηγαίνει στον Παράδεισο, καθώς οι πύλες του είναι ανοιχτές αυτή τη μέρα.

9) Οι αποθνήσκοντες Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή θεωρούνται δίκαιοι και ενάρετοι και θα πάνε στον Παράδεισο. Οι αποθνήσκοντες Τρίτη αμαρτωλοί.

10) Η χήρα φοράει πάντα τσεμπέρι, γιατί συμβολίζει τον άντρα της, και δε βγάζει ποτέ τα μαύρα….. κ.ά.

Τώρα ας έλθουμε στα συναισθήματα των πολύ οικείων του θανόντος. Ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου είναι, κατά κοινή ομολογία, ένα θλιβερό γεγονός που προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα στα πενθούντα πρόσωπα, με επικρατέστερα το πόνο και την άρνηση. Όπως, θα έχουμε όλοι παρατηρήσει από προσωπικά μας βιώματα, οι περισσότεροι δεν μπορούν να δεχτούν το θάνατο και την έλλειψη ύπαρξης ενός αγα-πημένου τους προσώπου, με αποτέλεσμα τα έντονα συναισθήματα, που νιώθουν βιώνοντάς τον, να μην τους επιτρέπουν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα, τη πραγ-ματικότητα από τη φαντασία. Και γι’ αυτό πάντα θα χρειάζεται μια αυγή για να ξεχω-ρίσει το όνειρο από τη πραγματικότητα και μια γεύση ανυπαρξίας για να καθορίσει τη ματαιότητα της ύπαρξης.

Σύμφωνα μάλιστα με ιατρικές και ψυχολογικές μελέτες, υπάρχει μια σειρά από έντονα συναισθήματα που εντάσσονται στα στάδια του πένθους. Το αρχικό λοιπόν συναίσθημα πένθους, που βιώνει κάποιος μετά το χαμό ενός δικού του ατόμου, δεν είναι η δυσπιστία, όπως θεωρείτο από πολλούς μέχρι σήμερα, αλλά η άρνηση του θανάτου. Η πολύ έντονη επιθυμία του προσώπου που ‘έφυγε’  δυσκολεύει τους συγγενείς του να δεχτούν το χαμό του, με επακόλουθο οι ίδιοι να ζουν σε μια πλάνη. Έτσι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επέρχεται η δυσπιστία. Η δυσπιστία αυτή είναι αποτέλεσμα της βαθειάς αγάπης του πενθούντος ατόμου προς τον αποθανόντα, το οποίο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί και να πιστέψει στο θάνατο του δικού του ανθρώπου.

Το αμέσως επόμενο συναίσθημα είναι η κατάθλιψη. Το άτομο λοιπόν που πενθεί, μη μπορώντας να δεχτεί την κατάσταση, στην οποία αναπάντεχα περιήλθε, βρίσκεται σε μια διαρκή σύγχυση. Ψάχνοντας, μάταια βέβαια, μια μέση λύση στο δύσκολο αυτό πρόβλημά του και μια απάντηση στις, α μη τι άλλο, αναμενόμενες ερωτήσεις του, με επικρατέστερη φυσικά το «ΓΙΑΤΙ», καταφεύγει στην κατάθλιψη και την απομόνωση από τους άλλους.

Εφόσον λοιπόν το άτομο ξεπεράσει αυτό το στάδιο της κατάθλιψης, περνά στο ε-πόμενο και τελευταίο συναίσθημα που είναι η αποδοχή. Εδώ το πενθών άτομο κατανοεί κάπως την κατάσταση και αποδέχεται πλέον, όσο το ίδιο μπορεί, το χαμό του δικού του ανθρώπου, βρίσκοντας μια ‘προσωρινή’ απάντηση στα αμέτρητα ερωτήματά του που το βασάνιζαν και που μπορεί να μη το καλύπτει εξ’ ολοκλήρου, πράγμα που το παρηγορεί, ωστόσο, εν μέρει. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τον πόνο και το θυμό που νιώθει στη ψυχή του για το χαμό αυτό, απλά ίσως τον απαλύνει λίγο. Από εδώ και στο εξής, βέβαια, το άτομο αυτό έτσι θα πρέπει να μάθει να μάθει να ζει, «κουβαλώντας» αυτά τα συναισθήματα και αυτά τα ερωτήματα που διαρκώς θα το απασχολούν.

Η αλήθεια είναι ότι ποτέ κανείς δε βρήκε, και ούτε πρόκειται ποτέ να βρει, τις αληθινές απαντήσεις, οι οποίες θα εξαλείψουν τελείως όχι μόνο το πόνο αλλά και όλα τα προαναφερθέντα συναισθήματα πένθους που προκαλεί ο θάνατος. Γιατί;  Γιατί απλά δεν υπάρχουν, έτσι είναι!! Δυστυχώς ή ευτυχώς, δε το ξέρουμε, και το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα το μάθουμε ποτέ…

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘Ημερήσια’ στις 03-10-2015)

Το 2ο μέρος θα αναρτηθεί την ερχόμενη Κυριακή 28 Ιανουαρίου

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας