“Πολιτικός γάμος ήδη από το Βυζάντιο” γράφει ο Απόστολος Λακασάς
«Τον Μάρτιο του 1982 ψηφίστηκε στην ελληνική Βουλή νόμος με τον οποίο κατέστη ίσου κύρους ο πολιτικός και ο θρησκευτικός γάμος. Ο πρώτος πολιτικός γάμος στην Ελλάδα έγινε στις 18 Ιουλίου. Η αντίδραση στον χώρο της Εκκλησίας ήταν μεγάλη, κάμφθηκε όμως από τη διάθεση συνδιαλλαγής του τότε Αρχιεπισκόπου. Με επιφύλαξη ή και εχθρικά είδε το θέμα ένα εξαιρετικά μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, καθώς θεωρούσε ότι ο νόμος ερχόταν να ανατρέψει ό,τι ίσχυε για αιώνες, από τη σύσταση της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας, όπως νόμιζε. Λίγοι γνώριζαν την πραγματικότητα…» διηγείται στην «Κ» η κ. Κατερίνα Νικολάου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας του Βυζαντινού Κράτους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η εξιστόρησή της έγινε στο πλαίσιο του διήμερου συνεδρίου που άρχισε χθες στο ΕΚΠΑ με θέμα «Ο γάμος στη Μεσογειακή Ευρώπη από το τέλος του Μεσαίωνα έως σήμερα».
Ειδικότερα, η κ. Νικολάου ανέφερε ότι «οι Βυζαντινοί ώς τα τέλη του 9ου αιώνα ακολουθούσαν τους παραδοσιακούς πολιτικούς τρόπους νομιμοποίησης του γάμου τους. Μόνο όταν τους αποκλείστηκε αυτή η επιλογή υπέταξαν και αυτή την πλευρά της ζωής τους στην Εκκλησία. Δεν ήταν επιλογή αλλά υποχρέωση». Συγκεκριμένα, η πολιτεία και η Εκκλησία συνήθως προσαρμόζονταν και αλληλοστηρίζονταν, κατά περιόδους, όμως, δεν συμφωνούσαν και τότε τροποποιούνταν γαμήλιες τελετουργίες και νομοθετικές ρυθμίσεις με στόχο μια νέα ισορροπία. Ακραίες ασκητικές τάσεις και περιφρόνηση από συγκεκριμένες ομάδες πιστών προς τον γάμο, καταδικασμένες ωστόσο από την Εκκλησία, έδωσαν τη θέση τους στην πλήρη υποταγή του θεσμού σε αυτήν.
«Σύμφωνα με την ιουστινιάνεια νομοθεσία, η σύναψη γαμήλιου συμβολαίου απαιτείτο μόνο για τους ανώτερους αξιωματούχους, ενώ για τους υπόλοιπους υπηκόους της αυτοκρατορίας δεν ήταν υποχρεωτική καμία πολιτική ή θρησκευτική τελετή. Τον όγδοο αιώνα, στην εκλογή των Ισαύρων αυτοκρατόρων, ο γάμος παρέμενε πάντα μια ιδιωτική σύμβαση, που συνομολογείτο, εγγράφως ή αγράφως, με τη συγκατάθεση των μελλονύμφων και των γονέων τους. Για πρώτη φορά, όμως, σε νόμο της πολιτείας, η συμμετοχή της Εκκλησίας στον θεσμό γινόταν αποδεκτή. Αν το ζευγάρι –ορθότερα, οι οικογένειές τους– επέλεγε τον έγγραφο γάμο, έπρεπε να συνταχθεί προικώο συμβόλαιο με την παρουσία τριών αξιόπιστων μαρτύρων. Αν επέλεγαν τον άγραφο γάμο, η εγκυρότητά του διασφαλιζόταν με τη μαρτυρία φίλων του ζεύγους ή με την ευλογία της Εκκλησίας. Καθοριστικό και αποκλειστικό εγγυητή της νομιμότητας του γάμου κατέστησε την Εκκλησία ο Λέων ΣΤ΄ με τη Νεαρά 89, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και ως απόρροια “συναλλαγών” μεταξύ πολιτείας και Εκκλησίας σχετικών με τον έλεγχο του θεσμού του γάμου. Από όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι οι Βυζαντινοί δεν επιδίωκαν την ευλογία της Εκκλησίας για τη σύναψη των γάμων τους. Η δημιουργία μιας νέας οικογένειας παρέμεινε για αιώνες, και όσο διαρκούσε η προσπάθεια επιβολής της Εκκλησίας σε κοινωνικούς θεσμούς, θέμα που αφορούσε αποκλειστικά την κοινωνία και την πολιτεία» σημειώνει η κ. Νικολάου.
Οπως εξηγούν οι διοργανωτές του συνεδρίου Fabrice Boudjaaba (CNRS / CRH), Ευγενία Μπουρνόβα (τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ), Michaël Gasperoni (CNRS/ CRM), Vincent Gourdon (CNRS/ CRM), Ολγα Κατσιαρδή-Hering (τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ), «στο πλαίσιο της διεθνούς συνάντησης, προτείνεται η προσέγγιση της ιστορίας του γάμου στις χώρες της ευρωπαϊκής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Συγχρόνως γίνεται προσπάθεια να “συνομιλήσουν” διαφορετικές ερευνητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις, όπως η ιστορική δημογραφία, η ιστορία της οικογένειας, η κοινωνική ιστορία, η πολιτική και θρησκευτική ιστορία, η ιστορική ανθρωπολογία της τελετής του γάμου ή ακόμα και η ιστορία του δικαίου».