Τζουμέρκα. Ένα διήμερο γεμάτο δράσεις στην τραγουδισμένη από την λαϊκή μούσα περιοχή (Μέρος Β)
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος – Αθανάσιος Συργιάννης
( Συνέχεια του προηγούμενου )
«Αχ, Τζουμέρκα μου περήφανα / βουνά μου ξακουσμένα…
Βρε, λιώστε χιόνια γρήγορα / να χορταριάσει ο κάμπος….»
( στίχοι από παραδοσιακό τραγούδι της περιοχής των Τζουμέρκων )
Η Φύση προίκισε τη χώρα μας με θάλασσα που την κάνει ζηλευτή και με βουνά που την κάνουν γοητευτική. Η Ελλαδίτσα μας είναι γεμάτη από αμέτρητους ορεινούς όγκους, μικρούς και μεγάλους, που το καθένα του ξεχωρίζει με το δικό του ιδιαίτερο γνώρισμα, με το δικό του ξεχωριστό ανάγλυφο, με τη δική του άγρια ή μαγευτική ομορφιά.
Βουνά που άλλα, τα περισσότερο επισκέψιμα, έχουν «υποστεί» ανθρώπινες παρεμβάσεις, μικρού ή μεγάλου βαθμού, για χάρη της τουριστικής ανάπτυξης και παρά τη θέληση της ίδιας της Φύσης.
Και τα υπόλοιπα, που ανέγγιχτα από ανθρώπινο χέρι, παραμένουν ακόμη «επίγειοι παράδεισοι» με τα πλούσια δάση τους, με τα πάμπολλα νερά τους, με τις ρεματιές, με τις χαράδρες, με τα φαράγγια, με τα ποτάμια τους, με τους καταρράκτες τους και άλλα πολλά που όλα μαζί προκαλούν με τη μαγεία τους και «προσκαλούν» τους φυσιολάτρες, τους περιπατητές, τους ορειβάτες για χαλάρωση, για απόδραση, για δράση, για εξερεύνηση.
Ένας από τους εναπομείναντες «επίγειους παράδεισους» είναι και αυτός που «φωλιάζει» μεταξύ του Άραχθου ποταμού και του Ασπροπόταμου ( Αχελώος ποταμός).
Εκεί ορθώνονται επιβλητικά τα Αθαμανικά Όρη σχηματίζοντας ένα φυσικό σύνορο μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας. Τα γνωστά Τζουμέρκα, όπως τα αποκαλούν οι περισσότεροι, ένας ορεινός όγκος που καταλαμβάνει τμήματα περιοχών των Νομών Ιωαννίνων – Άρτας – Τρικάλων.
Τον εναπομείναντα αυτόν «επίγειο παράδεισο» τον επισκεφτήκαμε εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός» για ένα διήμερο γεμάτο από προγραμματισμένες δράσεις και εξορμήσεις.
Η πρώτη μέρα, Σάββατο 19-08-2017, τα είχε όλα.
Το 3ωρο οδικό ταξίδι από Βέροια μέχρι το εξωκκλήσι του Πρ. Ηλία που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το Τζουμερκοχώρι Καταρράκτης, στη συνέχεια η εξόρμηση προς τη ψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου, το «Καταφίδι» ( υψ. 2.393 μ.), διάρκειας 7 ωρών και 20 λεπτών.
Ακολούθησε η οδική περιπλάνησή μας μέχρι το κεφαλοχώρι Πράμαντα και συνεχίζοντας μέχρι το Ορειβατικό Καταφύγιο Πραμάντων που βρίσκεται στα 1.300 μέτρα υψόμετρο στη θέση «Ίσιωμα»
Η μέρα μας δεν τελείωσε με τις παραπάνω δράσεις, είχαμε συνέχεια.
Στήσαμε τα αντίσκηνά μας, απολαύσαμε στη φύση και δίπλα σε δάσος τα τσιπουρομεζεκλίκια μας, παρακολουθήσαμε τον Ήλιο που έδυε «χρωματίζοντας» τον ουρανό με τα απερίγραπτα χρώματά του και τέλος , με το σκοτάδι, πήγαμε στις σκηνές μας για ύπνο.
Κυριακή, 20-08-2017, 2η μέρα στα Αθαμανικά Όρη.
Ξυπνήσαμε νωρίς, έξω ακόμη σκοτάδι. Πριν βγω από το αντίσκηνο κοίταξα προς τα έξω μέσα από το διχτάκι της πόρτας. Μπροστά μου τα έλατα που δεν «ντύθηκαν» ακόμη με το φυσικό τους χρώμα και πιο πέρα να ορθώνεται η σκουρόχρωμη απότομη βράχινη πλαγιά της επιβλητικής κορυφής «Σρογγούλα». Εικόνες που σε αγρίευαν, είχαν όμως την δική τους ιδιαίτερη ομορφιά.
Την προηγούμενη μέρα, στήνοντας τα αντίσκηνά μας, φροντίσαμε τα πορτάκια τους να «κοιτούν» προς το βουνό. Έτσι, θα μπορούσαμε να δούμε, όσο ήμασταν ξύπνιοι ή ξυπνώντας μέσα στη νύχτα, τον εναλλασσόμενο χρωματισμό του ορεινού αυτού κομματιού.
Το χρώμα που θα του «έδινε» ο Ήλιος όσο έδυε, το άλλο στο φως της λάμψης του φεγγαριού, ένα άλλο στο απόλυτο σκοτάδι και τέλος τον χρωματισμό του από τον ανατέλλοντα Ήλιο. Φροντίσαμε, επίσης, να αφήσουμε το διχτάκι της οροφής ακάλυπτο για να βλέπουμε τα αστέρια μιας και δεν υπήρχαν σύννεφα.
Βγαίνοντας από τα αντίσκηνα όλες οι κινήσεις μας γίνονταν με αναμμένους τους φακούς κεφαλής. Από δώ ένα κινούμενο φωτάκι, από κεί ένα άλλο, παραπέρα ακόμη ένα. Λες και πετούσαν παντού πυγολαμπίδες. Έπρεπε να σηκωθούμε νωρίς προκειμένου να ετοιμαστούμε για την 2η προγραμματισμένη μας εξόρμηση του διήμερου.
Η ανάβαση στην κορυφή «Στρογγούλα» ( υψ. 2.112 μ.) ήταν ο κορμός του προγράμματος και όλα τα υπόλοιπα αφέθηκαν σε «ο,τι προκύψει». Δεν κάναμε πολύ φασαρία για να μην ανησυχήσουμε τα κορίτσια τα οποία αποφάσισαν, από την προηγούμενη μέρα, να μη μας ακολουθήσουν και να κάνουν μια δική τους διαδρομή.
Τα αφήσαμε να συνεχίσουν τον ύπνο τους.
Όσο ετοιμαζόμασταν άρχισε σιγά-σιγά να ξημερώνει. Ένα νεαρό ζευγάρι ερχόμενο από το καταφύγιο πέρασε από κοντά μας με προορισμό τη «Στρογγούλα». Κοντά στο σημείο που είχαμε στήσει τις σκηνές μας περνούσε το μονοπάτι για την κορυφή. Τους καλημερίσαμε και τους ευχηθήκαμε να χουν καλή πορεία. Απάντηση, όμως, δεν πήραμε.
Ήταν ξένοι, το μάθαμε στη συνέχεια.
Τα σακίδιά μας δεν τα φορτώσαμε με περιττό βάρος. Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη. Όσο για νερό, πήραμε ελάχιστο μαζί μας γιατί ο Τοτός, ο αρχηγός μας, μάς είπε πως σε κάποιο σημείο της διαδρομής, κάπου στη μέση περίπου, θα συναντούσαμε ένα πηγάδι.
Ο Θανάσης, ο Αντώνης και ο Γιώργος, ενεργοποίησαν τα GPS τους για να καταγράψουν την διαδρομή και να αποθηκεύσουν κάποια χρήσιμα στοιχεία. Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας και το ένα το αφήσαμε στα κορίτσια για να επικοινωνούμε μεταξύ μας.
Αφού ετοιμαστήκαμε ξεκινήσαμε για την κορυφή μπαίνοντας στο μονοπάτι που είχε σήμανση με κόκκινα σημάδια. Η πορεία με μια γλυκιά, στην αρχή, ανηφόρα. Το μονοπάτι περνούσε μέσα από έλατα και όσο ανηφόριζε αυτά αραίωναν μέχρι που μπροστά μας άρχισε να κάνει την εμφάνισή του ένα τοπίο πετρώδες που το κάλυπτε μόνο η ποώδης βλάστηση, το ξηρό χόρτο.
Η σήμανση πολύ καλή. Ακολουθούσαμε τα κόκκινα σημάδια και μέχρι ένα σημείο συναντούσαμε μεταλλικές πινακιδούλες που ήταν στηριγμένες σε σωλήνες και είχαν γραμμένη πάνω τους την ένδειξη «Τ2». Ανηφορίζοντας συναντήσαμε το νεαρό ζευγάρι που ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από μας.
Μιλούσαν μεταξύ τους στα αγγλικά. Έτσι καταλάβαμε γιατί δεν μας απάντησαν όταν τους καλημερίσαμε στο ξεκίνημά τους. Πλησιάζοντας τους καλημερίσαμε στα αγγλικά και τους ευχηθήκαμε να έχουν καλή ανάβαση. Μια ευχή που συνηθίζεται μεταξύ ορειβατών.
Δεν κάναμε παραπάνω από 50 λεπτά ανηφορικής πορείας από το καταφύγιο και μπήκαμε στα δύσκολα. Στο σημείο εκείνο της διαδρομής το μονοπάτι περνούσε δίπλα ακριβώς από τους κάθετους βράχους. Το πλάτος του μικρότερο από μέτρο και από κάτω το χάος, η πλαγιά με την πολύ μεγάλη κλήση.
Οι κινήσεις μας προσεκτικές και τα πατήματά μας με σιγουριά. Εδώ όπου και να ταξίδευε το βλέμμα μας έβλεπε εικόνες διαφορετικές. Μπροστά μας το βραχώδες κομμάτι που έπρεπε να το περάσουμε και αριστερά – δεξιά μας οι απότομες, σχεδόν κάθετες, πλαγιές του ρέματος.
Κοιτώντας πίσω μας, βλέπαμε το πράσινο, τα χωριά που ήταν «φωλιασμένα» μέσα σε ελατοδάση, στο βάθος τον Άραχθο ποταμό και πιο πέρα, ψηλότερα, τον απέναντι ορεινό όγκο να ορθώνετε σαν ένας πελώριος πέτρινος τοίχος. Συνεχίζαμε. Περάσαμε ένα κομμάτι με σάρα που είχε συγκεντρωθεί μέσα στο ρέμα και βρεθήκαμε στην απέναντι απότομη πλαγιά του ρέματος.
Η πορεία μας συνέχιζε για πολύ ακόμη στην απότομη αυτή πλαγιά. Όσο ανηφορίζαμε τόσο το χάος χαμηλά μεγάλωνε. Οι ανάσες μας βαριές και τα βήματά μας ακόμη βαρύτερα.
Ανηφόρα-ανηφόρα-ανηφόρα.
Απότομα κομμάτια, το μονοπάτι στενό και από κάτω το ρέμα.
Προχωρούσαμε.
Δεν κάναμε παραπάνω από 1,5 ώρες πορείας από το καταφύγιο και βρεθήκαμε σε ξέφωτο. «Συναντήσαμε» επιτέλους το Ήλιο. Στο σημείο εκείνο είδαμε έκπληκτοι κάποιες κουβέρτες απλωμένες πάνω σε ένα πετρόχτιστο τοιχιάκι.
Το τοιχιάκι αυτό σχημάτιζε ένα κύκλο, λες και ήταν μια πέτρινη μικρή στρούγκα και είχε γύρω-γύρω τοποθετημένα φαναράκια που άναβαν το βράδυ, αφού πρώτα φόρτιζαν από την ηλιακή ενέργεια.
Εξερευνώντας από περιέργεια το χώρο «πέσαμε» πάνω σε πέτρα που είχε πάνω της ένα βέλος και έγραφε: «Πηγές». Αφήσαμε το μονοπάτι μας και αφού πήραμε μαζί μας τα άδεια παγούρια κατευθυνθήκαμε προς το νερό.
Δεν κάναμε μεγάλη διαδρομή και βρεθήκαμε στο σημείο που μέσα από το βράχο έτρεχε νεράκι. Είχε δίκιο ο αρχηγός μας, ο Τοτός. Ήπιαμε, ήταν δροσερό. Γεμίσαμε τα παγούρια μας και επιστρέψαμε στο σημείο με τις απλωμένες κουβέρτες.
Η θέα από το σημείο αυτό καταπληκτική.
Βλέπαμε το κεφαλοχώρι Πράμαντα, τις αθλητικές εγκαταστάσεις του χωριού, τη Μονή Αγ. Παρασκευής, το Ορειβατικό καταφύγιο, τον Άραχθο ποταμό και τα ελατοδάση.
Φωτογραφίες, ολιγόλεπτη ξεκούραση και συνεχίσαμε. Το μονοπάτι ακόμη πιο ανηφορικό. Σε κάποια σημεία σχεδόν σκαρφαλώναμε. Ανηφορίσαμε μια πολύ απότομη πλαγιά και βρεθήκαμε στην κορυφογραμμή. Ήμασταν ακόμη μακριά από την κορυφή.
Πριν βγούμε στην κορυφογραμμή που κατέληγε στην κορυφή «Στρογγούλα», περάσαμε υποχρεωτικά από ένα πολύ δύσκολο κομμάτι της διαδρομής. Παντού πέτρα-πέτρα, βράχια, σάρα.
Περάσαμε με πολύ προσοχή από ένα στένωμα που σχημάτιζαν δύο βράχου. Στο σημείο εκείνο μόλις που χωρούσε να περάσει ένας άνθρωπος. Δυσκόλευαν και τα σακίδια. Τα καταφέραμε, όμως, το περάσαμε.
Βρεθήκαμε και πάλι σε ένα κάθετο τοίχο που το είχαμε στα δεξιά μας και στα αριστερά το χάος. Το μονοπάτι στενό. Έπρεπε να διανύσουμε τα 20 μέτρα με πολύ προσοχή. Περνώντας το σημείο εκείνο ξαναβρεθήκαμε στην κορυφογραμμή.
Από δω και πέρα και μέχρι την κορυφή δεν βρήκαμε καμιά δυσκολία. Επιτέλους η κορυφή, η «Στρογγούλα» (υψ. 2.112 μ.).
Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 45 λεπτά ( με όλες τις καθυστερήσεις) για να φτάσουμε στο σημείο. Η πινακίδα στο καταφύγιο έγραφε: «‘‘Στρογγούλα’’ 3 ώρες».
Επιφωνήματα χαράς, χαμόγελα του επιτεύγματος και θαυμασμός στο αντίκρισμα της γύρω θέας από ψηλά. Όλα μαγευτικά, απερίγραπτα. Η μέρα καταπληκτική, ο Ήλιο να καίει από πάνω μας.
Καθίσαμε να κολατσίσουμε και να απολαύσουμε την όμορφη θέα, τις δημιουργίες της Φύσης, τη μαγεία του τοπίου. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε στην κορυφή το ζευγάρι των ξένων.
Κάποια στιγμή ο Αντώνης άπλωσε τον ορειβατικό του χάρτη, έβγαλε και την πυξίδα του και μαζί με το Θανάση άρχισαν να τον μελετούν με σκοπό να προσδιορίσουν με ακρίβεια τις γύρω κορυφές και τις περιοχές που βλέπανε από ψηλά.
Παντού κορυφές, κορυφούλες, βράχινοι σχηματισμοί και στο βάθος δεκάδες βουνά με τις άγριες ρεματιές τους.. Βλέπαμε, χαμηλά, κάποια Τζουμερκοχώρια, πολλά ελατοδάση, τον Άραχθο ποταμό, δεκάδες ρεματιές κ.α.
Καθίσαμε στην κορυφή μία περίπου ώρα. Δεν βιαζόμασταν. Εξ άλλου η διαδρομή ήταν γνωστή πλέον και η επιστροφή δεν θα ήταν τόσο απαιτητική.
Ομαδική φωτογραφία και πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής.
Πριν φτάσουμε στο πέτρινο τοιχιάκι κάποιοι που ανηφόριζαν για την κορυφή με ρώτησαν εάν γνωρίζω τον Τοτό. Μάθανε φαίνεται από κάποιους πως ο αρχηγός μας βρισκόταν στην περιοχή και τον αναζητούσαν.
Τους είπα πως κατηφορίζει και βρίσκεται πίσω μου. Τον αναζήτησε μία ορειβάτης που παλιότερα μαζί με τον Τοτό και άλλους Έλληνες ορειβάτες συμμετείχαν σαν ομάδα στις εξορμήσεις στον ορεινό όγκο των Άλπεων. Συναντήθηκαν και τα είπαν, θυμήθηκαν τα παλιά.
Συνεχίσαμε την κατηφορική μας πορεία. Συναντήσαμε και άλλους που ανηφορίζανε για την κορυφή. Ήταν όλοι εκείνη που την προηγούμενη μέρα τους βρήκαμε στο καταφύγιο. Ξαναπήγαμε στην πηγή και γεμίσαμε τα παγούρια μας με δροσερό νεράκι.
Στη συνέχεια, επιστρέφοντας για το καταφύγιο, περάσαμε από όλα τα γνώριμα σημεία που περπατήσαμε ανηφορίζοντας. Κάναμε 2 ώρες από την κορυφή για να φτάσουμε στο καταφύγιο.
Φτάνοντας στο κατασκηνωτικό χώρο, απλώσαμε τα ιδρωμένα ρούχα μας για να στεγνώσουν, φορέσαμε καθαρά και αρχίσαμε να μαζεύουμε τα αντίσκηνά μας και να συμμαζεύουμε τα πράγματά μας.
Μετά από κάποια λεπτά είδαμε την Μαρία με την Φωτεινή να ξεπροβάλλουν μέσα από το δάσος Είχαν πάει μέχρι τον καταρράκτη που υπήρχε στην περιοχή και το μονοπάτι άρχιζε από το σημείο που βρισκόταν το καταφύγιο.
Μας διηγήθηκαν για την εμπειρία τους, μας περιέγραψαν την διαδρομή και το τοπίο που αντίκρισαν γύρω από τον καταρράκτη και τις έχει μαγέψει. Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη, περίπου 45 λεπτά για να πάει κάποιος μέχρι εκεί. Το μονοπάτι ευχάριστο, περνούσε μέσα από το ελατόδασος και ο καταρράκτης ήταν πολύ ψηλός.
Η εικόνα φανταστική, το νερό που έπεφτε αρκετούτσικο και δροσερό. Βγάλανε φωτογραφίες, βραχήκανε, δροσιστήκανε και επέστρεψαν χαρούμενες. Βάλανε και αυτές τα χεράκια τους για να συμμαζέψουμε τα πράγματά μας όσο γινόταν γρηγορότερα γιατί μας περίμεναν η βραστή γίδα και η ζεστή φασολάδα που είχαμε παραγγείλει από την προηγούμενη μέρα.
Πλυμένοι και καθαροί πήγαμε να απολαύσουμε το φαγητό μας. Ο Μπάμπης με την Πόλα, που λειτουργούν το καταφύγιο όλο το χρόνο, μας περίμεναν. Όταν ήρθαν τα γεμάτα πιάτα με τις παραγγελίες ήταν για μας η καλύτερη στιγμή.
Τα είχε μαγειρέψει η Πόλα. Ήταν κατανόστημα, γειά στα χέρια της. Παραγγείλαμε κρασάκι, τσίπουρο, σαλατούλα, ελιές και κρεμμύδι στα τέσσερα. Ο Μπάμπης στο σερβίρισμα γρήγορος και συζητήσιμος.
Στο τέλος του φαγητού βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία και αποχαιρετώντας τον Μπάμπη και την Πόλα κατευθυνθήκαμε προς τα αυτοκίνητά μας.
Πριν αναχωρήσουμε, μια μικρή σύσκεψη και αποφασίσαμε να πάρουμε άλλη διαδρομή επιστροφής και να σταματήσουμε στον Άραχθο ποταμό για φρούτο.
Η οδική μας διαδρομή: Ορειβατικό καταφύγιο – κεφαλοχώρι Πράμαντα, προσπεράσαμε την διασταύρωση προς το Σπήλαιο Ανεμότρυπας, στη συνέχεια την διασταύρωση προς Κτιστάδες και πήραμε τον δρόμο προς το Αμπελοχώρι.
Δεν μπήκαμε στο χωρίο, αλλά περάσαμε από έξω. Συνεχίσαμε την οδική πορεία μας με κατεύθυνση προς το πέτρινο μονότοξο «Γεφύρι Πολιτσας». Ο δρόμος με αμέτρητες στροφές, κάποιες από αυτές απότομες.
Το γύρω τοπίο άγριο. Απότομες πλαγιές με πάμπολλες ρεματιές και εμείς στο πουθενά. Ούτε ψυχή, ούτε αυτοκίνητα να περνούν. Μόνοι μας μέσα σε ένα άγριο τοπίο.
Κάποια στιγμή και ζαλισμένοι από τις πολλές στροφές φτάσαμε στον «παράδεισο». Ο ποταμός Άραχθος με τα τρεχούμενα νερά του μας «καλωσόρισε» στο μαγευτικό τοπίο του. Ένα τοπίο «αφημένο» στη Φύση να δημιουργήσει και να «αποτυπώσει» παντού, γύρω από το ποτάμι, όλη τη φαντασία της.
Σταματήσαμε κοντά στο μονότοξο πέτρινο γεφύρι, που έμοιαζε μεν με το πασίγνωστο «Γεφύρι της Πλάκας» αλλά υστερούσε δε κατά πολύ από εκείνο που τα ορμητικά νερά του Άραχθου το κατέστρεψαν τελείως και τμήματά του τα παρέσυραν σκορπίζοντας τα παντού.
Δίπλα από το πέτρινο γεφύρι περνούσε ένα νεότερο, τσιμεντένιο. Φωτογραφίες και κατεβήκαμε κάτω στον ποταμό. Πριν φάμε τα φρούτα, κάποιοι από τους άνδρες αποφασίσαμε να κάνουμε την τρελίτσα μας. Έτσι όπως ήμασταν βουτήξαμε στα τρεχούμενα νερά. Μας μιμήθηκαν η Μαρία με τη Φωτεινή. Βούτηξαν και αυτές. Ήταν ο καλύτερος τρόπος να δροσιστούμε και να παίξουμε με τα νερά του ποταμού.
Η ώρα του φρούτου έφτασε. Βγήκαμε, απαλλαγήκαμε από τα βρεγμένα ρούχα και φορέσαμε στεγνά. Απολαύσαμε τα φρούτα μας και στη συνέχεια πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για Βέροια. Εδώ η γεμάτη από δραστηριότητες δεύτερη μέρα στην περιοχή των Τζουμέρκων έφτανε στο τέλος της.
Με πολλές όμορφες εικόνες και απερίγραπτες στιγμές «αποτυπωμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας, μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και πήραμε τον οδικό δρόμο της επιστροφής με την υπόσχεση να ξαναπρογραμματίσουμε στο μέλλον παρόμοιες εξορμήσεις.
Απολογισμός της 2ης μέρας :
Διαδρομή : «Ορειβατικό Καταφύγιο Πραμάντων» ( υψ. 1.300 μ.)-μονοπάτι με
κόκκινη σήμανση-κορυφή «Στρογγούλα» ( υψ. 2.112 μ.)-επιστροφή
Ομάδα : 5 άτομα (άνδρες )
Χρόνος : 5 ώρες και 30 λεπτά ( συνολικός χρόνος )
Υψομετρική διαφορά : 1.000 μ. (Στοιχεία GPS)
Απόσταση : 8 χλμ.
Το Α’ μέρος μπορείτε να το δείτε ΕΔΩ