Βέροια Γράμματα & Τέχνες Ρεπορτάζ

Ταξιδεύοντας με τους “Τακίμ” στα “Καφέ Αμάν” του Ελληνισμού – Ένα συναρπαστικό μουσικό ταξίδι

Δήμητρα Σμυρνή

«Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι»

Μ ’αυτόν το στίχο του Γιώργου Σεφέρη από τον «Στρατή το θαλασσινό» ξεκίνησε η χθεσινή μουσική παράσταση στο Χώρο Τεχνών της Βέροιας. Μια μουσική παράσταση που ο Λάμπρος Λιάβας, που είχε την καλλιτεχνική της επιμέλεια και έγραψε τα κείμενά της, την πρόσφερε στο κοινό σαν ένα συναρπαστικό ταξίδι μέσα στο χρόνο, αγγίζοντας με επιστημονική γνώση αλλά και βαθιά ευαισθησία την καρδιά του Ελληνισμού, σ΄ όποιον τόπο κι αν χτυπούσε.

Οι «Τακίμ», έξι δεξιοτέχνες μουσικοί και δύο αυθεντικές φωνές, ενώθηκαν σ’ ένα μουσικό σύνολο, που ευτύχησε κάτω από τη « μπαγκέτα» του μουσικολόγου Λάμπρου Λιάβα να δώσει ένα αποτέλεσμα όχι απλά εντυπωσιακό αλλά ίσως μοναδικό στα ελληνικά μουσικά πράγματα.

Σε μια παράσταση που συνδύαζε τη θεατρική διάσταση, καθώς ο λόγος συνόδευε τη μουσική, παίζοντας με τα πρόσωπα και πλάθοντας προσωπεία, η ίδια η μουσική διαμορφώθηκε σ’ ένα τεράστιο αντηχείο, όπου άκουγες τους καημούς και τα μεράκια του ελληνισμού να σου θυμίζουν με συγκίνηση την ταυτότητά σου.

Ξεκινώντας από το Σεφέρη, περνώντας στον Όμηρο κι από κει στην «Ιθάκη» του Καβάφη, χρησιμοποιώντας σαν συναισθηματικές γέφυρες όχι μόνο την ποίηση αλλά και το δημοτικό τραγούδι και γράμματα και κομμάτια από την «Αγγέλα Παπάζογλου», ο Λιάβας έχτισε ένα μουσικό οικοδόμημα που ανέδειξε στο έπακρο τις ικανότητες των συνεργατών του.

Γιατί στη χθεσινή παράσταση δεν υπήρχαν πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές! Όλοι ήταν πρωταγωνιστές, καθώς λειτουργούσαν ο καθένας ξεχωριστά αλλά και όλοι μαζί σαν ένα καλοκουρδισμένο σύνολο.

Ξεκινώντας από την Αμερική, όπου το κύμα της ξενιτιάς μεταφέρει στα αμπάρια των πλοίων του της τρίτης θέσης χιλιάδες Έλληνες, οι ξενιτεμένοι κουβαλούν στην καινούργια πατρίδα τους τα τραγούδια τους. Νέα Υόρκη και Σικάγο. Και ο ελληνικός καημός βρίσκει το σπίτι του στα «Καφέ Αμάν».

Κι ύστερα αναδρομή στην Ήπειρο, στα φτωχά της χώματα που οδηγούν στην ξενιτιά, και που το κλαρίνο και το τραγούδι της μοιρολογά λιτά το χωρισμό…

Και οι δρόμοι που μεταφέρουν στα Βαλκάνια τους μετανάστες -μέρες ατέλειωτες ο δρόμος για το Βουκουρέστι- οδηγούν κι αυτοί στα «Καφέ Αμάν», χώρους όπου ξαποσταίνει το σώμα και η ψυχή…

Κι ύστερα η Πόλη, με τα δικά της «Καφέ Αμάν», η πολύχρωμη και πολυπρόσωπη, όπου ζει και γλεντά ειρηνικά μια πανσπερμία λαών και πολιτισμών… Και η Σμύρνη πριν την καταστροφή, αρχόντισσα και κοσμοπολίτισσα, ρημαγμένη μετά και μάνα προσφύγων να στέλνει τα παιδιά μακριά της…

Κι εκείνα, τα παιδιά του Ελληνισμού, όπου κι αν βρεθούν, είτε από δικές τους επιλογές, είτε από πολιτικά παιχνίδια άλλων, ξέρουν να τραγουδούν και τραγουδούν…

«Γιατί εμείς τότε ξέραμε τι τραγουδούσαμε και γιατί το τραγουδούσαμε. Δεν μπορείς να τραγουδάς τον καημό σου με το τσάρλεστον..» ακούγεται ο λόγος στη σκηνή και η σύγκριση είναι ισοπεδωτική για το μουσικό μας σήμερα.

Κι ύστερα πάλι επιστροφή στην Αμερική, στα δικά της «Καφέ Αμάν», διαγράφοντας έναν μουσικό κύκλο, που κλείνει μέσα του ένα γοητευτικό ψηφιδωτό ηχοχρωμάτων.

Δίπλα στον Λάμπρο Λιάβα, να διαβάζει τα κείμενά του με την ανάλογη σκηνική παρουσία, η ηθοποιός Χλόη Μάντζαρη, συνοδεύοντάς τον υποβλητικά.

Μοναδικοί μουσικοί, εντυπωσιάζοντας όλοι μαζί σαν ορχήστρα, αλλά και ο καθένας ξεχωριστά, σολάροντας και προκαλώντας το θαυμασμό και τον  ενθουσιασμό του κοινού που ξεσπούσε κάθε τόσο σε χειροκρότημα, οι: Θωμάς Κωνσταντίνου (ούτι, λαγούτο), Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος (κλαρίνο), Γιώργος Μαρινάκης (βιολί),  Πάνος Δημητρακόπουλος (κανονάκι), Κώστας Μερετάκης (κρουστά) και Γιάννης Πλαγιαννάκος (μπάσο).

Φωνές που σε γύριζαν πίσω στο παρελθόν, όχι μόνο με το αυθεντικό τους χρώμα αλλά και με τη σκηνική τους παρουσία, οι εξαιρετικοί τραγουδιστές Γιάννης Νιάρχος και Κατερίνα Τζιβίλογλου.

Όλοι, με τη σκηνική επιμέλεια της παράστασης από τη Σοφία Σπυράτου και το οπτικό υλικό του Γρηγόρη Φιλίδη, λειτούργησαν σαν ένα σύνολο, που ολοκληρώθηκε και δέθηκε περίτεχνα με την παρουσία του Λυκείου Ελληνίδων Βέροιας και του Τμήματος Λαογραφίας της ΚΕΠΑ, που έδωσαν τη χορευτική διάσταση στο όλο δρώμενο. Απόλυτα ενσωματωμένα τα δύο χορευτικά συγκροτήματα στους στόχους της παράστασης σαν μια αισθητική και ταυτόχρονα ουσιαστική υπογράμμισή της, αφού ο χορός είναι το παιδί της μουσικής.

Και το φινάλε, συνδέοντας το τώρα με το τότε, απροσδόκητο και συγκινητικό, αλλά παράλληλα με στόχο να αφυπνίσει σε μια εποχή πολιτικού λήθαργου, να περνά αιφνιδιαστικά σε αποσπάσματα από το “Στην Αμερική” του Σωκράτη Μάλαμα, στο “Αχ, Ελλάδα” του Νίκου  Παπάζογλου, για να καταλήξει στον “Τσάμικο” του Σαββόπουλου, «…η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει…», προκαλώντας ένα ατέλειωτο χειροκρότημα.

Μια παράσταση που θα συζητιέται για καιρό και που γεννά την ανάγκη ενός επόμενου μουσικού ταξιδιού, που σ’ αυτό θα μας καλέσουν να το κάνουμε μαζί οι «Τακίμ», αφού «το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι”.

Φωτογραφίες: faretra. info

banner-article

Ροη ειδήσεων