Μετά το δημοψήφισμα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μεταμορφωθεί σε ένα υπεύθυνο, φιλοευρωπαϊκό κόμμα της αριστεράς. Τα αποτελέσματα του τελευταίου Eurogroup, ενώ η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης καθυστερεί μήνες τώρα, θα έπρεπε να διαλύσουν τις αυταπάτες ακόμη και των πιο καλοπροαίρετων.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση έχει ράψει για τον εαυτό της ένα κουστούμι που δεν μπορεί να φορέσει. Δύο χρόνια τώρα, βιώνουμε ένα διαρκές déjà vu. Μία διαπραγμάτευση που φτάνει στα άκρα και μια κυβέρνηση που με την πλάτη στον τοίχο δέχεται σκληρά (και μέχρι πριν λίγο αχρείαστα) μέτρα για να μη χρεοκοπήσει η χώρα. Φυσικά και υπάρχουν εμμονές από ορισμένους εκ των εταίρων, όπως υπήρχαν πάντα, όμως εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, πέρα απ’ το να είμαστε αξιόπιστοι.
Στο μεταξύ, οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία είναι δραματικές. Όχι μόνο λόγω της υψηλής φορολογίας αλλά κι επειδή κανείς δεν εμπιστεύεται μια χώρα αναξιόπιστη και σε διαρκή εκκρεμότητα. Οι συνέπειες όμως είναι και κοινωνικές και πολιτικές. Πρώτον, η ελληνική κοινωνία μετατρέπεται σε κοινωνία χαμηλών προσδοκιών: «Τίποτα δεν αλλάζει», «Όλοι το ίδιο είναι». Δεύτερον, ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος. Όλο και περισσότεροι γίνονται οι συμπολίτες μας που καθημερινά μας λένε ότι αυτή η κατάσταση «δε βγαίνει». Όλο περισσότεροι γίνονται και εκείνοι που απορρίπτουν την ευρωπαϊκή Ελλάδα, που δεν εξέδωσε του οκτώ Τούρκους αξιωματικούς αλλά αποδέχονται τον Πούτιν, που αποποινικοποιεί την ενδοοικογενειακή βία και πλέον, τον Ντόναλτ Τραμπ, που σε λίγο καιρό θα εκδίδει δελτία τύπου με εγκληματικές πράξεις μεταναστών για να ενισχύει την ξενοφοβική πολιτική του. Την ίδια ώρα η Χρυσή Αυγή ενισχύεται και οι υπόδικοι τραμπουκίζουν ανενόχλητοι όποιον θεωρούν εχθρό τους.
Θα περίμενε κανείς ότι σε αυτό το περιβάλλον θα επικρατούσε ένα ελάχιστο συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Οι ευθύνες βαρύνουν πρωτίστως το ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ως κυβέρνηση είναι αυτός που έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Το συμπέρασμα όμως που βγάζουμε για το ΣΥΡΙΖΑ, στη συμπλήρωση δύο χρόνων διακυβέρνησης, είναι ότι κινείται αποκλειστικά με γνώμονα το στενό κομματικό συμφέρον, έναντι μιας υπεύθυνης στάσης. Στην παρούσα φάση, αν υπάρχει κάτι που δίνει λόγο στην ύπαρξή του είναι η σύγκρουση με το «παλιό πολιτικό σύστημα». Θα ήταν λοιπόν αυτοκτονικό να προχωρήσει σε οποιαδήποτε μορφή συναίνεσης με τ’ άλλα κόμματα. Υπάρχει όμως και κάτι βαθύτερο που έχει να κάνει με μια προβληματική σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη θέση του στην εξουσία. Θεωρεί την 25η Ιανουαρίου κάτι σαν επανάσταση, κάτι ανώτερο που πρέπει να διαφυλάξει με κάθε κόστος, κάτι που δεν επιδέχεται καμίας κριτικής. Θεωρεί ότι η ιστορία του χρωστάει.
Επομένως, είναι πιθανότερο ότι το μόνο που απασχολεί το Μαξίμου αυτή τη στιγμή είναι πώς θα εγκλωβίσει την αντιπολίτευση ή τον ελληνικό λαό, ώστε να μοιραστεί το κόστος της νέας διαπραγματευτικής αποτυχίας. Αλλά ας μη γελιόμαστε, σε όσες χώρες βγήκαν από το μνημόνιο, η συναίνεση επιτεύχθηκε μεταξύ των παραδοσιακών αλλά υπεύθυνων κομμάτων της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη περίπτωση.
Όμως αν δεν είναι ρεαλιστικό το σενάριο συναίνεσης από την παρούσα Βουλή, αρκούν από μόνες τους οι εκλογές και οποιοιδήποτε συσχετισμοί προκύψουν από αυτές;
Η καταστροφική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί στην απαξίωση κάθε προοδευτικής ιδέας και στην υιοθέτηση συντηρητικών θέσεων, τόσο σε οικονομικά όσο και σε κοινωνικά θέματα, από ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας. Αυτό το ρεύμα βρίσκει πολιτική έκφραση στη Νέα Δημοκρατία αλλά και σε ένα τμήμα της κεντροαριστεράς και κυρίως, στη διεκδίκηση της ρεβάνς, μέσω της οποίας θα αναβιώσουν άμεσα οι πολιτικοί συσχετισμοί της πριν από τον ΣΥΡΙΖΑ περιόδου. Αυτό όμως το σενάριο δεν αποτελεί ούτε σενάριο εθνικής συναίνεσης, ούτε εναλλακτική πρόταση για τη χώρα.
Με τους παρόντες συσχετισμούς, ο χώρος της κεντροαριστεράς δεν μπορεί να επιβάλει ούτε τη συναίνεση, ούτε τις εκλογές. Γι’ αυτό, όσοι θεωρούμε το συγκεκριμένο χώρο χρήσιμη πολιτική δύναμη, πρέπει ν’ αποφασίσουμε ποιοι, πώς και πόσοι θα είμαστε όταν θα δρομολογηθούν εξελίξεις.
Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Θανάσης Θεοχαρόπουλος, τόνισε ότι δεν μπορεί να διανοηθεί το ενδεχόμενο να μη υπάρχει ενιαίος φορέας της κεντροαριστεράς στις επόμενες εκλογές. Στο σημείο αυτό, θα προσθέσω ότι δεν μπορώ να μας φανταστώ, ως πολιτικό χώρο σε προεκλογική περίοδο, αντί να διεκδικούμε ενωμένοι και «στα ίσια» τη δεύτερη θέση από το ΣΥΡΙΖΑ, να τρώμε πάλι τις σάρκες μας για το ποιος είναι ο γνήσιος εκφραστής της προοδευτικής παράταξης. Όταν μάλιστα υπάρχει το κοινό πόρισμα θέσεων, όταν όλοι συμφωνούν στην εκλογή ηγεσίας από τη βάση και στην ανάγκη συνεδρίου, απ’ το οποίο θα προκύψει νέος, ενιαίος φορέας.
Πρέπει λοιπόν όλοι να τεθούμε προ των ευθυνών μας και ν’ αποφασίσουμε ποιος θα είναι ο ρόλος μας της επομένη των εξελίξεων. Κατακερματισμός και μικρά κόμματα καταδικασμένα σε ρόλο μπαλαντέρ ή ενιαίος φορέας, ισχυρός πόλος εξουσίας, που θα διεκδικήσει την εθνική συνεννόηση και τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις; Για να πετύχουμε το δεύτερο, χρειάζεται απ’ όλους μετριοπάθεια, συμβιβαστική διάθεση, επίγνωση των συσχετισμών και ρεαλισμός.
Στέργιος Καλπάκης
Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ
(Ομιλία στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Αριστεράς, 28 Ιανουαρίου 2017)