Το 2017, εντός και επί τα αυτά. Πλην όμως, στο πρώτο σημείωμα της στήλης στην αρχή του νέου έτους, δεν θα αφήσουμε να κάνει ποδαρικό η «Σιδερένια Φτέρνα» του χερ Βόλφανγκ Σόιμπλε, ούτε οι κωλοτούμπες του Τσίπρα. Θα καταφύγουμε
στα χωράφια της τέχνης – εκείνα στα οποία ο λαός καλλιεργούσε την αμβροσία και το νέκταρ, που έδιναν στην ψυχή του ισόθεη αρχοντιά και φτερούγες αθανασίας. Αφορμή για αυτές τις σκέψεις μού έδωσε η παράσταση, η συναυλία-παράσταση του μεγάλου μας Μανώλη Μητσιά στην Αίθουσα του «Παρνασσού» πάνω στη μεγάλη ποίηση του Νίκου Γκάτσου. Με την κυρία Καρυοφυλλιά Καραμπέτη όχι μόνον να διαβάζει ποιήματα του Γκάτσου, όπως και κείμενα για τον Γκάτσο (του Οδυσσέα Ελύτη, του Μάνου Χατζιδάκι του κ. Μάνου Ελευθερίου – ενδεικτικώς), αλλά προσέτι να ερμηνεύει και πολλά τραγούδια που πλήθος μελωδών συνέθεσε με μάννα τα νάματα του ποιητή (πληροφορίες στα τηλέφωνα: 210 3221917 και 6944 303274.
Εν πρώτοις, η αίθουσα του «Παρνασσού» – απόηχος εκείνης της εποχής, κατά την οποία η αστική τάξη σ’ αυτόν τον τόπο είχε ακόμα φιλοδοξίες σημαντικότερες από εκείνες των κολαούζων της ξενοκρατίας. Επί σκηνής, ένα πιάνο (με τον εκπληκτικό Αχιλλέα Γουάστορ) και ένα μπουζούκι (με τον βιρτουόζο πλέον Ηρακλή Ζάκα) είναι αρκετά για να συνοδεύσουν τη φωνή του Μανώλη στη συνομιλία της, μέσω της ποίησης του Γκάτσου, με τους Ελληνες, το ριζικό τους, τις ελπίδες και τη διαδρομή τους, τα πάθη τους και την πίκρα τους. Μεγάλη ποίηση, σαν κεράκι που ανάβει το φιτίλι μιας βόμβας, σαν ξωκλήσι ταιριαστό στο μέτρο των τοπίων που δημιούργησαν την Αγια-Σοφιά.
Ο Γκάτσος έβλεπε τι γινόταν και είχε δει τι έρχεται. Μίλησε με παράπονο για τον ξεπεσμό μας και με πικρές κουβέντες για τους εξουσιάζοντες. Ελπίδα έπαιρνε μόνον από τα όνειρα, τα παραμύθια της γιαγιάς και το ανεκπλήρωτο δίκιο των αιώνων. Η ποίηση του Γκάτσου έτρωγε λάδι με τον Προμηθέα κι έπινε κρασάκι με τον Χριστό. Εβρισκε λέξεις να γράφει απ’ τον αγώνα του δάσκαλου, το έπος του αντάρτη και την ευχή του παπά. «Γιος της Αννας της Κομνηνής», ο Μητσιάς για μιαν ακόμη φορά τραγούδησε το έργο εκείνο του ποιητή που πήρε αγκαλιά η μουσική, με τον σεβασμό, την τρυφερότητα, το σθένος και τη γλυκύτητα που μετουσιώνουν τους λόγιους γρίφους σε λαϊκή προίκα. Που ενσωματώνουν στη λαϊκή παράδοση μεγάλες προσδοκίες, δύσκολες αλήθειες, ίχνη από τη διαδρομή της σοφίας. Η τέχνη ουδέποτε συγκινεί για πλάκα κι όταν δεν συγκινεί, δεν είναι τέχνη.
Αυτή η τέχνη, που δεν είναι αυτοαναφορική («η τέχνη για την τέχνη»), αυτή η τέχνη που δεν είναι ιερόσυλη (ήγουν προκλητική για να γίνει «ενδιαφέρουσα»), είναι μια «Καρχηδών που πρέπει να καταστραφεί». Ποτέ
κανένα πεινασμένο παιδί δεν πρέπει, μέσω της τέχνης αυτής, να δει τον Σόιμπλε «δεμένον με σχοινιά στην Κοκκινιά, να του πατάνε κάτω το κεφάλι σαν οχιά». Και εν πολλοίς, ο στόχος να πυρποληθεί αυτή η Καρχηδών έχει επιτευχθεί. Επί πολλά χρόνια τώρα οι Ελληνες είναι σε αποδρομή απ’ τον πολιτισμό τους. Δεν φταίει μόνον η εξουσία -αυτή τη δουλειά της κάνει-, φταίει και ο λαός που κατά όλο και μεγαλύτερο μέρος τα τελευταία χρόνια, σκύλεψε. Βαριά κουβέντα. Ομως,
όσον σκυλεύθηκε ο λαός, άλλο τόσο σκύλεψε και ο ίδιος – πλην Λακεδαιμονίων, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι δεν είναι πλέον αρκετοί, ίσως να μην είναι πλέον και αρκετά ικανοί. Θα μου πείτε -και θα έχετε δίκιο- ότι πάντα όσοι έκαναν τη διαφορά ήταν μειοψηφίες. Σύμφωνοι, αλλά ο παράγων χρόνος λειτουργεί πλέον εις βάρος όσων κάνουν τη διαφορά. Τα τελευταία πολλά χρόνια η τέχνη στην Ελλάδα επιδοτείται και αναλόγως χειραγωγείται. Το υπουργείο Πολιτισμού μοιράζει χορηγήσεις και εύνοιες. Ο ιδιωτικός τομέας με αλαζονεία χιλίων πιθήκων ζηλώνει τον ρόλο Μαικήνα της ελεεινής μορφής. Ταυτοχρόνως στα ΑΕΙ αυτοί που έχουν πάρει στα χέρια τους την Ιστορία (και τη σφάζουν), ασκούν ιδεολογική τρομοκρατία εναντίον όσων φοιτητών τους παραδίδονται γενίτσαροι. Στον Τύπο, όποιος δεν έχει δώσει γην και ύδωρ στους εθνοαποδομητές ή τους «αριστερούς» εξωμότες, λοιδορείται, εξουθενώνεται, εξορίζεται. Χαφιέδες που φακελώνουν τους πάντες, «βαστάνε τα γιοφύρια» και «κρατάνε τα κλειδιά» ως άλλοι σιδεράδες των καρφιών και σταυρωτήδες.
Υπάρχουν φωνές; Δεν ακούγονται, τόσον ώστε να αποτελούν κίνδυνο για τους βάρβαρους. Υπάρχουν εκείνοι οι πολίτες που ψάχνουν τέτοιες φωνές; υπάρχουν, αλλά ακόμα δεν κάνουν τη διαφορά. Υπάρχουν νέα παιδιά, καλλιτέχνες, επιστήμονες κι εργάτες που θέλουν να δημιουργήσουν; εξορίζονται. Στην Ελλάδα ανθούν τα φρουτάκια και οι δημαγωγοί. Οι ρουφιάνοι και οι λογοκριτές. Η Ελλάδα, σκλάβα πια, πρέπει να ξεχάσει τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Βελουχιώτη, τον Καραϊσκάκη, τον Διγενή Ακρίτα, τον «Επιτάφιο», τον Ομηρο – η Ελλάδα, για να ’ναι του κλώτσου και του μπάτσου, πρέπει να ’ναι του Τσολάκογλου και του Σημίτη, του Γιωργάκη και του Τσίπρα ή του Κούλη.
Με την τηλεόραση να αποβλακώνει όλο και πιο πολύ (κι όσον γίνεται ακόμα πιο φθηνή), υπό τη δικτατορία «της δημοκρατίας του διαδικτύου», με τις εφημερίδες να συναγωνίζονται την τηλεόραση ως προς το φθηνό κατά το κόστος του προϊόν, οι ελπίδες του λαϊκού πολιτισμού είναι μετρημένες. Θα ήθελα να κάνω λάθος, αλλά το γεγονός ότι σήμερα στις τέχνες, εκτός από τους απερχόμενους μεγάλους, η χώρα διαθέτει κυρίως κυνικούς, μισάνθρωπους και αλαζόνες, είναι η απόδειξη του αντίθετου.
Ισως η τέχνη που φωτίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη να υπάρχει εν σπέρματι, ή να εκκολάπτεται κάπου αλλού, αλλά αν δεν φθάσει να γίνει λαϊκή υπόθεση, θα είναι απλώς μια παραμυθία για μύστες ή αναχωρητές. Μια αριστοκρατική Αρκαδία.
Οταν θα αρχίσουν, για παράδειγμα, να γράφονται τραγούδια κατά των κατασχέσεων, ίσως θα έχει αρχίσει πάλι κάτι να κινείται. Οταν ο λαός θα μάθει να ξεχωρίζει εκείνους τους καλλιτέχνες που ενδιαφέρονται από εκείνους που επιδοτούνται, τότε ίσως η ελπίδα να έχει μια πιθανότητα. Ξέρω ότι ζητώ πολλά. Οτι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει ποτέ. Ναι, αλλά αν κατ’ ελάχιστον γίνει, τότε θα υπάρχει οδός…